Μια συζήτηση του Κωνσταντίνου Μπομπού με τον Χρήστο Σιψή για τον ΝΕΟ ΤΥΠΟ της ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ (Κυριακή1/2/2009)Κώστα, τι είναι για σένα η ζωγραφική;
Η ζωγραφική πρώτα από όλα είναι επιθυμία, η επιθυμία του βλέμματος. Διπλή επιθυμία: από τη μία θέλω να δω και να θυμηθώ για να γίνω μέρος του κόσμου, σκέφτομαι με το βλέμμα, και από την άλλη θέλω να φτιάξω νέες εικόνες που θα ενταχθούν και θα πλουτίσουν το αίνιγμα του κόσμου. Η ζωγραφική είναι μια σύνθετη δουλειά, διανοητική και χειρονακτική ταυτόχρονα.
Σήμερα κατακλυζόμαστε από εικόνες και η -βάρβαρη κατά το μάλλον ή ήττον- πολυχρωμία έχει διεισδύσει παντού. Ποιος ο ρόλος της ζωγραφικής στον κόσμο αυτό; Έχει κάτι το ιδιαίτερο να πει ή να κάνει ; Μπορεί κάτι διαφορετικό – έως και μοναδικό ή/ και απρόσμενο- να προσφέρει στην κατανόηση του περίπλοκου σημερινού κόσμου ή αποτελεί απλώς άλλη μια εκδοχή (εικονοποιίας ή ) κατανάλωσης;
Είναι αλήθεια πως κατακλυζόμαστε από εικόνες, και πως οι περισσότερες είναι άσχετες με ότι είμαστε και ότι θέλουμε. Το χειρότερο είναι ο συνδυασμός της τεράστιας ποσότητας μέτριων έργων και του επιθετικού τρόπου που αυτά μας κατακτούν. Η αλληλουχία των εικόνων στην οθόνη της τηλεόρασης λόγω της συχνότητας εκπομπής και προβολής δεν επιτρέπει ούτε την διάκριση ούτε την αξιολόγηση της εικόνας και του νοήματος της. Το 1909 υπήρχαν στη διάθεση των ζωγράφων πάνω από 1000 αποχρώσεις, ενώ 2009 είναι δεν είναι 100, διότι οι πολυεθνικές έκλεισαν τα μικρά ορυχεία που έβγαζαν ιδιαίτερες αποχρώσεις και συγκέντρωσαν την παραγωγή σε ελάχιστα μεγάλα. Αυτό σημαίνει ότι φτωχύναμε, χάσαμε αυτές τις 900 ποιότητες και δεν θα μπορέσουμε να τις ξαναδούμε κι ας υπάρχουν εκατομμύρια χρώματα στην οθόνη του υπολογιστή μας, ούτε ένα δεν στέκεται τόσο όσο χρειαζόμαστε για να του δώσουμε ένα όνομα.
Έχει όμως μέλλον η ζωγραφική ή θα υποκατασταθεί από τις εικόνες που παράγουν με όλο και μεγαλύτερη ευκολία η φωτογραφική μηχανή και ο υπολογιστής;
Η ιστορία μας φανερώνει πως η ζωγραφική, λόγω της αναλυτικής και συνθετικής φύσης της, μπορεί να συγκροτεί την εικόνα του κόσμου ικανότερα, ίσως, από κάθε άλλο μέσον. Η ζωγραφική στην post-modern-plus εποχή μας, όπου δεν μπορεί φυσικά να ανταγωνιστεί τις νέες τεχνολογίες στην ταχύτητα δημιουργίας και διάδοσης της εικόνας- έχει το πλεονέκτημα να μένει εκτός της μέριμνας του - ελεγχόμενου από μεγάλα μουσεία και εταιρίες πληροφορικής- cultural management και να γίνεται ελκυστικότερη για όλο και περισσότερους καλλιτέχνες που θέλουν να στέκονται κριτικά απέναντι στο κυρίαρχο περιβάλλον της σύγχρονης τέχνης και να επανακτήσει ο δημιουργός την ελευθερία της σκέψης και δράσης του.
