05 November 2017

ατελείωτο


Οι δυο εκδοχές του ατελείωτου: ένα ανολοκλήρωτο τείχισμα γίνεται στήριγμα για τον ατελείωτο κύκλο της φύσης. Η ανθρώπινη κατασκευή προσπαθώντας να χτίσει μια αναπαράσταση του αέναου δεν καταφέρνει παρά μια συγκίνηση για το εφήμερο - πράγμα που όπως και να κάνει δεν είναι λίγο, αρκεί να γίνεται κατορθωτή η επανάληψη.

[Νοέμβρης, πολύ πρωί]

Οι ελιές βαραίνουν 
αθροίζουν μικρές υποταγές
ακούω τα φύλλα της μουριάς
και κόκορες που αργοσβήνουν μακριά
ένα γκρίζο φως δυναμώνει
σκουριά σιγοκαίει τα φυλλοβόλα 
λες, το βουνό γίνηκε άφαντο
ούτε σκυλί ούτε πουλί
αφουγκράζομαι, σιωπή
η βάρδια στο εργοστάσιο ξεκίνησε
να φτιάχνει φρέσκιες αναμνήσεις
εφτά η ώρα του νοέμβρη.


(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2017)

31 October 2017

[Σιμούν]

Όταν φυσά από την έρημο
ξαπλώνω, να γίνομαι ένα με τη γη
αργές ρηχές αναπνοές κι ένα φαράσι
με απαλό πινέλο μαζεύω σκόνη
κόκκους που κατακάθονται στο σώμα της
Όταν σταματά η θύελλα τους παίρνω σπίτι
αρχίζω ταξινόμηση που δεν τελειώνει
η καταγραφή, αρχικά
από δω οι Φαραώ από κει οι Εβραίοι
αλλάζω σύστημα,
οι ιερείς, οι αμαρτωλοί
οι σκλάβοι, οι στρατιώτες
οι όμορφες παλλακίδες και οι νέοι
μετά άλλο,
οι νικητές κι οι ηττημένοι, μαζί
οι γέροι χώρια
οι πλούσιοι που δεν χωράνε στον παράδεισο
κι οι φτωχοί που δεν χωράνε στα κιβώτια
κι άλλο,
όλοι μαζί
κατρακυλούν, αιωρούνται πάλι 
και γίνονται σκόνη.

(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2017)

.

