30 March 2012

Πεθαίνοντας εις τον συνήθη τόπον

οι φυλακές της Καλλιθέας που κατεδαφίστηκαν το 1963

Η Κυριακή 30 Μαρτίου του 1952 ήταν πολύ ζεστή ημέρα, μία από τις δύο-τρεις πιο ζεστές μέρες του περασμένου αιώνα για το μήνα Μάρτιο. Και ήταν 2 το πρωί, όταν καμιόνια με ισχυρή στρατιωτική και αστυνομική συνοδεία έφτασαν στην πύλη των Φυλακών Καλλιθέας, απέναντι από τον Οίκο Τυφλών, δίπλα στην εκκλησία εκεί που σήμερα βρίσκεται σχολείο. Στα κελιά της Απομόνωσης εκρατούντο, ανά δύο σε κάθε κελί, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Νίκος Kαλούμενος, ο Ηλίας Αργυριάδης, η Ελλη Ιωαννίδου (αδελφή της Διδώς Σωτηρίου, μητέρα τότε βρέφους δύο τριών μηνών, γνωστότερη με το επίθετο Παππά), ο Τάκης Λαζαρίδης, και οι ναυτεργάτες Μπάμπης Τουλιάτος και Γιώργος Χρύσης. Όλοι καταδικασθέντες σε θάνατο από το Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών με την κατηγορία της κατασκοπείας!
Η διαδικασία της εκτέλεσης άρχισε: Ο αρχιφύλακας με τη συνοδεία φυλάκων μπήκε στα κελιά της Απομόνωσης, τα άνοιγε ένα ένα και έπαιρνε αυτούς που επρόκειτο να εκτελεσθούν. Τον Μπελογιάννη, τον Μπάτση, τον Καλούμενο και τον Αργυριάδη. Αρχικά πήραν τον Τουλιάτο αντί του Αργυριάδη. Το λάθος διαπιστώθηκε λίγο αργότερα στο προαύλιο όταν ο Βασιλικός Επίτροπος του Στρατοδικείου ανακοίνωσε ποιοι πήραν χάρη και ποιοι όχι. Σε όλο αυτό το διάστημα η Ελλη Παππά κραύγαζε από το κελί της απεγνωσμένα «να πάρουν αυτήν».
Η πομπή με τα καμιόνια ξεκίνησε, ανέβηκε την λεωφόρο Θησέως, προχώρησε στο Κουκάκι, ψυχή τέτοια ώρα, προσπέρασε το σύνταγμα Μακρυγιάννη, εκεί που δόθηκαν οι σκληρότερες μάχες του Δεκέμβρη τότε που έγιναν όλα, ο σκοπός της πύλης ανησύχησε, βιάστηκε να πατήσει το τσιγάρο του με την αρβύλα και στήθηκε, ενώ τα καμιόνια έστριψαν και βγήκαν στις στήλες του Ολύμπιου Διός,  πέρασαν διαδοχικά και ανάμεσα από το Ζάππειο και το Παναθηναϊκό Στάδιο, πήραν την Β. Κωνσταντίνου και ανέβασαν ταχύτητα, λίγο μετά έστριψαν δεξιά και μέσω της οδού Μιχαλακοπούλου, ενώ από κάτω της έρεε με αντίθετη φορά ο ποταμός Ιλισός, διήνυσαν τα τελευταία από 9 χλμ της διαδρομής και έφτασαν στο Γουδί. 
Στις 4:10', νύχτα ακόμα, τους τουφέκισαν με το φως που έριχναν οι προβολείς των αυτοκινήτων «εις τον συνήθη τόπον όπισθεν του Σανατορίου ΣΩΤΗΡΙΑ», έτσι έγραψαν στα πιστοποιητικά θανάτου. (Μόνο η ώρα και η ημέρα όμως ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστες, αφού οι εκτελέσεις των ανθρώπων ήταν συνηθισμένες, και γινόταν πάντα μέσα στο πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή, ακόμα και απο τους Ναζι)!