Πως «ήρθες» στη ζωγραφική; Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με τη συγκεκριμένη «αναπαραστατική» τέχνη; Τι σε γοήτευσε / γοητεύει σ’ αυτή; Ποια η αποσκευή σου; Ποιοι δάσκαλοι επηρέασαν την πορεία σου;
Ζωγραφίζω από παιδί και 20 χρόνια επαγγελματικά αλλά δεν ξέρω αν έχω «έρθει» ακόμα στη ζωγραφική. Ο καθένας μας βάζει ένα μέτρο και προσπαθεί να το φτάσει, δεν είναι εύκολο πράγμα η ζωγραφική. Πολλοί λένε πως πρέπει μόνο να εκφράσεις τον εαυτό σου, ότι αυτό αρκεί. Η ζωγραφική όμως δεν εφευρέθηκε από εμάς, δεν έχει γούστο έτσι, υπάρχει η ιστορία, επιθυμώ να ‘αναμετρηθώ’ με ζωγράφους που κατά καιρούς αγαπώ και μελετώ. Πάντα υπήρχε ένας διάλογος μεταξύ καλλιτεχνών και εποχών. Κυρίως όμως μελετώ την καθημερινότητα, τους ανθρώπους. Υπάρχουν όλα τα έργα εκεί, η μοναξιά, η λύπη , η επιθυμία, όλες οι ιστορίες.
Γιατί παραστατική ζωγραφική; Η ζωγραφική σου στρέφεται προς την απεικόνιση είτε της ανθρώπινης μορφής, είτε αντικείμενων κατασκευασμένων από τον άνθρωπο, είτε «σχέσεων» και «καταστάσεων». Θα έλεγα μάλιστα ότι με διάφορες επιλογές που συνιστούν μια ολόκληρη στρατηγική, δίνεις στο εικαστικό ιδίωμά σου ένα «αφηγηματικό» ή / και θεατρικό χαρακτήρα (ενώ αντίθετα η περιγραφή απουσιάζει - πχ το τοπίο ή γενικότερα το «αχειροποίητο»).
Η πόλη και οι άνθρωποί της είναι το πεδίο παρατήρησης μου. Οι άνθρωποι ακόμα και οι πιο μόνοι έχουν σχέσεις με άλλους ανθρώπους, με πράγματα, ανταλλάσουν σκέψεις και επιθυμίες. Οι άνθρωποι είναι οι σχέσεις τους και αφού τις αποσπάσω από το άμεσο περιβάλλον τους αυτό που κάνω είναι να οργανώσω μια μεταφορά, να ζωγραφίσω το έργο. Την εικόνα όμως θα τη πλάσει τελικά θεατής όπως θέλει, κι αυτό μ’ αρέσει. Αρκεί να του αφήσεις το χώρο να το κάνει. Δεν είναι καμιά καινούργια διαπίστωση αυτή, όλη η τέχνη πάνω σε αυτά δουλεύει, αλλά ο κάθε καλλιτέχνης χρειάζεται μια προσωπική στρατηγική γι αυτό και αυτή όσο απλή φαίνεται άλλο τόσο πολύπλοκη καταγωγή έχει. Ξέρετε, μου πήρε χρόνο να αντιληφθώ πόσο εύκολα μας μεταφέρονται τα κλισέ που χειραγωγούν το μυαλό μας, π.χ. πριν 20 χρόνια ήταν το αφηρημένη εναντίον παραστατικής, ή σήμερα, σύγχρονη τέχνη κόντρα σε παλιομοδίτικη ζωγραφική. Ανοησίες! κι ας καταλαβαίνουμε πως κάποιοι βγάζουν το ψωμί τους από την διαχείριση τους! Το θέμα είναι να είμαστε σε σχέση με τη ζωή μας. Από εκεί και πέρα ο καθένας επιλέγει τους τρόπους που θα τον κάνουν πιο εύγλωττο. Κι εγώ έχω κάνει την επιλογή της ζωγραφικής αφήγησης κι από εκεί και πέρα το έργο είναι που με καθοδηγεί να προσθέσω ή να αφαιρέσω κάτι, έτσι που τελικά να ζήσει τη δική του ζωή, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, η αυτονομία του έργου. Μόνο έτσι η τέχνη ξεπερνά του φυσικούς περιορισμούς μεταξύ δημιουργού και θεατών.
