01 August 2013

[Τα χαρτάκια]



Σαν ρίχτηκαν τα γυαλιστερά χαρτάκια από ψηλά
να στροβιλίζονται ως κάτω, στους αστυνόμους,
       δεν τα πρόσεξα καθόλου,
       θα μπορούσα να το ορκιστώ, κοιτούσα αλλού.
Ούτε ό,τι έσταξε στο μπετόν μπροστά μου πρόσεξε κανείς,
κι ήταν χιλιάδες εκεί βρίζοντας, και βλαστημώντας,
χειρονομούσαν θυμωμένους αντρικούς ρόλους, ακόμα κι οι γυναίκες.
       Τι γύρευα εκεί ψηλά; χωμένος στις ιαχές τους,
       δεν με ένοιαζε ούτε η ήττα ούτε η νίκη τους, κι όταν άναψαν οι προβολείς,
τα γυαλιά για τον ήλιο έμειναν κατεβασμένα.
       Κοιτούσα πέρα, ως να ξανάκουσα τη φράση,
σκυφτός πάνω από το φλιτζάνι με καφέ, οικειότητα,
       χωρίς εμένα,
πότε ειπώθηκε; ή δεν ειπώθηκε;
να τι γινόταν εκεί! με όλες τις βρισιές, ανάμεσα σε απελπισμένα σφυρίγματα
       μπόρεσα να ακούσω καθαρά τον ψιθυρισμό της
..............................................................................................................
εκείνη τη στιγμή που όλοι πετάχτηκαν ουρλιάζοντας,
δυο χαρτάκια ιρίδισαν και ξέκοψαν
       μπροστά στα μάτια μου, με ένα φουρφούρισμα ανεπαίσθητο,
στροβιλίστηκαν σαν τ΄ άλλα που έπεφταν, αλλά αυτά τράβηξαν προς τα 'πάνω,
δεν το πρόσεξε κανείς, κι ήταν χιλιάδες εκεί.
...............................................................................................................
       Θα μπορούσα και να το ορκιστώ.

(Σ Δ)