Ο ιστορία του Δημήτρη Μπάτση που είναι λιγότερο γνωστή από εκείνη του Μπελογιάννη είναι εξ ίσου δραματική και κατά κάποιον τρόπο επίκαιρη. Ο Δημήτρης ήταν 35 χρονών, αστός, γιός ναυάρχου με νομικές και οικονομικές σπουδές και εκδότης του δεκαπενθήμερου περιοδικού "Ανταίος" για τη μελέτη των προβλημάτων της Ανοικοδόμησης. Το 1947 εκδίδει το μνημειώδες έργο του "Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα", όπου διατυπώνει τις δυνατότητες της Βαρειάς μεταλουργικής και χημικής βιομηχανίας στη χώρα, ως βασικού συντελεστή στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Στη μελέτη αυτή ο Δ. Μπάτσης αποκάλυψε την περιβόητη σύμβαση COOPER με την οποία τα λεγόμενα "στρατηγικά ορυκτά " της Ελλάδας, καθώς και ο υδάτινος πλούτος της, τίθενται υπό την "αιγίδα" ενός consortium αμερικανικών εταιρειών! Η αποκάλυψη αυτή, θεωρείται πως, τον έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο Δημήτρης Μπάτσης ήταν ένας θερμός πατριώτης που εκτελέσθηκε ως κατάσκοπος!

Η σύμβαση COOPER είναι ένα εφτασφράγιστο μυστικό των Ελληνικών Κυβερνήσεων, υπήρχε στο υπουργείο Βιομηχανίας (άγνωστο αν έχει περιέλθει τώρα στο υπουργείο Οικονομικών ή στο Ανάπτυξης) και παραδίδεται από υπουργό σε υπουργό σαν ιερό κείμενο! Με αυτήν δεσμεύονταν όλα τα "στρατηγικά ορυκτά" για 70 χρόνια (η ισχύς της  εληξε την 31η Δεκεμβρίου του 2010)! Όταν δηλαδή εμφανίστηκαν οι πληροφορίες για τα  Πετρέλαια του Ελληνικού χώρου και εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον αμερικανικών εταιρειών! 
Τότε όμως στην Αθήνα, γύρω από την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του παίχθηκε ένα σκληρό όσο και περίπλοκο πολιτικό παιχνίδι.

25 March 2012

Η Καρυάτιδα της Νάρα! (奈良のカリアティッド)


Στο τέλος του μακρύ και στενού εμπορικού δρόμου της Νάρα (奈良), μετά από τα ακριβά μαγαζιά με τα θαυμαστά μεταξωτά στις πιο φίνες γκρίζες αποχρώσεις που έχω δει, εκεί που η κίνηση αραιώνει, συνάντησα το μικρομάγαζο της. Μια ασυνέχεια ανάμεσα στις επιμελημένες προσόψεις των πιο κομψών εστιατορίων και τεϊοποτείων της πόλης, μια μόνο χαραμάδα παρελθόντος, ωστόσο αρκετή για να σκοντάψει το βλέμμα επάνω της.
Το μαγαζάκι ήταν αρχαίο, θύμιζε κάπως τα δικά μας παλιά ψιλικατζίδικα, μέσα από την φθαρμένη ξύλινη πόρτα περίμεναν παλιά παιχνίδια, ατμομηχανές, γραμμές και βαγόνια, αυτοκόλλητα χαρτάκια σε καρτέλες, μάτσα από άγνωστης χρησιμότητας χρωματιστά ξυλάκια, αυτοκινητάκια, κλειστά κουτιά με ακατανόητες επιγραφές στα ξύλινα ράφια, και πολύχρωμα πουγκιά που κρέμονταν σαν αινίγματα από το ταβάνι. Στο βάθος μια κεντητή κουρτίνα έκρυβε την αποθήκη, την τουαλέτα ή ποιος ξέρει τι. Ίσως μια κατοίκηση. Δίστασα να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή, προσπέρασα και πήγα παρακάτω, έκανε ζέστη και διψούσα, η ώρα περνούσε και φοβόμουν μήπως χάσω το τρένο της επιστροφής για την Οσάκα, αλλά τελικά γύρισα, βιαστικά, να προλάβω να πάρω το μαγαζάκι, σε λίγο θα βράδιαζε - το φως λιγοστεύει απότομα στη χώρα του Ανατέλλοντος Ήλιου. 
Η κυρία (老婦人) άφησε την ανάγνωση της εφημερίδας της, με κοίταξε ήσυχα και με προσκάλεσε με ευγενικά νεύματα. Μπήκα για λίγο, την κοίταξα, δεν σηκώθηκε για να μου πουλήσει κάτι, χωρίς λόγια αλλά κάπως συμφωνήσαμε με μια ματιά πως δεν είχα μπει γι αυτό. Δεν ρώτησα καν για κάποιο από τα παιχνίδια, ίσως φοβήθηκα πως αν πάρω κάτι θα το αποσπάσω από αυτό που δεν καταλάβαινα, ακόμα. Εκείνη έμεινε μαζεμένη στο κάθισμα της και χαμογελούσε, μιλούσε ήσυχα και μουσικά τα γιαπωνέζικα της, με περιεργαζόταν, ευχήθηκα να μην με περάσει για τουρίστα, πράγμα παράδοξο αφού αυτό ακριβώς ήμουν. Είπα αποφασιστικά περισσότερο στον εαυτό μου: μόνο μια φωτογραφία. Έγνεψε ναι! 
Μια τρύπια καρέκλα δίπλα δεν έκανε χώρο να σταθώ άλλο, την είχα δει, τι άλλο; ούτε σκέφτηκα να καταγράψω τη μελωδική φωνή της. Ανταλλάξαμε ευχές, ο καθένας στη γλώσσα του, και βγήκα, κλικ, υποκλίθηκα, (arigato)
Στο τρένο ξανακοίταξα τις φωτογραφίες που είχα πάρει, και μόνο τότε τις πρόσεξα, χαμηλά στη γωνία αριστερά, υπήρχαν τέσσερις Καρυάτιδες. 



