31 March 2014

[βρίσκω θρύψαλα]

Σκάβω με τα χέρια
Βρίσκω τα πράγματα των ανθρώπων στο χώμα
Τα βγάζω επάνω, διώχνω τη σκόνη, βλέπω το χάλι τους, και τα κουβαλάω
Στο σπίτι τα ξεπλένω τα σκουπίζω και ζω ένα διάστημα μαζί τους
Όπως ζούσανε άλλοι που δεν γνώρισα, πριν

Τα βάζω σε στοίβες που κάθε μέρα τις αλλάζω
Τα κρεμάω σε σακουλάκια γύρω μου, όταν φυσάει, για να χαίρονται
Παρατηρώ πώς κάνουν οικογένειες, και πώς χωρίζουν
Τα πράγματα συνέχεια διαλέγουν άλλα πράγματα και ζουν μαζί
Γεμίζουν τον χώρο τους, δεν έχουν ιδέα για τον χρόνο τους, που πάει

Κάποιες φορές, μια λέξη έρχεται και κάθεται επίμονα πάνω τους, την αφήνω
Σιωπηλά για ώρες στέκονται στην άκρη από τα δάχτυλα μου
Με κοιτάζουν που τα κοιτώ, ιδρώνουν κι έξαφνα λένε,
είχα χνούδι στα μάγουλα, είχα μακριές βλεφαρίδες κι έκανα στράκες
Θυμάμαι τις ιστορίες τους, τις ανασύρω δεν τις επινοώ

Τις φτιάχνω με τα υλικά τους, όπως χτίζει κανείς μια γέφυρα
Πρώτα τα υποστυλώματα και από πάνω κατάστρωμα, για να περνώ
Από την μια μέχρι την άλλη, πάντα, οι γέφυρες σε πηγαίνουν σε γιορτές
Αλλά από κάτω, στα ποτάμια πλέουν τα πτώματα, γκρι θολό νερό
Όλες οι διαβαθμίσεις της θολότητας μέχρι το αδιαπέραστο των εκβολών.

Έχω όμως άλλα από το χρώμα ή τους τονισμούς για να σκέφτομαι
Επισκέπτομαι εκείνον που δεν καλέστηκε, ξεχνάω όμως τι θα ρώταγα,
Έτσι πάει στράφι το δώρο που έφερα και έχει σχέση με το ερώτημα, τι
Καθόμαστε λοιπόν απέναντι απέναντι αμίλητοι, ούτε κομπολόι δεν έχω
Αν θυμόμουν κάτι θα το ΄λεγα, για παράδειγμα το χρώμα της σκόνης στο φως

Κάθε πρωί βρίσκω φρέσκα μπάζα, μουστάκια, νυφικά, κουμπιά, λέξεις
Τέτοια πράγματα, πεταμένα νύχτα, το πολύ πολύ (τα) ξημερώματα
Γονατίζω και τα σκαλίζω με τα χέρια, στην αρχή επιφυλακτικά, ιδέα δεν έχω
Τα νύχια μου σπάζουν, γρήγορα δεν έχω πια νύχια και δεν είναι καλό τούτο
Ό,τι αγγίζω πονάει μέχρι που μαζεύω αρκετά και κοιμάμαι χορτασμένος πάνω τους

Ο ήλιος καίει τα βλέφαρα μου, αλλά καθυστερώ να ανοίξω τα μάτια
Ό,τι βλέπω είναι μέσα μου, ένα απέραντο κόκκινο βλέπω που πάλλεται
Καρμίνιο καθαρό που απορροφά φως κι αναθυμιάσεις από τα χώματα
Περισσότερο ακούω, αλλά είναι όλα φρέσκα και φωνάζουν ακατάληπτα, οχλαγωγία
Κάθε κομμάτι νομίζει πως είναι ακόμα το ολόκληρο.

Που να τους εξηγώ...

(Σώτος Δασκαλόπουλος)


* φωτογραφία του Tony Ray-Jones με κόκκινο φίλτρο

24 March 2014

[στο δρόμο]

Θα βγάλω τα παπούτσια μου για να ΄ρθω να σε βρω

Στην αρχή ο δρόμος, έμαθα, είναι από πέτρες κοφτερές
που θα σκίσουν το δέρμα και θα ματώσουν τα πέλματα μου,
θα σκύψω τότε, θα προχωρήσω στα τέσσερα γλείφοντας τις ακμές,
έτσι, το τρίτο της απόστασης θα ΄ρθω σαν ζώο.

Μετά δεν έχει γη, παρά μόνο νεαρά καλάμια, άκουσα,
που φυσούν μυστικά στις προηγούμενες πληγές κι ανοίγουν νέες,
αδιάβατο έδαφος, θα αφήσω βάρος τότε για να πετάξω,
έτσι, το τρίτο της απόστασης θα ΄ρθω σαν πουλί.

Έπειτα υπάρχουν οι επιθυμίες σε έρημα τρίστρατα, ελπίζω,
αναπαραστάσεις από γυαλισμένες μαρμάρινες ψηφίδες,
θα ξαπλώσω τότε, όπως έκανα παιδί τα καλοκαίρια,
ώσπου να αποφασίσω, και ίσως ξεχαστώ, σίγουρα,
αλλά το τρίτο της απόστασης θα ΄ρθω σαν άνθρωπος.

Με άδεια χέρια θα φτάσω, ξέρω,
θα έχω χάσει όλα τα δώρα που κράτησα,
λίγες λέξεις θα βρω μόνο, και μια γκριμάτσα για να γελάσεις,
αλλά θα φτάσουν, πιστεύω.

