Όταν
το φως σκληραίνει κατοικώ τις σκιές,
με
σφιγμένο στόμα,
να μην
ξεφύγει, λένε, το γέλιο που σκοτώνει
αν βρει
σαν έρωτας στα μάτια,
σπρώχνω
σκυμμένος το λαμαρινένιο καρότσι μου,
στο
δρόμο σας, γδέρνω τους τοίχους, και
βρίσκω
μαζεύω
τις άχρηστες λέξεις σας,
εκείνες
που πετάτε από τ΄ ανοιχτά παράθυρα,
τις
σπασμένες στους καυγάδες, τις ασήκωτες,
κι όσες γλιστρούν άηχες, τις νύχτες,
από
σακούλες σκουπιδιών, που σκίζουν τα
γατιά.
Είναι,
τότε, χαμένες, ασυνάρτητες,
μα τις
καθησυχάζω,
τις
βγάζω από την πόλη, τους δείχνω το ποτάμι,
εκεί,
με χάδια τις πνίγω.
Ήσυχα
πως γίνονται μαύρα σφουγγάρια!
Αν όμως
ταιριάξουν μεταξύ τους, τις συμπονώ
τις
ρίχνω στο γκρεμό, να παίξουν την ηχώ.
Όμως
εκείνες, ελεύθερες, πλανάρουν
ακατάληπτες,
στον αέρα, ζυγίζονται,
πάνε να
βγουν επάνω, σκίζουν το κενό, σαΐτες
σκαλώνουν
τελικά στα απέναντι κλαδιά, εκεί
πολλαπλασιάζονται
με άλλες σημασίες, ξένες,
αλλάζουν,
μα κάποτε τυχαία επιστρέφουν,
αγνώριμες,
ελαφριές, κι ανίσκιωτες.
Πιάνουμε
τότε, πάλι, τις συστάσεις,
να βρουν
μια νέα θέση,
σε μια
σειρά, στην τάξη του κόσμου
για να
μην χώνονται ακάλεστες στα λεξικά.
Να μην
τρυπώνουν στους ύπνους σας,
όταν
παραμιλάτε, άθελα σας.
(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2016)
Το γραφείο του Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Κάπρι