στις φροντίδες του Φορλίδα
Κάποτε ήταν μια καθημερινή φροντίδα που δεν κατάφερε όμως να μου γίνει συνήθεια. Την πρώτη φορά ξυρίστηκα με BIC, σχεδόν φαντασιακά, αφού ήμουν αμούστακος ακόμα, μετά όμως που έβγαλα γένια ήταν χαλκόχρωμα και μ' αρέσανε, έτσι άφησα μούσι. Αργότερα, πήγα ναύτης και ξυριζόμουν στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον για δεν φτάνανε οι καθρέφτες, αλλά μάλλον χωρίς επιτυχία αφού συχνά οι εντεταλμένοι επί του θέματος αξιωματικοί με "έβρισκαν" αξύριστο στις πρωινές κλήσεις. Δεν παρέλειψα, στο τέλος, να ξυριστώ και ως γαμπρός εφόσον μάταια περίμενα να λειτουργήσουν οι άγνωστες στα μέρη μου παραδόσεις και να με ξυρίσουν κάποιοι άλλοι, για ταψιά ούτε συζήτηση, ξυρίστηκα λοιπόν ως που βαρέθηκα να ξυρίζομαι και τα παράτησα. Στην πραγματικότητα, για να έχω μια εικόνα για το θέμα, θυμάμαι περισσότερο τον πατέρα μου να ξυρίζεται παρά την αφεντιά μου.
Εκείνο όμως που δεν ξεχνώ είναι ένα ξύρισμα με φαλτσέτα, κάποιο καλοκαίρι στο Πήλιο.
Είδα το κουρείο, παλιό, πέρασα μια, πέρασα δυο, στο τέλος άνοιξα την πόρτα και ζήτησα εκείνο που μου ήρθε πρώτο, μόνο ξύρισμα, αφού το κούρεμα ακόμα το λογαριάζω για πιο βαρύ. Κάθισα στη παλιά πολυθρόνα ο κουρέας σήκωσε το μαξιλαράκι ως το σβέρκο μου, στερέωσε μια πετσέτα στο λαιμό, έριξε μια άλλη -άσπρη κι αυτή- στον αριστερό μου ώμο για να σκουπίζει το ξυράφι, και βάλθηκε να φτιάχνει σαπουνάδα σε ένα τσίγκινο τάσι. Άπλωσε τον αφρό στο σαγόνι και στο λαιμό μου, ήταν χλιαρός, πήρε στο χέρι του τη φαλτσέτα και έκανε μια κίνηση στον αέρα, σαν δοκιμαστική, ανησύχησα κάπως, φαινόταν ηλικιωμένος. Έσκυψε και ακούμπησε την κόψη στο μάγουλο μου τόσο απαλά και αποφασιστικά που αμέσως κατάλαβα πως επρόκειτο για καλλιτέχνη. Πήρε τις πρώτες τρίχες και άρχισε να μιλάει, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε βγάλει μιλιά, ξεφύσησα σιγανά και αφέθηκα.
Όσο με ξύριζε παρατηρούσα τις χτένες, τα λίγα βαποριζατέρ με τις κολόνιες, την πούδρα, και τα γυάλινα μπουκαλάκια με τη στύψη, το οινόπνευμα και το βαμβάκι για παν ενδεχόμενο, άλλα κυρίως τις παλιές χειροκίνητες κουρευτικές μηχανές στο μαρμάρινο πάγκο, ίδιες με εκείνες που είχε ο πρώτος μου κουρέας στη Νίκαια, ο Στάθης, εκεί που έπιασε μπουζούκι ο Τσομίδης, παιδί ακόμα πριν γίνει ο βιρτουόζος που ξέρουμε, μια γενιά πριν απ΄τη δική μου, τα κουρεία βλέπετε έχουν μεγάλες ιστορίες. Και τώρα άκουγα τις διηγήσεις του Φορλίδα που πύκνωναν στα κενά όταν η φαλτσέτα έπρεπε να σκουπιστεί, και το ξύρισμα λες και πισωπατούσε δεκαετίες σε κάθε καθάρισμα της, έτσι που σε μερικά λεπτά έγιναν ... οι μέρες του '36, τότε που ο Φορλίδας άνοιγε το μαγαζί του για να καλλωπίσει τρεις γενιές αντρών, που έμεναν εδώ ή περαστικών για τον Πλατανιά, την Αργαλαστή και παραπέρα, διότι ήταν ο κουρέας του τόπου.