29 October 2017

Δυο φορές σημαία

Αρχές της δεκαετίας του 90 βρέθηκα ναύτης στο Πόρο, ήταν δεκαπενταύγουστος κι ήμουν "ένδον", γιορτή, σκαστοί είχαμε γυρίσει ξημερώματα και μας πήρε ο ύπνος μέχρι αργά, κατά τις εννιά παρά ορμάει πανικόβλητος ο βοηθός αξιωματικού φυλακής στο θάλαμο, ξυπνήστε ρε έχουμε να σηκώσουμε τη σημαία, ποια σημαία; του στρατοπέδου; σηκωμένη δεν την είχαμε;... όχι αυτή ρε, του λιμανιού, είναι Εθνική Εορτή βλάκες, μας φώναξε, που κι εκείνος μόλις το είχε μάθει. Τέλος πάντων σηκωθήκαμε βλαστημώντας, να ξυριστούμε να ντυθούμε να φτιάξουμε άγημα, χωρίς καφέ, έλα που δεν είχαμε προβλέψει να έχουμε καθαρές και σιδερωμένες άσπρες επίσημες στολές, κι αρχίσαμε να τραβολογάμε μπελαμάνες από τους σάκους και τα ερμάρια, με τα πολλά ντύθηκε ένα άγημα της κακιάς ώρας, εμένα μου έτυχε η μπελαμάνα κάποιου κοντύτερου με τα μανίκια να μου έρχονταν τρουακάρ και δεν μπορούσα να τεντώσω τα χέρια, πήραμε κι ένα στεφάνι που κάπου είχε αφήσει η χθεσινή βάρδια και ξεκινήσαμε ασύνταχτοι να διανύσουμε τα περίπου δυο χιλιόμετρα μέχρι το λιμάνι, ο "Φέτας" - ο ΒΑΦ ήταν ο υπόλογος της αποθήκης τροφίμων και τον φωναζαμε "Φέτα" - μια μας απειλούσε μια μας παρακαλούσε, για γέλια και για κλάματα ήμασταν.
Μόλις όμως φτασαμε στο ηρώο αντικρύσαμε τη σημαία σηκωμένη! Πανικός, ο Φέτας τα είχε παίξει, μάλλον κάποιος βαρκάρης την είχε σηκώσει, έβγαλε συμπέρασμα, και τι θα κάνουμε τώρα; θα τιμωρηθούμε όλοι, έλεγε "όλοι" αλλά έτρεμε σαν "εγώ. Κάναμε πηγαδάκι να κουβεντιάσουμε το θέμα, τι θα κάνουμε ρε; μας κοιτάζουν οι τουρίστες - το ηρώο βρίσκεται φάτσα στις καφετέριες του λιμανιού που εκείνη την ώρα ήταν γεμάτες, πρωινά. Έχω μια ιδέα, του είπα για να τον πειράξω γελώντας από μέσα μου, να πάμε να κρυφτούμε στο στενάκι εδώ δίπλα και να τηλεφωνήσουμε να 'ρθει κάποιος από το στρατόπεδο με πολιτικά να την κατεβάσει και μετά να εμφανιστούμε να κάνουμε τη δουλειά μας κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, η ώρα είχε πάει δέκα εν τω μεταξύ. Ωραία ιδέα, αναφώνησε ο απελπισμένος υπαξιωματικός, και μας οδήγησε στο στενάκι μπροστά από ένα φούρνο, κι έτσι πήραμε το πρωινό μας όσο περιμέναμε και κρυφοκοιτάζαμε από τη γωνία.
Μετά από είκοσι ολοκληρα λεπτά εμφανίστηκε ο δικός μας με ένα παπάκι, έκανε ένα γύρο το ηρώο, πάρκαρε και το πλησίασε σαστισμένος, ο υπαξιωματικός του έκανε νοήματα από τη γωνία που θα τα ζήλευε κι ο Λουί Ντεφινές, δυσκολεύτηκε να λύσει το σκοινί αλλά την κατέβασε. Δεν ήξερε τι να την κάνει, κοίταζε γύρω γύρω. Φέρε την εδώ, του έκανε στη νοηματική ο Φέτας.
Τη δίπλωσα εγώ που ήμουν σηματωρός κι ήξερα από σημαίες, ανασυνταχθήκαμε και βγήκαμε χορτάτοι και καμαρωτοί από το στενάκι, ο Φέτας μούσκεμα στον ιδρώτα, κι εμείς κοκκινομούρηδες από τη προσπάθεια για να μη γελάμε. Παραταχθήκαμε, ανέβηκε η σημαία, έδωσε ο Φέτας τα πρέποντα παραγγέλματα, κι ο ανθυποπλοίαρχος που εμφανίστηκε τελευταία στιγμή, και πιθανόν να αγνοούσε τι είχαμε περάσει, προχώρησε στητός σα κυπαρίσσι και κατέθεσε το κάπως μαραμένο στεφάνι στο ηρώο, ενώ μας φωτογράφιζαν γιαπωνέζοι τουρίστες.
Ήταν μια απολαυστική ημέρα. Είχαν γίνει όλα όπως έπρεπε, και η ώρα δεν ήταν ούτε δέκα και μισή.
* αν κατά τύχη κάποιος από τους Ιάπωνες φίλους μου έχει μια φωτογραφία ας την ανεβάσει. διότι εμείς δεν προκάναμε.

16 August 2017

((( Κοκκινιά )))