Ποιο ρόλο παίζει η μνήμη στο έργο σου; Αν και τέχνη του χώρου η ζωγραφική, στη δική σου περίπτωση γίνεται τέχνη του χρόνου. Αποκτά δηλαδή ένα αφηγηματικό χαρακτήρα. – ιδίως στα έργα της περιόδου των παιχνιδιών έχουν ένα (πρόδηλο) «ιστορικό» χαρακτήρα- . Μπορούμε να πούμε ότι το έργο σου αποτελεί αποτύπωση αναμνήσεων, ότι είναι , κατά κάποιον τρόπο, «φωτογραφίες μνήμης» ή μήπως είναι κάτι πιο περίπλοκο παρά την φαινομενική «αφέλειά» του (ας πούμε, για παράδειγμα, και μία μελέτη του μηχανισμού της μνήμης αυτής καθαυτής);
Η μνήμη που έχει σημασία δεν είναι τόσο του ζωγράφου, που όντως είναι αναγκαία, όσο του θεατή, αυτήν είναι που πρέπει να ενεργοποιηθεί από το έργο. Ξέρετε, το έργο πιο πολύ παίρνει από τον θεατή πάρα του δίνει, ή αν θέλετε του δίνει την αφορμή να δημιουργήσει την δική του εκδοχή της ιστορίας. Δηλαδή, με την τέχνη δεν τελειώνεις ποτέ, γι αυτό κάθε εξουσία θέλει να ελέγξει την ερμηνεία της και την αρχειοθετεί σε πινακοθήκες.
Ο χρόνος είναι αυτό που με απασχολεί περισσότερο από όλα, ιδίως η σύμπτυξη του. Αυτή είναι η αποστολή του χρώματος και της σύνθεσης να μαζέψει και να κρατήσει σε μια εικόνα όλο τον χρόνο των ανθρώπων, να μην γίνει στιγμιότυπο.
Ποιο είναι το έναυσμα, τι σε παρακινεί να ζωγραφίσεις; Περίγραψέ μας την πορεία προς ένα έργο και στη συνέχεια τη φάση της υλοποίησής του. Σχηματίζεται η εικόνα του θέματος -με μεγαλύτερη ή μικρότερη ενάργεια/σαφήνεια- μέσα σου πριν να αρχίσεις να οργανώνεις τη δουλειά σου ή ξεκινάς ψάχνοντας; Είναι εξερεύνηση ή υλοποίηση ιδέας η ζωγραφική πράξη σου;
Το τελευταίο έργο είναι αυτό με τον λύκο. Αρχικά ήταν ένα τοπίο με δέντρο σε πρώτο πλάνο. Ως τοπίο καλό ήταν, αλλά για κάποιο λόγο δεν με ικανοποιούσε. Παράλληλα δούλευα πάνω στις γυναίκες με τα κόκκινα, όπου το προς θέαση τοπίο εξαφανίζεται όταν δεν το κοιτούν και γίνονται οι ίδιες μαζί με το viewscope η θέα. Χρειαζόμουν, λοιπόν, τον άνθρωπο που θα φανερώσει το τοπίο και έτσι ζωγράφισα το αγόρι που κάθεται στο κλαδί του δέντρου κοιτώντας δεξιά του ώστε να ανοίξει τον χώρο και για τον θεατή. Ήταν εντάξει.