(Σώτος Δασκαλόπουλος)


*φωτογραφία, Vikram Kushwah

03 March 2014

Ο άνθρωπος είναι δύο

Ο άνθρωπος είναι δύο

Αξιώθηκα να κρατήσω στα χέρια μου το βουβό, πλέον, μπουζούκι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δεν τραγουδούσαν οι γυναίκες (αυτές συνήθως αργά κατανοούν το πόσο αγαπήθηκαν), ούτε τα τραγουδούσ
αν οι σκληρόκαρδοι, ο έρως συμβαίνει σαν δυστύχημα.
(...)εφέτος ανήμερα το Πάσχα έβρεχε και η δολιότης πίκραινε την καρδιά μου, είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι.

Δεν είμαι δικός μου.
Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα.

Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία πού ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχεια και την ερωτική καταφρόνια, αλλά το να υποφέρεις απ' του κόσμου τις πίκρες είναι αναγκαίον, και ίσως νόμιμο.
Πάθος έδωσα και πάθος δεν έλαβα, κι ό,τι έπιασα έγινε στάχτη. (...) αν πρόκειται κανείς να διατηρήσει την ευαισθησία του ας είναι ο ηττημένος. (...) άφησέ με νάμαι παράφορος, αφού η λογική είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Υπήρξα άλλωστε ένας Ιδανικός Φαύνος. Ο θεηφόρος έρως μόνη πειθώ τής ζωής, φυλακτά σε σχήμα καρδίας αντίκρυσα στο βυζαντινό μουσείον Αθηνών. Στα λάσια μπράτσα των ρεμπέτηδων συχνά βλέπω κεντημένη μιά καρδιά με φυλλοκάρδια, όπου στη μέση της έχει το όνομα της πολυαγαπημένης, μόνο ο Γιάννης Τσαρούχης τα ήξερα καλά αυτά τα πράγματα, οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν γιατί στρίβουν και ξαναστρίβουν.
(...) Στον έρωτα ο χρόνος ετάχθη υπέρ των ανδρών, και γι αυτό, ο έρως, στερείται νίκης. Αρχίζει και τελειώνει με ήττα του ανδρός.
Θα σταδιοδρομήσω του λοιπού ως προδότης. Κατάβαθα κι εγώ, κατάβαθα κι εσύ, πληγώσαμε τις καρδιές μας. Σαν τον Αχιλλέα ήσουνα υπερήφανη και σκληρόκαρδη· η απαισιοδοξία είναι απόδειξη ανθρωπιάς.

Εγώ ειμί ο εχθρός μου.

Στην ηλικία όπου τώρα πια έφτασα το νιώθω πεντακάθαρα πως είμαι ένας αποτυχημένος. Γέρασα με ερωτευμένη καρδιά εφήβου. Είναι υπερβολή να ζεις με αγάπη κι είναι επικίνδυνο να κατέχεις, τόσο πολύ, τα μυστικά της ψυχής σου. Αργείς· σκότωσαν, κάποτε, πολλούς φίλους γύρω μου κι από τότε ζω σαν πουλί τρομαγμένο. Ήκμασαν τα ρεμπέτικα τραγούδια την εποχή που μετρούσαμε τάφους. (...) Έρωτα μάθετε οι ενοικούντες επί της γης.

Πάντα οι απογοητευθέντες σώζουν την οικουμένη.

Μια ειδική λεβεντιά απαιτείται για νάναι κανείς ανήθικος. Η λογική μου εδρεύει στην καρδιά μου. Ο οίκτος έρχεται με τα χρόνια. Εξ οίκτου αμαρτάνω. Τρομάζω όταν σκέφτομαι. Υπήρξες τόσον ωραία που σε σεβόμουνα(...)

Αντιφάσκω, άρα ζω.

Εσύ, η λύκων βρώσις κι ο άγγελος των επιγείων λιβαδιών. Έπραξαν το πάν για να μαράνουν την ζωντανή καρδιά των ρεμπέτηδων.
Οι μεγάλες ψυχές αντιφάσκουν. Ισχυρότερη μνήμη είναι η μνήμη της καρδιάς, τουλάχιστον τα μισά ρεμπέτικα έχουν τον έρωτα θέμα τους, και τα πιο πολλά απ' αυτά θρηνούν τον ερωτικό χωρισμό· την πικρότατη ορφάνια. Στα δημώδη άσματα ο εραστής καταπλήσσει με την ανδρεία, ενώ ο εραστής των ρεμπέτικων τραγουδιών εκλιπαρεί, καθικετεύει, ελκύει διά του οίκτου.
Σε λιτανεία μετήλλαξε (...), η φιληδονία είναι αληθινή αρρώστια. Το γυμνό κορμί σου (ευφροσύνη της οράσεώς μου) οδηγεί στο φθινόπωρο, στο φθινόπωρο. Ο άνθρωπος είναι δύο. Είπες παντού πως με μισείς, σαν όμως ξανανταμώσαμε, την ύστατη φορά, εδάκρυσες και με τρυφερότητα άπλωσες το πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στο ιδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα εδώ κοντά φτερουγίζεις — μακριά μου όσο ποτέ. Με θυμάσαι άραγε ακόμη(...)
Τέτοιους έρωτες ψάλλουν τ' αδέρφια μου, οι έσχατοι ρεμπέτες.


# ανακατώματα και παραλείψεις, ένα ανήθικο πείραγμα ενός κειμένου του Ηλία Πετρόπουλου από το βιβλίο του "Ρεμπέτικα Τραγούδια", τον Μάιο του 1967 #




* Όταν ο πυρετός ανεβαίνει μου φαίνεται πως θα του άρεσε, κι όταν κατεβαίνει πειράζω κι άλλο τα γραπτά του... θα κάνει τον κύκλο της η ίωση.