06 March 2012

Αστικές μνήμες: Η μάχη της Κοκκινιάς (4-8 Μαρτίου 1944)

Στις αρχές του 1944 η Κοκκινιά ήταν απροσπέλαστη από τις δυνάμεις κατοχής. Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους μέτραγαν ήδη τρεις αποτυχημένες προσπάθειες για να αποκτήσουν τον έλεγχο της πόλης που ήταν δυο βήματα από το λιμάνι του Πειραιά, ενόψει της διαφαινόμενης αποχώρησης τους από την Ελλάδα. Ο κόκκινος στρατός απειλούσε ήδη, με την προέλαση του στα Βαλκάνια, να τους εγκλωβίσει στην Ελλάδα και εκείνοι  που ήθέλαν βέβαια να φύγουν άθικτοι, χρειάζονταν ακόμα τον έλεγχο του λιμανιού.


Η μάχη
Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944, η Κοκκινιά. έγινε στόχος αλλεπάλληλων επιθέσεων μεγάλων κατοχικών δυνάμεων. Την υπεράσπιση της πόλης είχε αναλάβει το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Στο πλευρό του ΕΛΑΣ βρίσκονταν τα μέλη του ΕΑΜ, οι ΕΠΟΝίτες και κυρίως ο λαός της Κοκκινιάς. Οι επιδρομείς τρεις μέρες προσπαθούσαν να εισβάλουν στην πόλη και όλο αναχαιτίζονταν από τους ΕΛΑΣίτες. 
Οι μαχητές του ΕΛΑΣ είχαν διάταξη σε σχήμα «Λ»: Ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στο Κουτσουκάρι και τα Γερμανικά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη ξεκινούσαν από το Γ΄ Νεκροταφείο και έφταναν στις εργατικές πολυκατοικίες, την Παιδική Στέγη και τα Άσπρα Χώματα. Η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ,  το 3ο τάγμα του Γιάννη Πισσάνου, είχε οχυρωθεί στη βόρεια πλευρά από το Περιβολάκι (πλατεία Δαβάκη). Ακριβώς πίσω από την πλατεία βρίσκεται και η κλινική του Χρυσοχέρη, στην ταράτσα της οποίας είχε στηθεί το οπλοπολυβόλο του ΕΛΑΣ με ευθύνη της διμοιρίας του Κώστα Διαμαντή.