Σαν πόλη του κυβισμού εισπνέει κι εκπνέει με μικρές κοφτές ανάσες ή μπαμπούσκα που διαιρείται για να πολλαπλασιάζει το σχέδιο της σε ολοένα μικρότερες κλίμακες, για να χωρέσουν οι ανιώντες κι οι κατιώντες, οι ζώντες κι οι νεκροί, σήμερα ο Αλί και το σόι του, εκεί που χθες ήταν οι τουρκομερίτες, η κυρά-βαγγελία που κατείχε το ποντικόλαδο κι είχε το μικρότερο ιδιωτικό σχολείο του κόσμου στο μοναδικό δωμάτιο της, από πάνω και δίπλα ζούσαν οι πολυάριθμοι Γκιουζέληδες που είχαν και την έβγα που έβλεπε στην Κύπρου, ο Γιάννης με το καβουράκι και το λεπτό μουστακάκι, οι ψίθυροι για τοκογλυφίες κι άλλα χειρότερα από τον καιρό της κατοχής, στην Ικονίου στο ισόγειο η Αγκοπίνα, έτσι την ξέραμε, αιωνόβια χήρα ή ανύπαντρη κόρη θα σας γελάσω, αιωνόβια πάντως, τοκογλύφα κι αυτή, με το τρομερό βλέμμα που μάτιαζε ως και τα φαγιά στις καπακωμένες κατσαρόλες, μια φορά μαύρισαν οι φακές που τις είχε παινέψει η γιαγιά Άννα ότι ήταν βραστερές κι άσπρες, και φτύναμε στον κόρφο μας μικροί μεγάλοι όταν περνούσαμε από το παραθυρό της, παραδίπλα ο Ιορδάνης Τσομίδης που έγινε μέγας Τζόρνταν στην Αμερική με το μπουζούκι που του έδωσε ο Στάθης που είχε το κουρείο απέναντι, κι άλλοι πολλοί, φρόνημοι ή παρακεντέδες, που έζησαν λίγο ή όλα σε τόσα λίγα τετραγωνικά, άνθρωποι που έφεραν τις ιστορίες τους από τη βιθυνία για να ξεβραστούν σε αυτό το ανακάτεμα από δωμάτια στενάκια σκαλίτσες και μπαλκονάκια, ζωές που απορροφήθηκαν στα φτηνά υλικά και φουσκώνουν οι σοβάδες πριν να ξεχαστούν όσα δεν φαντάστηκε κανείς τους και επιστρέφουν σκιές του πρωινού ήλιου πάνω στα ίχνη τους. Εκεί ακούστηκε καθαρά η φοβερή διαταγή των μπουραντάδων να μαζευτούν οι άντρες στην πλατεία, να εκτελεστούν 200 κι άλλοι χιλιάδες να πάνε όμηροι στην Γερμανία και να χαθούν, τον Αύγουστο του ΄44. Και σαν από αστείο, σήμερα, όλο αυτό το ίζημα από κουφάρια, από πλίνθους και λαμαρίνες, φόβους κι όνειρα, θεωρείται περιουσίες, κι όσοι ζουν πληρώνουν ένφια αντί να εισπράτουν επίδομα για την ιστορία τους όπως δικαιούνται.

18 April 2017

"εγώ τον Θεό μου τον θέλω αλήτη..."


Το Πάσχα είναι απερίγραπτο, το ξέρω. Αυτή την ώρα, στα πεζοδρόμια και στις ταράτσες της Νίκαιας, της Κοκκινιάς, των Καμινίων, του Κερατσινίου, μικρές ή μεγαλύτερες αυτόνομες ομάδες ανθρώπων μαζεύονται γύρω από μαγκάλια και ψησταριές κάτω από αυτοσχέδιες τέντες προσπαθώντας να βιώσουν μια εξαίρεση από μια καθημερινότητα επίσης απερίγραπτη, κρατώντας ο καθένας σφιχτά το μικρό σπάραγμα που του έτυχε από έναν μεγάλο χαμένο χάρτη. 

