25 December 2011

Το δάκρυ του Πολύφημου

                 

   Το καράβι της φωτογραφίας είναι το ΚΑΜΕΛΙΑ που ταξίδευε στον Αργοσαρωνικό την δεκαετία του '60, και δεν είναι, πιθανότατα, αυτό που κοίταζε ο Ζαμπέτας κάποιο χάραμα να φτάνει στον Πειραιά (εκείνο ίσως ήταν κάποιο από τα κρητικά). 
   Την ιστορία μου την έστειλε ο φίλος Κ.Μ. και την μεταφέρω εδώ, και αφού δεν έχει καμία σημασία το όνομα ή η προέλευση του καραβιού παρά μόνο το κομμάτι του χρόνου που μετασχηματίστηκε σε ανάμνηση όταν ο κατάπλους του διασταυρώθηκε με τον νταλγκά του Ζαμπέτα, βάζω εγώ τώρα, στο ρόλο του καταπλέοντος βαποριού το οικείο ΚΑΜΕΛΙΑ, για να μπορέσω να σας φανερώσω την περίσταση κατά την οποία ένα ανύποπτο πλοίο που συγκέντρωσε όλα τα βλέματα σε μια σπηλιά, ήταν ήδη αρκετό για να φτιαχτεί μια εικόνα για το δάκρυ του Πολύφημου. 
   Να, το (λοιπόν) που μπαίνει ήσυχα ήσυχα στο λιμάνι εκείνο το πρωινό, περνώντας αργά κάτω από το ανεξιχνίαστο βλέμμα του Ζαμπέτα και με τον ήχο ενός ταξιμιού (του) τέτοιου που σταμάτησε το χρόνο και έκανε τον Μανώλη Χιώτη να κλάψει, μέσα σε μια σπηλιά κρεμασμένη πάνω από τη θάλασσα που είχε ακόμα όλα τα αρχαία ψηφιδωτά της.




[η ιστορία είναι του Τάκη Τζίφα, απόσπασμα από το περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι, τ. 27]
"Κάποια νύχτα με τον Δημήτρη Χριστοδούλου είχαμε ξεμείνει στην "Σπηλιά του Παρασκευά", ένα ωραιότατο μαγαζί, χτισμένο σ' ένα βράχο πάνω στη θάλασσα. Το πρόγραμμα είχε τελειώσει, ο Χιώτης έτρωγε δίπλα μας σ' ένα τραπέζι με κάποιους μουσικούς, ενώ οι σεριβιτόροι μάζευαν τις καρέκλες. Τότε μπουκάρει μέσα ο Ζαμπέτας, βαρυφορτωμένος κι ανεξιχνίαστος. Κοίταξε τον Χιώτη και τον Χριστοδούλου, ανέβηκε στο πάλκο, άνοιξε τη θήκη του Χιώτη και πήρε το μπουζούκι του, κάθισε, κοίταξε τη θάλασσα και άρχισε να παίζει, χωρίς ενισχυτές, σκέτο μπουζούκι, φυσικό. Ο κιθαρίστας του Χιώτη έκανε να σηκωθεί να πάει να βοηθήσει, αλλά ο Χιώτης τον σταμάτησε: "άστον μόνο του, έτσι γουστάρει". Έπαιξε ένα ταξίμι που κράτησε περίπου 40 λεπτά, όπως μου είπανε μετά, γιατί ο χρόνος είχε σταματήσει όσο έπαιζε. Οι μουσικοί, ο Χιώτης, εμείς, τα γκαρσόνια, όλοι κλαίγαμε.
Είχε χαράξει πια κι ένα μεγάλο καράβι έμπαινε στο λιμάνι λουσμένο στο φως του πρώτου ήλιου, έμπαινε αργά, σεβαστικά, στις μύτες των ποδιών, να μην ενοχλήσει τον νταλγκά του Γιώργου. Τότε λέω του Χριστοδούλου: "ποιητή και τώρα να πεθάνω δε με πειράζει καθόλου". Όλοι με κοίταξαν και μετά κοίταξαν τον Ζαμπέτα. Εκείνος κοιτούσε το καράβι και έπαιζε.