Μέχρι ... και τους αξιωματικούς των Ες-Ες κούρευα και ξύριζα, είπε και η φωνή του πήρε μια αλλόκοτη χροιά, τώρα που ήταν πια 86 ετών και είχε στα σίγουρα επιβιώσει από όλα αυτά. Η φράση διέσχισε απότομα το κουρείο, βγήκε και έσβησε έξω στη ζέστη του απογεύματος, ενώ εκείνος ατάραχος άφηνε καθαρό τον λαιμό και ίσιωνε τις φαβορίτες μου σχεδόν χωρίς να κοιτάζει. Μέτραγε αλλιώς το πρόσωπο. Πως όμως ; με τους ήχους της φαλτσέτας ; χρατς ; Ίσως.
Άλλαξε θέμα, εδώ, πίσω από το παραβάν έβαφα μια φορά την εβδομάδα και τις γυναίκες, βλέπεις τότε δεν υπήρχαν βαφές στα μάρκετ και το χωριό δεν είχε κομμώτρια ! Κάποιος έπρεπε...
Όσο με ξύριζε παρατηρούσα τις χτένες, τα λίγα βαποριζατέρ με τις κολόνιες, την πούδρα, και τα γυάλινα μπουκαλάκια με τη στύψη, το οινόπνευμα και το βαμβάκι για παν ενδεχόμενο, άλλα κυρίως τις παλιές χειροκίνητες κουρευτικές μηχανές στο μαρμάρινο πάγκο, ίδιες με εκείνες που είχε ο πρώτος μου κουρέας στη Νίκαια, ο Στάθης, εκεί που έπιασε μπουζούκι ο Τσομίδης, παιδί ακόμα πριν γίνει ο βιρτουόζος που ξέρουμε, μια γενιά πριν απ΄τη δική μου, τα κουρεία βλέπετε έχουν μεγάλες ιστορίες. Και τώρα άκουγα τις διηγήσεις του Φορλίδα που πύκνωναν στα κενά όταν η φαλτσέτα έπρεπε να σκουπιστεί, και το ξύρισμα λες και πισωπατούσε δεκαετίες σε κάθε καθάρισμα της, έτσι που σε μερικά λεπτά έγιναν ... οι μέρες του '36, τότε που ο Φορλίδας άνοιγε το μαγαζί του για να καλλωπίσει τρεις γενιές αντρών, που έμεναν εδώ ή περαστικών για τον Πλατανιά, την Αργαλαστή και παραπέρα, διότι ήταν ο κουρέας του τόπου.
Μέχρι ... και τους αξιωματικούς των Ες-Ες κούρευα και ξύριζα, είπε και η φωνή του πήρε μια αλλόκοτη χροιά, τώρα που ήταν πια 86 ετών και είχε στα σίγουρα επιβιώσει από όλα αυτά. Η φράση διέσχισε απότομα το κουρείο, βγήκε και έσβησε έξω στη ζέστη του απογεύματος, ενώ εκείνος ατάραχος άφηνε καθαρό τον λαιμό και ίσιωνε τις φαβορίτες μου σχεδόν χωρίς να κοιτάζει. Μέτραγε αλλιώς το πρόσωπο. Πως όμως ; με τους ήχους της φαλτσέτας ; χρατς ; Ίσως.
Άλλαξε θέμα, εδώ, πίσω από το παραβάν έβαφα μια φορά την εβδομάδα και τις γυναίκες, βλέπεις τότε δεν υπήρχαν βαφές στα μάρκετ και το χωριό δεν είχε κομμώτρια ! Κάποιος έπρεπε...
Τέλος μου έβαλε με χτυπηματάκια στα μάγουλα μια κολόνια τόσο παλιά όσο κι αυτός και με ξεπροβόδησε πριν προλάβω να θυμηθώ πως μπήκα για να του ζητήσω την άδεια να φωτογραφίσω το μπαρμπέρικο, αλλά ζήτησα μόνο ξύρισμα.
2 comments:
Και γαμώ τις αναρτήσεις!
Τέτοια κουρεία ονειρεύομαι.
Κώστας Μανωλίδης
Πραγματικά πολύ όμορφη!!!
Καλό βράδυ
Post a Comment