Διέσχισα γειτονιές, όπου μεγάλωσα, με αφρόντιστα πια - σχεδόν ερειπωμένα - τα προσφυγικά που έχουν απομείνει ξανακατοικημένα ωστόσο από μια νέα πλέμπα που βρήκε εκεί καταφύγιο, πέρασα ανάμεσα στις μπάλες που κλοτσούν μοναχικά παιδιά στο πουθενά και τρέχουν μετά τα ίδια να τις μαζέψουν πίσω, υπό τους απίστευτα δυνατούς ήχους εντελώς ακατανόητων τραγουδιών που ξεκινούν από Παντελίδη, περνούν στα Καγκέλια και φτάνουν ως την ελληνική ραπ εναλλάξ με Καζαντζίδη. Τι προσπαθούν, τι απολαμβάνουν, τι δηλώνουν με τέτοια ένταση και γιατί είναι τόσο θλιμμένοι στο γλέντι τους; 
Έφτασα ως το νεκροταφείο, λίγος κόσμος σήμερα εκεί - οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς - ο εγκατεστημένος με πολυθρόνα και τέντα καθημερινός επισκέπτης στο μνήμα του παιδιού του, σήμερα γέλασε στο τηλέφωνο... η ζωή βρίσκει τους τρόπους της. Ο θάνατος είναι σκληρό πράγμα, αλλά η ανάσταση που γιορτάζουμε σήμερα είναι σκληρότατη, οι νεκροί χρειάζονται μια διεύθυνση, έναν ελάχιστο τόπο για να υποδέχονται τους ζωντανούς τους, έστω τις αδιάβαστες επιστολές τους, μέχρι να κάνει ο καιρός τη δουλειά του και η ύλη του πένθους να μετουσιωθεί σε κάτι οριστικό αλλά αφηρημένο, σχεδόν σε μια μαθηματική συνάρτηση που περιλαμβάνει τις απουσίες τις παρουσίες τον τόπο και τον χρόνο τους, τα ειπωμένα και τα ανείπωτα. 
Είναι απάνθρωπη η ανάσταση που δεν ακυρώνει το θάνατο επί γης αλλά γίνεται ανάληψη από το ενθάδε προς το επέκεινα. Το ξέρουν ως κι οι χελώνες που τριγυρίζουν σιωπηλές μάρτυρες σε τέτοια μέρη, από τον αρχαίο Κεραμεικό και τη Σωτηρία των εκτελέσεων ως το Τρίτο γράφοντας τη συγχώρεση στα καβούκια τους - αλλά οι άνθρωποι θέλουν να ξεχνούν μπροστά στο θαύμα της Ανάστασης ότι το μεγαλύτερο θαύμα δεν είναι τα ταξίδια των Θεών, αλλά η εγκαρτέρηση της Παναγιάς των ανθρώπων που βρήκε άδειο το μνήμα του γιου της κι άφαντο το σώμα.
Επέστρεψα στα τραπέζια τη στιγμή που ο Τερζής φώναζε: "εγώ τον Θεό μου τον θέλω αλήτη...", και σπάσανε τα πιάτα στη μέση του δρόμου


28 January 2017

Η ΦΡΙΚΗ

Η Φρίκη του 20ου αιώνα, από την οποία συνήθως θυμόμαστε το αποκορύφωμα της, το ολοκαύτωμα, όρισε ολόδικους της τόπους με συντεταγμένες στους χάρτες, μα δεν περιορίστηκε εκεί, ταξίδεψε κι απλώθηκε με καταραμένα πλοία ανάμεσα στις όχθες όλου του κόσμου.
Η Ευρώπη είχε βλέπετε από αιώνες έτοιμα όλα τα μοτίβα της απανθρωπιάς - οι Εβραίοι κι οι Τσιγγάνοι ήταν δοκιμασμένοι στόχοι σπό τον 17ο αιώνα, και παλιότερα. Όλοι εκείνοι που πριν εξοντωθούν παίρνουν για λίγο ή πολύ το ρόλο του απόβλητου, του παρία. 