Καμιά φορά θυμάμαι αυτά πολύ έντονα και κλαίω. Λένε πως οι ανήμποροι γέροι κλαίνε συχνά σα μωρά παιδιά. Φαίνεται πως όλες οι ηλικίες μέσα μου στριμώχνονται στην εξώπορτα για να βγουν, εγώ βραχυκυκλώνω και κάθομαι αμίλητος για πολύ ώρα. Ούτε και ξέρω τι με περιμένει. Κολυμπώ σ' ένα αρχιπέλαγος μουσικών αναμνήσεων και ξαποσταίνω σε βραχονησίδες καθημερινής λογικής.
Όπως λέει κι ο Ελύτης, φαίνεται το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε, πάει το ξόδεψα όλο. Άραγε να με νοσταλγεί κανείς;"


η Σπηλιά του Παρασκευά



   Η Σπηλιά του Παρασκευά (ή το Σηράγγιο), είναι ένα υπόγειο σπήλαιο, στον Πειραιά. Πρόκειται για μία σπηλαιώδη κατασκευή, που ανακαλύφθηκε το 1897. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Καστέλλας σε μιά απότομη βραχώδη ακτή πάνω από τη θάλασσα, στη θέση που είναι σήμερα η πλάζ “Βοτσαλάκια”, η άλλοτε “παραλία του Παρασκευά”.
Το φυσικό κοίλωμα του Σηραγγίου προϋπήρχε αλλά τροποποιήθηκε και αξιοποιήθηκε από τους Μινύες (αρχαίοι κάτοικοι του Πειραιά). Η στοά του Σπηλαίου εισχωρεί 12 μέτρα μέσα στο βράχο, κάτω από τη λεωφόρο Φαλήρου (Βασ. Παύλου), όπου βρίσκονται και δύο άρχαίοι τάφοι. Το σπήλαιο είχε πολλά υπόγεια διαμερίσματα. Η μεγάλη αίθουσα έχει κυκλικό σχήμα και είναι διακοσμημένη με ψηφιδωτά, στις πλευρές της εισόδου υπήρχαν δύο ψηφιδωτά που αναπαριστούσαν το ένα την  Σκύλλα και το άλλο ένα νέο με τέθριππο άρμα.
   Υπάρχουν ίχνη που δείχνουν ότι ίσως είχε χρησιμοποιηθεί και ως Ασκληπιείο και ως Πορφυρείο καθώς τα πορφυρούχα κοχύλια αφθονούσαν στην Πειραϊκή ακτή κατά την αρχαιότητα. Πιθανότατα όμως ήταν ιερό, αφιερωμένο στον τοπικό ήρωα Σήραγγο. Μέσα στο σπήλαιο βρέθηκε και βωμός του Αποτρόπαιου Απόλλωνα. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους λειτούργησε ως δημόσιο λουτρό και τότε φτιάχτηκαν τα δύο ψηφιδωτά τα οποία όμως "εξαφανίστηκαν" δύο χιλιάδες χρόνια μετά, την περίοδο της δικτατορίας (1967-74). 
   Στη δεκαετία του '60 η Σπηλιά του Παρασκευά διαμορφώθηκε και λειτούργησε ως λαϊκό κέντρο διασκέδασης με την ονομασία ΣΠΗΛΙΑ όπου εμφανίζονταν ο Μανώλης Χιώτης και η Μαίρη Λίντα, και εκεί γυρίστηκαν οι σκηνές πάλκου για τις ταινίες όπου εμφανίζονταν οι δυο καλλιτέχνες! Το έκλεισε -μαζί με πολλά άλλα, κυρίως στην περιοχή Τρούμπα- ο "εκσυγχρονιστής" δήμαρχος της Χούντας Αρ. Σκυλίτσης.