Όταν όμως ξέσπασε όλη αυτή η βία μετά από τον φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τους φόνους των παιδιών της Γάζας από το Ισραήλ, αισθανόμουν ότι έπρεπε να υπάρχει στην έκθεση ένα τουλάχιστον έργο που να μιλά για τη βία κατά των παιδιών. Έγινε η εμμονή μου, μα όλες οι προσπάθειες μου φαίνονταν είτε λίγες είτε υπερβολικά άμεσες, έτσι κι αλλιώς δεν έκανα ρεπορτάζ , έψαχνα κάτι πιο συμπυκνωμένο, ένα απόσταγμα. Παρατηρούσα, διάβαζα, σχεδίαζα και τότε έπεσα πάνω στα παραμύθια του Περώ. Εκεί υπάρχει καταγεγραμμένη σε αφάνταστο βαθμό αυτή η βία και μάλιστα σε πασίγνωστα παραμύθια. Από εκεί κατάγεται ο λύκος με όλους τους συμβολισμούς που κουβαλά και με φανερό τον εκ των υστέρων τρόπο ζωγραφικής του στο έργο. Πιστεύω μάλιστα πως αυτή η τρίτη εκδοχή του έργου είναι η καλύτερη.
Η σχέση σου με τους φοιτητές και το διδακτικό σου έργο μετέβαλαν τη στάση σου απέναντι στη ζωγραφική; Επηρέασαν τη θεματολογία σου, την τεχνική σου ή το ύφος σου; Διδάσκοντας άλλαξες ως ζωγράφος και γιατί;
Έχω καλή επιρροή από τη σχέση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής κι αυτό είναι φυσικό. Έτσι κι αλλιώς, οι νέοι άνθρωποι φέρνουν πάντα μια φρέσκια ματιά. Αυτό που είδα σε αυτή την έκθεση όμως είναι το πόσο ώριμη είναι η ματιά τους, άκουσα συνταρακτικά πράγματα από νέους θεατές, που έρχονται σε άμεση επαφή με τη τέχνη χωρίς στερεοτυπικές αναστολές. Όσο για μένα, είναι φανερό πως άλλαξα δουλεύοντας -όποιος δουλεύει αλλάζει- και ελπίζω να συνεχίσω να αλλάζω, να ονειρεύομαι και να το μοιράζομαι.
Η ζωγραφική πρώτα από όλα είναι επιθυμία, η επιθυμία του βλέμματος. Διπλή επιθυμία: από τη μία θέλω να δω και να θυμηθώ για να γίνω μέρος του κόσμου, σκέφτομαι με το βλέμμα, και από την άλλη θέλω να φτιάξω νέες εικόνες που θα ενταχθούν και θα πλουτίσουν το αίνιγμα του κόσμου. Η ζωγραφική είναι μια σύνθετη δουλειά, διανοητική και χειρονακτική ταυτόχρονα.
Σήμερα κατακλυζόμαστε από εικόνες και η -βάρβαρη κατά το μάλλον ή ήττον- πολυχρωμία έχει διεισδύσει παντού. Ποιος ο ρόλος της ζωγραφικής στον κόσμο αυτό; Έχει κάτι το ιδιαίτερο να πει ή να κάνει ; Μπορεί κάτι διαφορετικό – έως και μοναδικό ή/ και απρόσμενο- να προσφέρει στην κατανόηση του περίπλοκου σημερινού κόσμου ή αποτελεί απλώς άλλη μια εκδοχή (εικονοποιίας ή ) κατανάλωσης;
Είναι αλήθεια πως κατακλυζόμαστε από εικόνες, και πως οι περισσότερες είναι άσχετες με ότι είμαστε και ότι θέλουμε. Το χειρότερο είναι ο συνδυασμός της τεράστιας ποσότητας μέτριων έργων και του επιθετικού τρόπου που αυτά μας κατακτούν. Η αλληλουχία των εικόνων στην οθόνη της τηλεόρασης λόγω της συχνότητας εκπομπής και προβολής δεν επιτρέπει ούτε την διάκριση ούτε την αξιολόγηση της εικόνας και του νοήματος της. Το 1909 υπήρχαν στη διάθεση των ζωγράφων πάνω από 1000 αποχρώσεις, ενώ 2009 είναι δεν είναι 100, διότι οι πολυεθνικές έκλεισαν τα μικρά ορυχεία που έβγαζαν ιδιαίτερες αποχρώσεις και συγκέντρωσαν την παραγωγή σε ελάχιστα μεγάλα. Αυτό σημαίνει ότι φτωχύναμε, χάσαμε αυτές τις 900 ποιότητες και δεν θα μπορέσουμε να τις ξαναδούμε κι ας υπάρχουν εκατομμύρια χρώματα στην οθόνη του υπολογιστή μας, ούτε ένα δεν στέκεται τόσο όσο χρειαζόμαστε για να του δώσουμε ένα όνομα.