Στις 7 Μαρτίου, από τις 5:00 το πρωί υπάρχουν κινήσεις των κατακτητών γύρω από όλη την πόλη. Στις 5:45 περίπου 40 γερμανο-τσολιάδες εντοπίζονται στη Θηβών στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη. Στις 6:00 το πρωί 4 φορτηγά με Ναζί καταλαμβάνουν θέσεις στην πλατεία Κουτσικαρίου και δειλά-δειλά προσπαθούν να μπουν στην Κοκκινιά.
Στις 6:05 ακούγεται η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ από το Περιβολάκι, που σημαίνει τη γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Σε κάθε στενό της Κοκκινιάς, γύρω από Περιβολάκι, οι μάχες είναι σκληρές, πολλές φορές σώμα με σώμα. Γίνεται μάχη για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Οι θέσεις και οι γωνιές των οικοδομικών τετραγώνων αλλάζουν συνεχώς μεταξύ των επιδρομέων και των υπερασπιστών της πόλης.
Ο ΕΛΑΣ αρχίζει να υποχωρεί λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Από τη μεριά του Δημαρχείου γερμανοτσολιάδες μπαίνουν στην πόλη. Τους αντιμετωπίζουν μαχητές του 3ου Τάγματος με ένα οπλοπολυβόλο και πέντε χειροβομβίδες που ρίχνει ο Στέλιος Καρδάρας και τους απωθούν πάλι πίσω. Στην διάρκεια της ΕΛΑΣίτικης επίθεσης, πίσω από τον κινηματογράφο  Ορφέα, σκοτώνεται ο ταγματάρχης των γερμανοτσολιάδων Λαζάρου, 8 γερμανοτσολιάδες 3 χωροφύλακες και υπάρχουν 20 τραυματίες. Λάφυρα για τον ΕΛΑΣ μια μοτοσικλέτα και ένα πολυβόλο Τόμσον. Το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ φυλάει στην οδό Καραϊσκάκη, φαίνεται όμως ότι δεν έχει πυρομαχικά να κρατήσει πολύ ακόμα. Αντέχει μέχρι τις 10:30. Η διμοιρία του Θοδωρή Μπιζάνη μαζί με το Στέλιο Καρδάρα επιτίθεται από την οδό Καραϊσκάκη, η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη από την οδό Κονδύλη, η διμοιρία του Θωμά Σεβίλια από την οδό Κυδωνιών, από τη μεριά της Λαοδίκειας, και η διμοιρία του «μπάρμπα Γιώργου» από το γήπεδο που γίνονταν η λαϊκή αγορά (πίσω από την εκκλησία της Παναγίτσας).                                                 


Οι Ναζί παρά την αριθμητική υπεροπλία (επιχειρούσαν συνολικά με 1800 άντρες) και τα άφθονα πυρομαχικά αιφνιδιάζονται και σιγά-σιγά αφήνουν τις θέσεις τους και οπισθοχωρούν συντεταγμένα προς τον Αη Γιώργη του Κορυδαλλού και τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας. Εκεί ταμπουρώνονται μέσα στο σχολείο που υπήρχε πάνω από τον Αη-Γιώργη της Νίκαιας (στη συμβολή των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού σήμερα).
Όμως η αντεπίθεση του ΕΛΑΣ και του λαού της Κοκκινιάς λόγω έλλειψης πυρομαχικών κρατά περίπου μέχρι τις 13:30. Στις μάχες της 7ης Μάρτη σκοτώνεται και ο λοχαγός του ΕΛΑΣ  Γιώργος Βογιατζής και το πτώμα του το κρεμάνε οι ταγματασφαλίτες σε ένα δέντρο στη συμβολή των οδών Ιωνίας και Κασταμονής. Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες..."
*γερμανοτσολιάδες / ταγματασφαλίτες, ήταν ντόπιοι επί πληρωμή συνεργάτες των Ναζί. Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν υπό τις διαταγές των Γερμανών. Υπό το πρόσχημα της αποτροπής του κομμουνισμού συμμετείχαν σε πάμπολλες εγκληματικές ενέργειες και έγιναν ιδιαιτέρως μισητοί από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Φορούσαν στολή Μακεδονομάχου και γι' αυτό έγιναν γνωστοί ως «Γερμανοτσολιάδες» ή «Ράλληδες».
(πληροφορίες αντλήθηκαν από το Χρονικό  Μνήμης του Δήμου Νίκαιας "Τo Μπλόκο της Κοκκινιάς", 2004)