04 December 2011

"The General, an homage to Buster Keaton"

52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, περιφερειακές εκδηλώσεις
Κωνσταντίνος Μπομπός, ζωγραφική
Βόλος, CINE ΑΧΙΛΛΕΙΟ, Εκθεσιακός Χώρος
3 Δεκεμβρίου 2011 έως 7 Ιανουαρίου 2012

το καλύτερο τρενάκι που είχε ποτέ κάποιο αγόρι

 
Ο μηχανοδηγός Τζόνι Γκρέη έχει δυο αγάπες: την ατμομηχανή του και την Άνναμπελ. Ο πόλεμος βορείων και νοτίων έχει μόλις αρχίσει και, όπως όλοι οι άνδρες, κατατάσσονται στο στρατό ο πατέρας και ο αδελφός της Άνναμπελ. Άλλα όχι ο Τζόνι που παρ΄ όλες τις προσπάθειες του κρίνεται πιο χρήσιμος σαν μηχανοδηγός παρά σαν οπλίτης. Η Άνναμπελ όμως τον θεωρεί δειλό και αποφασίζει να μην του ξαναμιλήσει μέχρι να φορέσει στολή.
    Ένα χρόνο αργότερα ξανασυναντιούνται στο σταθμό “Μαριέττα”, όταν κατάσκοποι της Βόρειας Ένωσης κλέβουν την ατμομηχανή “Στρατηγός” για να την οδηγήσουν στο βορρά καταστρέφοντας στο πέρασμά τους την γραμμή των νοτίων. Μαζί τους παίρνουν αιχμάλωτη την Άνναμπελ. Ο Τζόνι αντιδρά και τους αναζητά, στην αρχή με χειράμαξα, μετά με ποδήλατο, μέχρι να καταφέρει να βρει μια άλλη ατμομηχανή για να τους κυνηγήσει. Μόνος του καταφέρνει να τους τρομοκρατήσει, κανονιοβολεί τον συρμό τους, εκείνοι πανικόβλητοι πετούν πίσω τους διάφορα εμπόδια για να τον σταματήσουν, αλλά ο Τζόνι ξεπερνά κάθε παγίδα που του στήνουν.
   Τότε όμως οι νότιοι υποχωρούν και ο Τζόνι βρίσκεται αναπάντεχα μόνος μέσα στον εχθρικό τομέα και μάλιστα αναγκασμένος να εγκαταλείψει την ατμομηχανή, κρύβεται σε ένα δάσος, πεινάει και κρυώνει μέχρι που φτάνει σε μια αγροικία. Είναι το στρατηγείο των βορείων και εκεί κρατούν την Άνναμπελ. Ο Τζόνι κρύβεται κάτω από το μεγάλο τραπέζι και ακούει τα σχέδια τους για μια αιφνιδιαστική επίθεση. Όταν οι αξιωματικοί πηγαίνουν για ύπνο εκείνος διασώζει την Άνναμπελ και δραπετεύουν μαζί. Το επόμενο πρωί βρίσκουν και κλέβουν τον “Στρατηγό”, αλλά αυτή τη φορά τους κυνηγούν οι στρατιώτες πάνω σε άλλη μηχανή.
   Ο Τζόνι και η Άνναμπελ καταφέρνουν μετά από μεγάλες περιπέτειες να φτάσουν σε μια συνοριακή γέφυρα και την πυρπολούν. Όταν λίγο μετά φτάνουν οι επιτιθέμενοι βόρειοι και προσπαθούν να περάσουν στην αντίπερα όχθη, ο Τζόνι πολεμά γενναία. Ο διοικητής των βορείων κρίνει ότι η γέφυρα δεν καίγεται αρκετά και διατάζει την ατμομηχανή “Τέξας” να την διασχίσει, όμως η γέφυρα γκρεμίζεται και η μηχανή πέφτει στο ποτάμι. Εν τω μεταξύ μια λάθος κανονιά ανατινάζει το φράγμα και το ορμητικό νερό παρασέρνει και καταστρέφει την επίθεση των βορείων. Έτσι οι νότιοι νικούν και ο Τζόνι επιστρέφει θριαμβευτής. Τώρα πια τον στρατολογούν και του φορούν στολή αξιωματικού, ενώ η Άνναμπελ είναι ενθουσιασμένη.