Έχει όμως μέλλον η ζωγραφική ή θα υποκατασταθεί από τις εικόνες που παράγουν με όλο και μεγαλύτερη ευκολία η φωτογραφική μηχανή και ο υπολογιστής;
Η ιστορία μας φανερώνει πως η ζωγραφική, λόγω της αναλυτικής και συνθετικής φύσης της, μπορεί να συγκροτεί την εικόνα του κόσμου ικανότερα, ίσως, από κάθε άλλο μέσον. Η ζωγραφική στην post-modern-plus εποχή μας, όπου δεν μπορεί φυσικά να ανταγωνιστεί τις νέες τεχνολογίες στην ταχύτητα δημιουργίας και διάδοσης της εικόνας- έχει το πλεονέκτημα να μένει εκτός της μέριμνας του - ελεγχόμενου από μεγάλα μουσεία και εταιρίες πληροφορικής- cultural management και να γίνεται ελκυστικότερη για όλο και περισσότερους καλλιτέχνες που θέλουν να στέκονται κριτικά απέναντι στο κυρίαρχο περιβάλλον της σύγχρονης τέχνης και να επανακτήσει ο δημιουργός την ελευθερία της σκέψης και δράσης του.
Πως «ήρθες» στη ζωγραφική; Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με τη συγκεκριμένη «αναπαραστατική» τέχνη; Τι σε γοήτευσε / γοητεύει σ’ αυτή; Ποια η αποσκευή σου; Ποιοι δάσκαλοι επηρέασαν την πορεία σου;
Ζωγραφίζω από παιδί και 20 χρόνια επαγγελματικά αλλά δεν ξέρω αν έχω «έρθει» ακόμα στη ζωγραφική. Ο καθένας μας βάζει ένα μέτρο και προσπαθεί να το φτάσει, δεν είναι εύκολο πράγμα η ζωγραφική. Πολλοί λένε πως πρέπει μόνο να εκφράσεις τον εαυτό σου, ότι αυτό αρκεί. Η ζωγραφική όμως δεν εφευρέθηκε από εμάς, δεν έχει γούστο έτσι, υπάρχει η ιστορία, επιθυμώ να ‘αναμετρηθώ’ με ζωγράφους που κατά καιρούς αγαπώ και μελετώ. Πάντα υπήρχε ένας διάλογος μεταξύ καλλιτεχνών και εποχών. Κυρίως όμως μελετώ την καθημερινότητα, τους ανθρώπους. Υπάρχουν όλα τα έργα εκεί, η μοναξιά, η λύπη , η επιθυμία, όλες οι ιστορίες.
Γιατί παραστατική ζωγραφική; Η ζωγραφική σου στρέφεται προς την απεικόνιση είτε της ανθρώπινης μορφής, είτε αντικείμενων κατασκευασμένων από τον άνθρωπο, είτε «σχέσεων» και «καταστάσεων». Θα έλεγα μάλιστα ότι με διάφορες επιλογές που συνιστούν μια ολόκληρη στρατηγική, δίνεις στο εικαστικό ιδίωμά σου ένα «αφηγηματικό» ή / και θεατρικό χαρακτήρα (ενώ αντίθετα η περιγραφή απουσιάζει - πχ το τοπίο ή γενικότερα το «αχειροποίητο»).
