Γεννήθηκε
χρεωμένος με τριανταέξ ραβδισμούς, εν ονόματι της ελευθερίας
Νούμερο άνευ σημασίας εφόσον άρπαξε πολλούς περισσότερους
Νούμερο άνευ σημασίας εφόσον άρπαξε πολλούς περισσότερους
Σπάζει τη γη ο μήνας άγουρος και βιαστικός, έτσι
ορίζει
τις απώλειες κι αδιαφορεί για όσοι ήσουν πριν
Ας μην
είχε τα άνθη της νεραντζιάς και θα
λογαριαζόσασταν
Τα 'χει
όμως· κι από πάνω έχει τα πιατίνια και
τα τούμπανα
Κι ένα
λευκό ράσο με γαλάζια γαζιά ίδια με εκείνα που αδίκως σιδέρωσε η μάνα σου
Καλύτερα
ας έσπαζε και το μπαούλο που τα 'χε φυλαγμένα
όλα αυτά,
Βρέθηκε άδειο από πάνω ως κάτω, λες που το 'ξερε και το κράταγε κλειστό
Σκότωμα
ήθελε, κάθε Απρίλης σκότωμα θέλει, αλλά ποιος να το
κάνει, τότε
αυτός πάντως όχι, είχε εξημερωθεί μικρός, η οργή του άβουλη χτυπούσε ανάποδα
Είδος
προς εξαφάνιση, από εκείνα που μισούν την προδοσία αλλά ερωτεύονται
Στάζει
ήσυχα η άνοιξη, ζεστό αίμα σαν απ' το
χέρι τ' οργισμένου Καραβάτζιο
Παρ όλες
τις σκοπιές της μέρας, τη νύχτα έρχονται
οι αιφνιδιασμοί, οσμή
Περνάει
αδιάφορα κάτω από κρεμασμένους,
αποφεύγει τις φωτιές
Κυλάει
γοργά χωρίς να αφήνει ίχνη στους τοίχους
και στα έπιπλα
Τότε που χάθηκε η στέγη, μέχρι να πουν
ΑΠΡΙ είχε παρέλθει το ΛΗΣ
κι
ήρθε το ΩΜΕΓΑ και χτύπησε τρεις φορές
σαν αυλαία
Πουλήθηκαν
τα ξύλα προ τριμήνου, αλλά δεν έφτασαν̇
απέλπιδα η ψυχή
Μόλις
πέρασε ο χειμώνας τα κατάλαβαν, κανένα
κέρδος κι η ζημία ολάκερη
Οι
μισοί εγκαταλειμμένοι εγκατέλειψαν,
έσβησαν τις λάμπες τους
Τρία φου
και πέθαναν. Έξω είχε ήλιο αλλά δεν έβλεπαν πια
Άστεγα
πρησμένα σώματα που περίμεναν στη σειρά
τους για μια αιτία, οποιαδήποτε
Εκ της
νόσου της πείνης, έγραψε ο γραφέας, κι ο μάρτυρας
βεβαίωσε, και τα λοιπά
Γι'
αυτά τα λοιπά, λοιπόν, ξυλεύτηκε το
δάσος, πελεκίστηκαν τα ξύλα
Ρίχτηκαν
στο νερό καράβια, γίνηκαν εμπόρια, και
ονειρεύτηκαν οι άνθρωποι
Υπογράφηκαν
χρεώγραφα, χτίστηκαν και μετά χαλάστηκαν
χωριά, και χωριά
Λεηλατήθηκαν
τα υπάρχοντα, τα εμπορεύματα μοιράστηκαν
ως αντίδωρα των φόνων
Έσκυψες
να την μυρίσεις, κι έμεινες καιρό
σε στάση παράκλησης καθώς ήθελες
Ηδονή γεύτηκες, κι
έκλεισες τα μάτια σαν άκουσες τον τριγμό,
ή έτσι σου φάνηκε
Όταν
μπορείς να αφουγκραστείς το έξω και το
μέσα, δεν παρεξηγείς λένε
Αδιάσπαστα
κύματα ολοένα έρχονται και τραντάζουν το σώμα σου
