04 October 2016

Βρες αν μπορείς

Βρες αν μπορείς τη πολυτιμότητα της νοσταλγίας του Οκτώβρη, μια πλεχτή γέφυρα που ενώνει τη ζωή και τη μνήμη της, τις - οιωνεί απειλή - αφηγήσεις του πατέρα, στο μετέπειτα γεμάτο Κυριακάτικο τραπέζι, για εκείνες τις ελλείψεις του πιο εφιαλτικού χειμώνα της Ελλάδας που του στέρησε τους γονείς, ή αργότερα στα ασφαλή και φρεσκολουσμένα Σαββατόβραδα μπροστά στη τηλεόραση του 1970, με τους δυο μεγάλους ηθοποιούς να ερμηνεύουν βιωμένους ρόλους.
Ιδιαίτερα αγαπώ το βαλσάκι που έγραψε ο Γιώργος Οικονομίδης το 1941 και τραγούδησε η Μόλλυ Νίτσα, αλλά που το έμαθα από τον Παναγή και τον Ανέστη στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη "Ψηλά τα χέρια Χίτλερ" του 1962.
Κάπως έτσι καταλάβαμε, εγκαίρως, από πια μεριά του κόσμου ξεφυτρώσαμε.
Ή όπως έγραψε, καλύτερα, ο Κούντερα: η νοσταλγία δεν είναι για το ίδιο το, πολλές φορές πικρό, παρελθόν, αλλά για τη μοναδική ύπαρξη μας σε αυτό.



06 September 2016

[συσκότιση]

Έγινε συσκότιση
Χάθηκαν τα πρώτα σπίτια μαζί με τους γείτονες
Οι πύργοι, τα καμπαναριά, ολόκληρη η πόλη
Τέλος, οι λόφοι και τ΄ απόμακρα βουνά
Σβήστηκε κι ο ήχος των ανθρώπων
Οι προβολείς των αυτοκινήτων φώτιζαν στα κουτουρού
Νευρόσπαστες κλωστές, μπερδεμένες
Μόνο το φεγγάρι ξεχάστηκε ψηλά
Ξάπλωνε αναίσθητα στη νύχτα
Το ψυγείο των παγωτών έλαμψε μια στιγμή
Φανέρωσε κι αμέσως εξαφάνισε ένα περίπτερο
Η δέσμη έστριψε γι΄ αλλού.

Σώτος Δασκαλόπυλος, 2016

Γαλατάς, Istanbul, φωτογραφία Κώστας Μπομπός 

31 July 2016

[το ποτάμι]

Μεταξύ του έτσι και του αλλιώς
ο χρόνος στερεώνει όχθες
μα το ποτάμι κατεβαίνει στη θάλασσα

Σώτος Δασκαλόπουλος

φωτογραφία Ferdinando Scianna

01 March 2016

[Λέξεις]

Όταν το φως σκληραίνει κατοικώ τις σκιές,
με σφιγμένο στόμα,
να μην ξεφύγει, λένε, το γέλιο που σκοτώνει
αν βρει σαν έρωτας στα μάτια,
σπρώχνω σκυμμένος το λαμαρινένιο καρότσι μου,
στο δρόμο σας, γδέρνω τους τοίχους, και βρίσκω
μαζεύω τις άχρηστες λέξεις σας,
εκείνες που πετάτε από τ΄ ανοιχτά παράθυρα,
τις σπασμένες στους καυγάδες, τις ασήκωτες,
κι όσες γλιστρούν άηχες, τις νύχτες,
από σακούλες σκουπιδιών, που σκίζουν τα γατιά.
Είναι, τότε, χαμένες, ασυνάρτητες,
μα τις καθησυχάζω,
τις βγάζω από την πόλη, τους δείχνω το ποτάμι,
εκεί, με χάδια τις πνίγω.
Ήσυχα πως γίνονται μαύρα σφουγγάρια!
Αν όμως ταιριάξουν μεταξύ τους, τις συμπονώ
τις ρίχνω στο γκρεμό, να παίξουν την ηχώ.
Όμως εκείνες, ελεύθερες, πλανάρουν
ακατάληπτες, στον αέρα, ζυγίζονται,
πάνε να βγουν επάνω, σκίζουν το κενό, σαΐτες
σκαλώνουν τελικά στα απέναντι κλαδιά, εκεί
πολλαπλασιάζονται με άλλες σημασίες, ξένες,
αλλάζουν, μα κάποτε τυχαία επιστρέφουν,
αγνώριμες, ελαφριές, κι ανίσκιωτες.
Πιάνουμε τότε, πάλι, τις συστάσεις,
να βρουν μια νέα θέση,
σε μια σειρά, στην τάξη του κόσμου
για να μην χώνονται ακάλεστες στα λεξικά.
Να μην τρυπώνουν στους ύπνους σας,
όταν παραμιλάτε, άθελα σας.

(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2016)

Το γραφείο του Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Κάπρι

01 February 2016

[έλαμψε]

Επέστρεφα, ένα πλοίο έλαμψε στον ήλιο, μακριά
έβρεξα τα πόδια μου, δίχως να με δει κανείς.

(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2016)


φωτογραφία Κώστας Μπομπός