Ήταν
μια ασυνέχεια στο πεζοδρόμιο όση το
πλάτος ενός διαμερίσματος σε μια
προσφυγική πολυκατοικία, και ήταν
φτιαγμένη από φυτά, αναρριχώμενα,
αγιόκλημα και γιασεμί, που είχαν πιαστεί
σε μια δυο νεραντζιές που υπήρχαν κι
από εκεί είχαν φτάσει ως το ξύλινο
μπαλκόνι του απάνω ορόφου, σχηματίζοντας
μια θολωτή σκιερή αυλίτσα από κάτω. Το
πεζοδρόμιο ήταν παράδοξα φαρδύ για την
πόλη αυτή και γι αυτό το προτιμούσαν οι
διαβάτες, αλλά όταν κάποιος πλησίαζε
στο σημείο κι έφτανε μπροστά σε αυτό το
αναπάντεχο κηπάριο, σάστιζε για λίγο,
να περάσει από μέσα; γιατί ως μέσα
γινόταν αντιληπτό αυτό το έξω, ή
να το παρακάμψει;
πράγμα που συνήθως συνέβαινε.
Ένας
μικρός αλλά πυκνός κήπος που είχαν
φυτέψει οι ένοικοι του ισογείου και
είχε πάρει τη μορφή της αυλής τους που
βρισκόταν ένα βήμα πίσω αλλά που την
είχαν κλείσει με τζαμαρία, εκείνη την
σιδεροκατασκευή με τα τζαμιλίκια που
ήταν πολύ της μόδας μισό αιώνα πριν.
Έτσι το πρώην έξω της παλιάς αυλής
είχε γίνει μέσα, και το πεζοδρόμιο
που είχε φυτευτεί ήταν πια η νέα αυλή
και ως επικύρωση εγκατέστησαν εκεί, οι
ένοικοι, ένα τραπέζι και δυο πολυθρόνες
φερφορζέ που είχαν παχύνει από την
ετήσια λαδομπογιά.
Τις
ίδιες ή παρόμοιες τακτικές επέκτασης
των μικρών προσφυγικών τους ακολουθούσαν,
τουλάχιστον τα καλοκαίρια, οι περισσότεροι
γείτονες, με γλάστρες και τραπέζια αλλά
αυτή η πράσινη φωλιά ήταν ένα αποκορύφωμα
που έδειχνε επιμονή και σχέδιο, ίσως και αδήριτη ανάγκη. Με τα
χρόνια και την φροντίδα τα φυτά μεγάλωσαν
και έριχναν τα παρακλάδια τους από ψηλά
σχηματίζοντας ένα καταπράσινο σκιερό
τούνελ που δύσκολα το πέρναγε άγνωστος
στους ενοίκους άνθρωπος, και μια που
αυτοί δεν είχαν πολλά πολλά με κανέναν
στη γειτονιά, το πεζοδρόμιο τους είχε
μετατραπεί λίγο λίγο σε ένα δροσερό
άβατο που φιλοξενούσε μόνο τις χαμηλόφωνες
κουβέντες τους, κι όταν καμιά φορά
ξέφευγε ένα γυναικείο γελάκι από αυτή
την μικροσκοπική Εδέμ και έφτανε ως
τους γείτονες τους έκανε να χαμογελούν
και να λένε ψιθυριστά μεταξύ τους
Ιστανμπούλ.
Η
πολυκατοικία έχει μια τυπική διάταξη
μικρών μακρόστενων διαμερισμάτων με
προσόψεις είτε στο πεζοδρόμιο είτε στο
σκεπαστό μπαλκόνι του ορόφου, χτίστηκε
το 1924, και σήμερα αν και βρίσκεται σε
άθλια κατάσταση, επιτελεί ακόμα έργο
ως κατοικία για φτωχούς ξεριζωμένους
ανθρώπους όπως είναι οι οικονομικοί
μετανάστες από την Ασία.
Κανείς
όμως σήμερα δεν θυμάται ποιοι ήταν οι
πρώτοι δικαιούχοι που κατοίκησαν το
συγκεκριμένο διαμέρισμα, και λίγοι πια
θυμούνται το ζευγάρι που
εγκαταστάθηκε εκεί αμέσως μετά από τον
πόλεμο, οι μεγαλύτεροι πιο πολύ
επαναλαμβάνουν μια ιστορία από αυτές
που κανείς δεν θυμάται πότε την πρωτάκουσε.
