Νίκαια 1968, 28 Οκτωβρίου, πρώτη παρέλαση, με
το νηπιαγωγείο, ντυμένος
στην τρίχα, με το πράσινο
τσόχινο μπλέιζερ του σχολείου, άσπρο
πουκάμισο, γραβάτα με λάστιχο μάλλον
στο λαιμό, γκρι σορτσάκι και μαύρα
γυαλισμένα παπούτσια.
Θυμάμαι με ζωντάνια, λες και έχω "κρατήσει" τα ματόκλαδα μου σαν κορνίζα στην εικόνα, την αναμονή
στην οδό Καισαρείας, όπου είχαμε μαζευτεί
τα σχολεία περιμένοντας τη σειρά μας,
να βγούμε στην οδό Κύπρου και όσο καμαρωτά
αντέχαμε να περάσουμε σε λίγο από την
πλατεία Όσιας Ξένης και, υπό τα εμβατήρια
της μπάντας στην οποία κυριαρχούσαν τα
τούμπανα, να καταφέρουμε μέσα στο
πανδαιμόνιο να στρίψουμε τη δεδομένη στιγμή δεξιά το κεφάλι
προς την σημαιοστολισμένη αλλά γκρίζα και ζοφερή εξέδρα, και το ηρώο των πεσόντων, του Ζογγολόπουλου, το οποίο
έστεκε, κι ακόμα στέκει, σαν αντικατοπτρισμός του πραγματικού ηρωικού τόπου που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο πέρα, η μάντρα όπου τον
Αύγουστο του 1944 οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους εκτέλεσαν 200 πατριώτες,
έτσι λέει η αναθηματική πλάκα για το
μπλόκο της Κοκκινιάς. Καθόλου εύκολη
δουλειά δηλαδή για ένα πεντάχρονο. Αυτή
ήταν η υπόθεση, και γι΄αυτήν μας είχαν συστηματικά προετοιμάσει με προβαρίσματα στην αυλή και
στους δρόμους γύρω από το σχολείο
από εβδομάδες πριν.
Στην πραγματικότητα
όμως, εκείνες ακριβώς τις στιγμές όπου
έπρεπε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά όλες αυτές οι
οδηγίες και οι αυτοματισμοί, και ενώ κοιτούσα τα φρεσκολουσμένα
κεφάλια των συμμαθητριών μου αφαιρέθηκα
οριστικά, και αμετάκλητα έχασα κάθε
επαφή με τον κοινό σκοπό. Τα τούμπανα, τις
σημαίες, το ηρώο, ακόμα και τους ήρωες
εκείνη την ώρα δεν τους σκέφτηκα καθόλου, το παραδέχομαι, ούτε
καν τη δασκάλα ή την ντροπή που θα έδινα στη μάνα μου, και έτσι χωρίς
δεύτερη σκέψη όρμισα για να αποσπάσω
το πολύτιμο λάφυρο, γιατί ως τέτοιο
μάλλον το έβλεπα, από τα χέρια του Θανάση
που το σήκωνε ήδη καμαρωτός. Γράπωσα το
κοντάρι της σημαίας ταμπέλας και σήματος,
όλα αυτά μαζί ήταν το αντικείμενο του
πόθου μου, και το τράβηξα απότομα,
έκπληξη, ο Θανάσης δεν υποχώρησε αλλά
γραπώθηκε κι αυτός από το ξύλο και
τραβούσε γερά, για λίγη ώρα χελιδονάκια
φτεροκοπούσαν σπασμωδικά στο πράσινο
φόντο που τραντάζονταν, η σημαία του σχολείου πήγαινε
κι ερχόταν μπροστά από τα προσφυγικά με τα ασπρισμένα λόγω της ημέρας πεζοδρόμια, κάποιοι ήδη γελούσαν. Κανείς δεν
υποχωρούσε, νομίζω δεν φωνάζαμε καν,
αλλά τραβούσαμε την ταμπέλα μας με όλη
τη δύναμη μας σφίγγοντας τα δόντια, ποιος
ξέρει τι σόι Ιλιάδα είχαμε ακόμα να παίξουμε,
ώσπου όρμησε η δασκάλα και χάλασε τη σκηνή, η σημαία σηκώθηκε σε
ύψος που δεν φτάναμε, και δόθηκε η σολομώντεια λύση, στο ΟΧΙ
ο Θανάσης, και στο ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ο Κώστας.
Δεν με ικανοποιούσε
αφού θα χρειαζόταν να περιμένω για κάτι
που δεν ήξερα τι ήταν και πότε ήταν, αλλά
δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, αλλά και
δεν υπήρχε πια χρόνος, ήταν η σειρά
μας, χώσαμε τα πουκάμισα μέσα στα
πανταλόνια, μας χτένισαν τις φράντζες,
και ξεκινήσαμε αναψοκοκκινισμένοι προς τον ήχο από τα
τούμπανα.
*Στη φωτογραφία είμαστε
όλοι μαζί στην αυλή του σχολείου λίγο
πριν ξεκινήσουμε για την παρέλαση και
την διελκυστίνδα της σημαίας, εγώ είμαι
στην κούνια με το ανοιχτό σακάκι,
δίπλα μου ο Καλιγέρης, και πίσω
μισοκρυμμένος ο ξανθός Θανάσης κάτω
από μια μουσμουλιά,
άλλους δεν θυμάμαι.
Ο Θανάσης έγινε ο πρώτος
μου φίλος, κάλαντα και σαχλαμάρες, κάθε σχολείο μέχρι και το λύκειο μαζί
το πήγαμε, αλλά και μετά κάναμε
παρέα, φτιάχναμε ταινιάκια με μια μηχανή
σούπερ8, παίζαμε μπιλιάρδο και πόκερ, ίσως η πράσινη τσόχα
ανακαλούσε κάποια οικειότητα παλιά όσο τα σακάκια εκείνης της παρέλασης,
ξενυχτούσαμε συζητώντας για λογοτεχνία ή εξερευνούσαμε τα μπαρ στην Πλάκα και στα Εξάρχεια,
ακούγαμε λαικά, σχεδιάζαμε περιοδικά, αργότερα κατά την ενηλικίωση σιγά σιγά χαθήκαμε. Τον αποχαιρέτησα πολύ νωρίς, μια σκληρή
μέρα της φετινής άνοιξης.
Δεν ξέρω πως να
τελειώσω αυτό το σημείωμα, θα το προσπαθήσω
με μια τεχνική έκθεση, να αναπαραστήσω
εκείνη την επίμαχη σημαία, σήμερα,
υπολογίζω πως ήταν κατασκευασμένη από
κόντρα πλακέ, ένα παραλληλόγραμμο περίπου 60Χ50 εκατοστά, βαμμένο με πράσινη λαδομπογιά, και
ήταν καρφωμένη πάνω σε κοντάρι ύψους
περ. 120 εκ, επίσης, πράσινα βαμμένο, πάνω
σε κάθε πλευρά αυτής της ατσαλάκωτης
σημαίας υπήρχε ένα ζωγραφισμένο
χελιδονάκι, μαύρο με έντονη διχαλωτή
ουρά και άσπρη κοιλιά σε στάση (οξύμωρο)
πτήσης, από κάτω ή από πάνω θα σας γελάσω
έφερε την επιγραφή Τ Α Χ Ε Λ Ι Δ Ο Ν Α Κ Ι Α
σε χαλαρή καμπύλη διάταξη.
Αυτή ήταν η μοναδική
σημαία για την οποία πολέμησα.