Η πόλη και οι άνθρωποί της είναι το πεδίο παρατήρησης μου. Οι άνθρωποι ακόμα και οι πιο μόνοι έχουν σχέσεις με άλλους ανθρώπους, με πράγματα, ανταλλάσουν σκέψεις και επιθυμίες. Οι άνθρωποι είναι οι σχέσεις τους και αφού τις αποσπάσω από το άμεσο περιβάλλον τους αυτό που κάνω είναι να οργανώσω μια μεταφορά, να ζωγραφίσω το έργο. Την εικόνα όμως θα τη πλάσει τελικά θεατής όπως θέλει, κι αυτό μ’ αρέσει. Αρκεί να του αφήσεις το χώρο να το κάνει. Δεν είναι καμιά καινούργια διαπίστωση αυτή, όλη η τέχνη πάνω σε αυτά δουλεύει, αλλά ο κάθε καλλιτέχνης χρειάζεται μια προσωπική στρατηγική γι αυτό και αυτή όσο απλή φαίνεται άλλο τόσο πολύπλοκη καταγωγή έχει. Ξέρετε, μου πήρε χρόνο να αντιληφθώ πόσο εύκολα μας μεταφέρονται τα κλισέ που χειραγωγούν το μυαλό μας, π.χ. πριν 20 χρόνια ήταν το αφηρημένη εναντίον παραστατικής, ή σήμερα, σύγχρονη τέχνη κόντρα σε παλιομοδίτικη ζωγραφική. Ανοησίες! κι ας καταλαβαίνουμε πως κάποιοι βγάζουν το ψωμί τους από την διαχείριση τους! Το θέμα είναι να είμαστε σε σχέση με τη ζωή μας. Από εκεί και πέρα ο καθένας επιλέγει τους τρόπους που θα τον κάνουν πιο εύγλωττο. Κι εγώ έχω κάνει την επιλογή της ζωγραφικής αφήγησης κι από εκεί και πέρα το έργο είναι που με καθοδηγεί να προσθέσω ή να αφαιρέσω κάτι, έτσι που τελικά να ζήσει τη δική του ζωή, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, η αυτονομία του έργου. Μόνο έτσι η τέχνη ξεπερνά του φυσικούς περιορισμούς μεταξύ δημιουργού και θεατών.
Ποιο ρόλο παίζει η μνήμη στο έργο σου; Αν και τέχνη του χώρου η ζωγραφική, στη δική σου περίπτωση γίνεται τέχνη του χρόνου. Αποκτά δηλαδή ένα αφηγηματικό χαρακτήρα. – ιδίως στα έργα της περιόδου των παιχνιδιών έχουν ένα (πρόδηλο) «ιστορικό» χαρακτήρα- . Μπορούμε να πούμε ότι το έργο σου αποτελεί αποτύπωση αναμνήσεων, ότι είναι , κατά κάποιον τρόπο, «φωτογραφίες μνήμης» ή μήπως είναι κάτι πιο περίπλοκο παρά την φαινομενική «αφέλειά» του (ας πούμε, για παράδειγμα, και μία μελέτη του μηχανισμού της μνήμης αυτής καθαυτής);
Η μνήμη που έχει σημασία δεν είναι τόσο του ζωγράφου, που όντως είναι αναγκαία, όσο του θεατή, αυτήν είναι που πρέπει να ενεργοποιηθεί από το έργο. Ξέρετε, το έργο πιο πολύ παίρνει από τον θεατή πάρα του δίνει, ή αν θέλετε του δίνει την αφορμή να δημιουργήσει την δική του εκδοχή της ιστορίας. Δηλαδή, με την τέχνη δεν τελειώνεις ποτέ, γι αυτό κάθε εξουσία θέλει να ελέγξει την ερμηνεία της και την αρχειοθετεί σε πινακοθήκες.