Ένα
ζευγάρι όχι πολύ νέων, ήταν, που είχαν
επιβιώσει από τον πόλεμο, το μπλόκο, τα
Δεκεμβριανά, και ετοίμαζαν με χαρά το
σπίτι αυτό για το γάμο τους, έβαφαν και
στόλιζαν το μικρό ισόγειο διαμέρισμα
ενώ περήφανα διαλαλούσαν πως θα πήγαιναν
γαμήλιο ταξίδι στην Ισταμπούλ, στην
πραγματικότητα το παραδιαλαλούσαν και
ξυπνούσαν όχι μόνο τις επιθυμίες των
γειτόνων για τις χαμένες πατρίδες τους
που όμως όλες είχαν κάποια σχέση με την
Ιστανμπούλ, αλλά και τη ζήλια τους. Μέρες
πριν από το γάμο και το πολυπόθητο ταξίδι
φίλοι και γείτονες έμπαιναν στο σπίτι
με ευχές και κοντοστέκονταν στην αυλίτσα
βγαίνοντας για να ζητήσουν μια μικρή
χάρη, να στείλουν χαιρετίσματα ή να
έχουν να περιμένουν κάτι από την Πόλη.
Όσο κι αν παραξενεύει σήμερα αυτός ο
ξεσηκωμός, τότε το ταξίδι αυτό ήταν
μεγάλη δουλειά για εκείνον τον μικρόκοσμο.
Μια
εβδομάδα πριν τον γάμο φυτεύτηκαν το
γιασεμί και το αγιόκλημα στην άκρη του
πεζοδρομίου ανάμεσα στις δυο μικρές
νεραντζιές, βάφτηκε γαλάζιο το παντζούρι
και η πόρτα, αγοράστηκε από τον Πειραιά
και μια μεγάλη καρώ βαλίτσα, θα έφευγαν
με το τρένο το ίδιο βράδυ του γάμου. Όλα
έγιναν σωστά, και μετά την εκκλησία και
το φωτογραφείο, το βράδυ της Κυριακής
αφού κρέμασαν τα στέφανα πάνω από το
κρεβάτι, κλείδωσε ο Λ το σπίτι και έβαλε
το κλειδί στο τσεπάκι του γιλέκου του,
πήρε αγκαζέ τη γυναίκα του και την καρώ
βαλίτσα στο άλλο χέρι, μπήκαν σε μια
κούρσα που ειδοποιημένη τους περίμενε
και ο Λ παράγγειλε δυνατά, στο σταθμό
Λαρίσης!
Το
αυτοκίνητο ξεκίνησε, ενώ η Ε χαιρετούσε
βασιλικά με το χέρι έξω από το παράθυρο τη γειτονιά
που τους κατευόδωνε, προχώρησε για λίγο
σηκώνοντας σκόνη στην οδό Ηλιουπόλεως
που ήταν χωμάτινη και έστριψε αριστερά
στην οδό Οκτώ. Το τρένο έφευγε στις
έντεκα. Κατά τις τρεις, τρεις και, αν
κάποιος δεν κοιμόταν και κοιτούσε έξω
από το παράθυρο θα μπορούσε ίσως να
διακρίνει δυο σκοτεινές φιγούρες, με
βαλίτσα στο χέρι η μια, να φτάνουν έξω
από την πόρτα των νιόπαντρων, να την
ανοίγουν και να χώνονται σβέλτα μέσα,
και τίποτα άλλο. Ίσως.
Σε
λίγες μέρες πάντως έλαβαν οι απέναντι μια
καρτ ποστάλ
από
την Κωνσταντινούπολη, οι νιόπαντροι
έγραφαν πως όλα ήταν θαυμάσια και εκείνοι
συγκινημένοι που “προσκύνησαν” στην
Αγία Σοφία, κάποιοι λένε πως έφτασαν
άλλες δυο καρτ ποστάλ, μια με τον πύργο
του Γαλατά
και μια με Πανοραμική
Θέα του Βοσπόρου,
με λόγια ενθουσιασμού.
Οι
γείτονες όλες αυτές τις 12 μέρες που
κράτησε το ταξίδι του μέλιτος πότιζαν
τα μικρά φυτά του ζευγαριού και επειδή
τα απογεύματα έπιανε ίσκιος από εκείνη
την πλευρά του δρόμου έβγαζαν τις
καρέκλες τους εκεί και συζητούσαν, τι
άλλο; για το ταξίδι, στην αρχή τους
μακάριζαν αλλά δεν άργησαν να περάσουν
και σε άλλες εκφράσεις που φανέρωναν
πως δεν τους είχαν άξιους για τέτοιο
ταξίδι, τελικά τους έσυραν πολλά, μέχρι
συνεργάτη των Γερμανών ψιθύρισαν τον
Λ, άλλοι αντίθετα τον έβγαλαν κομμουνιστή,
μια φορά ήταν σίγουρα προδότης, πως
αλλιώς να βρήκε τα λεφτά για ταξίδια
και σενιαρίσματα, ε; κι Ε τι ήταν; παστρικιά,
το ήξερε όλη η Κοκκινιά, σε τέτοιους
έλαχε αυτό το ταξίδι και αυτοί τώρα
ξεροστάλιαζαν ποτίζοντας τα φυτά τους.
