Toυ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ 13/6/2012
Πάντα δημιουργεί απορία ο τρόπος που θα προσεγγιστεί το έργο ενός αρχιτέκτονα. Δικαιολογημένα, αναζητούνται, σε αυτό το έργο, σχέσεις και περάσματα από το ένα πεδίο στο άλλο, σαν να υφίστανται δυο γλώσσες των οποίων τα κοινά σημεία είναι ιδιαίτερα πολλά. Ο Κωσταντινίδης προέτρεπε τον αρχιτέκτονα, στις περιπλανήσεις που αυτός ο τελευταίος πρέπει να κάνει στην ύπαιθρο, «να κρατά σημειώσεις», προσέχοντας αυτά που έχουν πραγματοποιήσει άλλοι πριν από αυτόν. Σημείωνε μάλιστα: «ό,τι κτίζεται πρέπει να σχεδιάζεται, πρώτα μέσα στο μυαλό μας και μετά απάνω στο χαρτί». Δεν ξεφεύγει από την παραπάνω υπόδειξη η ζωγραφική του Κυριάκου Κρόκου (1941-1998). Με μια γενική έννοια, δεν μπορούμε να σκεφτούμε τη ζωγραφική ανεξάρτητα από την αρχιτεκτονική. Όχι μόνο γιατί η ζωγραφική έχει τους δικούς της κανόνες, τη σύνθεση, δηλαδή, τη δική της «αρχιτεκτονική», αλλά γιατί το ίδιο το αναφέρον της έχει αντίστοιχα μια δομή. Η ζωγραφική του Κρόκου κερδίσει την αυτονομία της, δεν παύει, όμως, να αποτελεί αυτές τις σημειώσεις που γίνονται αναγκαίες για το ίδιο το σχέδιο που εκπονεί ως αρχιτέκτονας. Αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται με πολλούς τρόπους.
Στο δικό του ημερολόγιο σημείωνε ότι: «Ήθελα να πλησιάσω αισθήσεις της παιδικής μου ηλικίας». Η αρχιτεκτονική για τον Κυριάκο Κρόκο αποτελεί την απελευθέρωση της μνήμης μέσα στο υλικό. Πολλά συνιστούν γι’ αυτόν αρχιτεκτονική μνήμη, ένα σκάλισμα, ένας τοίχος, μια κατασκευή στην ύπαιθρο. Αυτά πρέπει, στη συνέχεια, να παρουσιαστούν μέσα στο έργο. Η μνήμη είναι η μορφή της βιωμένης και εντέλει της δομημένης αποκάλυψης. Οι μορφές και τα σχήματα που συναντάμε στο έργο του φτιάχνουν μια αρχιτεκτονική που άμεσα συνδέεται με στοιχεία της ελληνικής παράδοσης. Τον εντυπωσιάζουν οι παλιές φάμπρικες και τα εργοστάσια στο Καρλόβασι της Σάμου. Μέσα στη ζωγραφική του τα αποτυπώνει. Τις αρχιτεκτονικές σχέσεις που αυτά παράγουν, τις κάνει στη συνέχεια δομημένο έργο. Η ζωγραφική σημείωση είναι παράλληλα και αρχιτεκτονική.
Τον ενδιαφέρει η κατασκευή, η παλιωμένη ύλη. Ο τρόπος με τον οποίο γερνά το υλικό, όπως σημείωνε ο Κωνσταντινίδης από τη δεκαετία του τριάντα. Ο Κρόκος επαναλαμβάνει ότι δημιουργεί το κτήριο μόνο όταν ταυτόχρονα έχει σκεφτεί πώς θα είναι το υλικό μετά από χρόνια. Όμως, αυτή η σχέση με το υλικό θα αποτυπωθεί και ζωγραφικά. Αντιλαμβανόμαστε, μέσα στις ακουαρέλες του, την ύλη των παλιών πραγμάτων που παραμένει δικαιωμένη μέσα στο φως από ό,τι θα συνέβαινε με τα νεότερα υλικά.
Θα έλεγα ότι η ζωγραφική του θέτει αρχιτεκτονικά ερωτήματα. Στη ζωγραφική αυτή αναζητά με τρόπο εμφατικό σχέσεις. Για παράδειγμα, τα σημεία τομής της γης, με τη θάλασσα και τον ουρανό. Στη συνέχεια, οι αναλογίες που αποκτούν αυτές οι σχέσεις τομής με τους δομημένους όγκους· ύστερα, η σχέση των όγκων με το περιβάλλον. Παντού σχέσεις. Οι ξερολιθιές, για παράδειγμα, λειτουργούν καλύτερα μέσα στο φως. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι σχέσεις που δημιουργούνται εκεί είναι σωστές. Αν υπάρχει ένα κεντρικό ερώτημα στη σκέψη του, αυτό θα ήταν η αναζήτηση του ιδιαίτερου στοιχείου της ελληνικής φύσης και της δομημένης παράδοσης που δημιουργείται με διαλεκτικό τρόπο από την επαφή με αυτήν τη φύση. Τον ιστορικό χρόνο που εισέρχεται σε αυτή τη φύση και το φως που τη διέπει. Ο ίδιος γράφει στις σημειώσεις του ότι είμαστε ριζωμένοι στο φως, ο άνθρωπος και το κτίσμα, το κτίσμα και το φως, η θερμή γη και ο ψυχρός ουρανός. Μετά, το πρόβλημα της μορφής και το πρόβλημα του χρώματος. Οι σχέσεις που δημιουργούν όλα αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους και τις οποίες η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική πρέπει να αποτυπώσουν. Η φύση με τα ανθρώπινα σημάδια. Αυτά τα ζητήματα -τόσο αρχιτεκτονικά όσο και ζωγραφικά- συνιστούν την ουσία του έργου του Κυριάκου Κρόκου.
1 comment:
Κρόκος, Πικιώνης, μεγάλοι αγαπημένοι δάσκαλοι χωρίς να είναι δάσκαλοι μου...
Post a Comment