Ο χρόνος είναι αυτό που με απασχολεί περισσότερο από όλα, ιδίως η σύμπτυξη του. Αυτή είναι η αποστολή του χρώματος και της σύνθεσης να μαζέψει και να κρατήσει σε μια εικόνα όλο τον χρόνο των ανθρώπων, να μην γίνει στιγμιότυπο.
Ποιο είναι το έναυσμα, τι σε παρακινεί να ζωγραφίσεις; Περίγραψέ μας την πορεία προς ένα έργο και στη συνέχεια τη φάση της υλοποίησής του. Σχηματίζεται η εικόνα του θέματος -με μεγαλύτερη ή μικρότερη ενάργεια/σαφήνεια- μέσα σου πριν να αρχίσεις να οργανώνεις τη δουλειά σου ή ξεκινάς ψάχνοντας; Είναι εξερεύνηση ή υλοποίηση ιδέας η ζωγραφική πράξη σου;
Το τελευταίο έργο είναι αυτό με τον λύκο. Αρχικά ήταν ένα τοπίο με δέντρο σε πρώτο πλάνο. Ως τοπίο καλό ήταν, αλλά για κάποιο λόγο δεν με ικανοποιούσε. Παράλληλα δούλευα πάνω στις γυναίκες με τα κόκκινα, όπου το προς θέαση τοπίο εξαφανίζεται όταν δεν το κοιτούν και γίνονται οι ίδιες μαζί με το viewscope η θέα. Χρειαζόμουν, λοιπόν, τον άνθρωπο που θα φανερώσει το τοπίο και έτσι ζωγράφισα το αγόρι που κάθεται στο κλαδί του δέντρου κοιτώντας δεξιά του ώστε να ανοίξει τον χώρο και για τον θεατή. Ήταν εντάξει.
Όταν όμως ξέσπασε όλη αυτή η βία μετά από τον φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τους φόνους των παιδιών της Γάζας από το Ισραήλ, αισθανόμουν ότι έπρεπε να υπάρχει στην έκθεση ένα τουλάχιστον έργο που να μιλά για τη βία κατά των παιδιών. Έγινε η εμμονή μου, μα όλες οι προσπάθειες μου φαίνονταν είτε λίγες είτε υπερβολικά άμεσες, έτσι κι αλλιώς δεν έκανα ρεπορτάζ , έψαχνα κάτι πιο συμπυκνωμένο, ένα απόσταγμα. Παρατηρούσα, διάβαζα, σχεδίαζα και τότε έπεσα πάνω στα παραμύθια του Περώ. Εκεί υπάρχει καταγεγραμμένη σε αφάνταστο βαθμό αυτή η βία και μάλιστα σε πασίγνωστα παραμύθια. Από εκεί κατάγεται ο λύκος με όλους τους συμβολισμούς που κουβαλά και με φανερό τον εκ των υστέρων τρόπο ζωγραφικής του στο έργο. Πιστεύω μάλιστα πως αυτή η τρίτη εκδοχή του έργου είναι η καλύτερη.
Η σχέση σου με τους φοιτητές και το διδακτικό σου έργο μετέβαλαν τη στάση σου απέναντι στη ζωγραφική; Επηρέασαν τη θεματολογία σου, την τεχνική σου ή το ύφος σου; Διδάσκοντας άλλαξες ως ζωγράφος και γιατί;
Έχω καλή επιρροή από τη σχέση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής κι αυτό είναι φυσικό. Έτσι κι αλλιώς, οι νέοι άνθρωποι φέρνουν πάντα μια φρέσκια ματιά. Αυτό που είδα σε αυτή την έκθεση όμως είναι το πόσο ώριμη είναι η ματιά τους, άκουσα συνταρακτικά πράγματα από νέους θεατές, που έρχονται σε άμεση επαφή με τη τέχνη χωρίς στερεοτυπικές αναστολές. Όσο για μένα, είναι φανερό πως άλλαξα δουλεύοντας -όποιος δουλεύει αλλάζει- και ελπίζω να συνεχίσω να αλλάζω, να ονειρεύομαι και να το μοιράζομαι.
No comments:
Post a Comment