Είπαν πολλά.
Ένα
βράδυ όπως είχαν φύγει, με μια κούρσα
γύρισαν, αλλά αυτή τη φορά χωρίς κόσμο
και φασαρία, άναψαν ένα φως από μέσα
αλλά το γαλάζιο παντζούρι δεν άνοιξε,
ούτε τις επόμενες μέρες άνοιξε, σε
κανέναν δεν έφεραν δωράκια και χαιρετίσματα
από την πόλη, και κανείς δεν τους ρώτησε
πως πέρασαν. Πρωί πρωί ο Λ έφευγε για τη
δουλειά, έβγαινε η Ε για ψώνια, γρήγορα
και ήσυχα επέστρεφαν κι αν διασταυρώνονταν
με γείτονες, όλοι μα όλοι έκαναν πως
αλλού κοιτούσαν.
Τα
χρόνια πέρασαν, παιδιά δεν κάνανε, αλλά
τα φυτά μεγάλωσαν και έκρυψαν το σπίτι
από τους γείτονες, το παντζούρι άρχισε
να ανοίγει και εκείνοι να βγαίνουν έξω
τα βράδια, να κάθονται και να μιλάνε
ήσυχα πίσω από τη φυλλωσιά, είχαν
καναρίνια και φλώρους σε κλουβιά που
τα φρόντιζε ο Λ κάθε απόγευμα, κι όλη
την μέρα από τότε που πήρε σύνταξη, μια
κανονική φωλιά που κράτησε για χρόνια
μέσα τους
κατοίκους της και από έξω όλο τον κόσμο, ώστε ακόμα κι οι
περαστικοί να λοξοδρομούν μπροστά της.
Τότε, πολύ μετά δηλαδή, άρχισε να ακούγεται
μια ιστορία, πως τάχα αυτοί οι δυο, τότε, δεν
πήγαν πουθενά, ποια Ιστανμπούλ;
μέχρι την Αθήνα πήγανε και το βράδυ
γύρισαν, κρύφτηκαν μέσα 12 μέρες κρατώντας
και το σκατό τους!,
αλλά κάποιο μάτι τους πήρε και από τότε
η Ισταμπούλ έγινε, σε εκείνο το μέρος
του κόσμου, το συνώνυμο της απάτης, του
ψέματος και ίσως του απραγματοποίητου
ονείρου, όλη η γειτονιά το συζητούσε
αλλά εκείνοι οι δυο δεν έμαθαν τίποτα,
γιατί τίποτα
δεν μπορούσε να διαπεράσει αυτή την
κλαδένια φωλιά με τα καναρίνια σύριζα
στην πόρτα τους.
Εγώ
μόνο, πολύ σπάνια τα μεσημέρια, περνούσα
από μέσα στα κλεφτά και πριν τα μάτια
μου συνηθίσουν τη σκιά ξανάβγαινα, μόνο
μια φορά κοντοστάθηκα να δω τα πουλιά
και ξαφνικά αντίκρισα το όμορφο πρόσωπο
της κυρίας Ε που καθόταν ήσυχα και
κάπνιζε ανάμεσα στα κλουβιά, κοιταχτήκαμε
αλλά δεν είπαμε τίποτα, έφυγα γρήγορα
ενώ από την πόρτα της τζαμαρίας ξεπρόβαλε
πάνω στο πι ο κύριος Λ, το πράσινο τούνελ απεριποίητο πια μεγάλωνε άναρχα, τα βράδια έπαιρνε δυσοίωνη όψη.
Δεν
τους ξαναείδα, ποιος έφυγε πρώτος, ποιος
δεύτερος, δεν το ξέρω, πάντως ό,τι έγινε
έγινε γρήγορα, το σπίτι κλείστηκε, τα
φυτά έμειναν απότιστα και μαράζωσαν, η
τζαμαρία σκούριασε, και τα πουλιά, τα
πουλιά κάποιος θα τα πήρε κι αυτά.
Τώρα
στο διαμέρισμα αυτό μένει μια οικογένεια
από την Συρία, μαγειρεύουν βαριά φαγητά που μυρίζουν μέχρι έξω
και μέσα πάνω σε
ένα ράφι έχουν, δίπλα στο κοράνι,
στολισμένη μια ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ
από την
Ιστανμπούλ φωτογραφημένη
από τον Κεράτιο που από κάτω γράφει με
όμορφα γράμματα Salut
de Constantinople.
Mosquée
Süleymaniye.