Κάτι σα
να 'χεις δει, σαν κάτι να 'χεις ακούσει,
το φάσμα όλων τους είναι εκεί
Περιμένει
η άνοιξη να την αρπάξεις, δεν το είπες,
και πέρασαν πολλές
Διστάζεις, αν την
γονιμοποιήσεις, θα αποξεχαστεί, θα
μείνει μια νύχτα
Ήταν
μια οποιαδήποτε νύχτα αλλά την περάσαν
μαζί κι αυτό έφτανε
Μετά
μιαν άλλη, μετά μιαν άλλη, ολόκληρη εποχή
ξοδεύτηκε
Πέρασαν
οι αναγκαίοι μήνες, στο σύνολο τριανταέξ
και τίποτα κακό δεν φάνηκε
Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος, ολοφάνερα ανέτοιμοι τους πρόφταιναν όλα
Ούτε
ρώτησε να μάθει, κανείς καρπός δεν ρωτά,
να σωθεί μόνο, καρπίζει
Πέφτει
στο τηγάνι και καβουρντίζεται, μυρίζει
ο τόπος, κι αυτό είν΄όλο
Κι ήταν τα λουλούδια της λεμονιάς στην μπροστινή αυλή η τελευταία εικόνα.
Γύρισε, κρύωνε μαζευόταν, ακόμα κράταγε ο καιρός, να φτάσει που
Έσκυβε να μην βλέπει το κενό από πάνω, κι έκανε μια τρυφερή καμπούρα
Έσκυβε να μην βλέπει το κενό από πάνω, κι έκανε μια τρυφερή καμπούρα
Θυμόταν
τα πάντα εκείνη η καμπούρα, πρώτα τον βούρδουλα κι ύστερα τα καρφιά
έκλαιγες
για να μην πεις τα παρακάτω...
Που
να βρεθεί γόνιμη γη για να την σπάσει
τότε, ούτε νερό τότε, ούτε σταγόνα
Τα
σπάργανα πετάχτηκαν άλλωστε, πετάχτηκαν
και τα παιδιά με τα νερά, έτσι λένε.
Έπιασε
ένα δωμάτιο, έβαλε μια ραπτομηχανή,
κλείστηκε, έφτιαχνε καφέ και τσιγάρο
κι
έπιασε να γαζώνει τα κομμάτια του, με
γερή κλωστή πεταλούδα
Ένα
γαζί από θηλιές για κάθε ζωή που έσπρωχνε
μέσα του, αδιαχώρητο
Κι
έσφιγγε, κι έσφιγγε το στόμα όταν γάζωνε,
να μη ξεφύγει τίποτα.
Αργότερα ακούστηκαν γέλια,
στα προσφυγικά, στα γιαπιά, η πόλη ομόρφαινε
Οι άνθρωποι πολλαπλασιάστηκαν πάλι, τα γέλια γέμιζαν πλατείες,εκτός
Οι άνθρωποι πολλαπλασιάστηκαν πάλι, τα γέλια γέμιζαν πλατείες,εκτός
Σε μέρη
σκιερά, βαθιά είχαν κρυφτεί οι φόβοι
κι οι μετρημένοι κόμποι του αίματος
Ένα απόγεμα οι καπετάνιοι πάγωσαν σαν είδαν τη μαύρη γραμμή στον ορίζοντα
Κακός οιωνός, έρχεται, έσκυψε και ψιθύρισε ο πρόγονος σου, κανείς
Κακός οιωνός, έρχεται, έσκυψε και ψιθύρισε ο πρόγονος σου, κανείς
Δεν
τολμά χωρίς βάρκα να ανοιχτεί
για εκδίκηση, ούτε γυρίζει πίσω, δεν γύρισε
Από το όριο, εκεί που τελειώνει το κρασί κρυφά και λαίμαργα, σαν να μην έχει άλλο.
(Σώτος Δασκαλόπουλος)
Κώστας Μπομπός. Το Πορτραίτο του πατέρα, λάδι σε πανί, 120Χ120 εκ.