Κι αν στη ζωή δεν διακρίνονται με σαφήνεια τα αρχικά στάδια της Φρίκης, η τέχνη έχει φροντίσει - για όποιον θέλει να ξέρει τι του γίνεται - να τα αφηγείται με όλη της τη δύναμη.
Ο παρίας είναι ο ανέστιος ταξιδευτής. μια εξαιρετικά αποκαλυπτική λέξη που επινοήθηκε στην Ινδία τον 16ο αιώνα, από στρατιωτικούς, ιεραπόστολους και λόγιους, και δυο αιώνες αργότερα θα επιστρέψει και θα εξαπλωθεί στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου θα συγχωνευτεί με τον πάντα ύποπτο "περιπλανώμενο Ιουδαίο". Ο παρίας αγνοημένος ακόμα και από τη πρόσφατη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκπροσωπεί τους σκλάβους, τους "ελεύθερους έγχρωμους", τους Εβραίους, τις γυναίκες, τον λαό, τους προλετάριους, και τους μετανάστες. Θέατρο και λογοτεχνία διαδίδουν την εικόνα του με τα χαρακτηριστικά του καταραμένου. Στη ρομαντική κουλτούρα, ο παρίας αποκτά αξία χάρη στις σε βάρος του διώξεις, χωρίς, ωστόσο, να απελευθερώνεται, αλλά όσο κι αν μεταμορφώνεται να παραμένει στα απόβλητα του κόσμου.
Η "Φρίκη", είναι η τελευταία λέξη του αδίστακτου Κουρτς στην "Καρδιά του Σκότους", του Κόνραντ, ήδη από το τέλος του προπερασμένου αιώνα όταν οι αποικιοκράτες άρπαζαν με σαπιοκάραβα τον πλούτο της Αφρικής. 
Ίσως ήταν κι η τελευταία ανθρώπινη λέξη που πνίγονταν στους ναζιστικούς θαλάμους των αερίων. Ο κόσμος την γνώρισε αδιαμφισβήτητα και σε όλο της το σκοτεινό βάθος μια τέτοια μέρα του 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός πάτησε την πύλη με το κυνικό επίγραμμα "Η Εργασία Απελευθερώνει", στο Άουσβιτς.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα όποιος δεν εθελοτυφλούσε ή διάβαζε ιστορία ήδη γνώριζε πολλά. Οι δικοί μας είχαν ζήσει τη Φρίκη πεθαίνοντας στα Καλάβρυτα, στο Κομμένο, σε άλλα 180 μπλόκα στην Ελλάδα, ή από την πείνα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε τα 'χε αποκαλύψει εγκαίρως, στα 1942-43, στο "Καπούτ"¨, Γερμανοί, Πολωνοί, Ουκρανοί, Ρουμάνοι, και Κροάτες ξεπάστρεψαν τους Εβραίους τους πριν από την "επιστημονική" Τελική Λύση.
Ο Παδούρα ανασύρει μια πραγματική ιστορία που συνέβη στην Αβάνα το 1939 και γράφει στους "Αιρετικούς" για το πλοίο "Σεν Λούις", από το οποίο οι αρχές - όπως κι οι αμερικανικές στη συνέχεια - δεν επέτρεψαν (!) την αποβίβαση των Εβραίων που μετέφερε για να μην προκληθεί η Γερμανία(!), με αποτέλεσμα αυτό το σύγχρονο πλοίο των τρελών να αναγκαστεί να γυρίσει στην Ευρώπη, και οι επιβάτες του να οδηγηθούν στα κρεματόρια.
Για μια ανάλογη πραγματική τραγωδία γράφει στο μυθιστόρημα “Σερενάτα” ο Ζουλφί Λιβανελί, σχετικά με ελληνόκτητο πλοίο που μετέφερε Εβραίους φυγάδες από τη Ρουμανία προς την Παλαιστίνη, αλλά η Τουρκία το σταμάτησε στο Βόσπορο - μετά από παρέμβαση της Βρετανίας - ώσπου τελικά τορπιλίστηκε από σοβιετικό υποβρύχιο.
Μια πραγματικά διεθνής συνεργασία του αποθνήσκοντας πολιτισμού, που δεν θέλησε - όπως ανάλογα αδιαφορεί και σήμερα για τέτοια φαινόμενα που αναδύονται εκ νέου - όσο ήταν ακόμα καιρός να σταματήσει την μέγιστη ΦΡΙΚΗ του Ναζισμού και του Ολοκαυτώματος.
Στο "πλοίο των τρελών" (Ship Of Fools) την ταινία του Στάνλεϊ του 1964 ένα άλλο πλοίο - σε αντίθετη πορεία - το 1933, αφήνει τη Βέρακρούζ με προορισμό τη Γερμανία. Στην τρίτη θέση ταξιδεύουν φτωχοί Μεξικανοί και Ισπανοί διωγμένοι από την Κούβα. Στο ταξίδι αυτό αναδύονται, ο ρατσισμός - κοινωνικός ή φυλετικός - η ανάγκη του ανθρώπου ν'αγαπήσει και ν'αγαπηθεί, ο αγώνας για δικαιοσύνη, η σκληρότητα κι η αδιαφορία του ανθρώπου για τον άλλον, σε μια περίοδο που ο πόλεμος - που άλλαξε [;] την ανθρωπότητα - παραμονεύει.


 ζωγραφική Ιερώνυμος Μπος