30 April 2012

Τα τζιτζίκια

[Διονύσιος Σολωμός: "Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι."]



Ένα παραμυθάκι από την ταινία "η εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων" του Δήμου Αβδελιώδη.

14 April 2012

ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΪΚΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δύο ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην, διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκόν του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, συνήθιζε νὰ κάθηται ἐπί τινας ὥρας εἰς τὸ γειτονικὸν παντοπωλεῖον, ὑποπίνων συνήθως μετὰ τῶν φίλων, καὶ ἦτο στωμύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ κ᾽ ἐμειδία πρὸς αὐτούς.
Ὅταν ἐμειδία ὁ μπαρμπα-Πύπης, δὲν ἐμειδίων μόνον αἱ γωνίαι τῶν χειλέων, αἱ παρειαὶ καὶ τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων του, ἀλλ᾽ ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του, ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν καὶ ὡς διὰ κολλητοῦ κηροῦ λελεπτυσμένος, καὶ τὸ ὑπογένειόν του τὸ λευκὸν καὶ ἐπιμελῶς διατηρούμενον, καὶ σχεδὸν ὁ κοῦκός του ὁ στακτερός, ὁ λοξὸς κ᾽ ἐπικλινὴς πρὸς τὸ οὖς, ὅλα παρ᾽ αὐτῷ ἐμειδίων. Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ, ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς τοὺς φίλους του. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ σεμνύνεται διὰ τὴν προτίμησιν τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀείποτε διὰ τὴν Κέρκυραν ὁ βασιλεύς, καὶ ἔζησεν ἀρκετὰ διὰ νὰ ὑπερηφανευθῇ ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ, ἣν ἔκαμε τῆς αὐτῆς νήσου πρὸς διατριβὴν ἡ ἑφτακρατόρισσα τῆς Ἀούστριας. Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδην, μὰ δόττο, δοττίσσιμο κὲ ταλέντο!* Εἶχε γνωρίσει καλῶς τὸν Μάντζαρον, μὰ γαλαντουόμο!* τὸν Κερκύρας Ἀθανάσιον (μὰ μπράβο!*), τὸν Σερπιέρρο (κὲ γρὰν φιλόζοφο!*). Τὸ τελευταῖον ὄνομα ἔδιδεν εἰς τὸν ἀοίδιμον Βράιλαν, διὰ τὸν τίτλον ὃν τοῦ εἶχον ἀπονείμει, φαίνεται, οἱ Ἄγγλοι (Sir Pierro = Sir Peter).
Εἶχε γνωρίσει ἐπίσης τὸν Σόλωμο (κὲ ποέτα!*) τοῦ ὁποίου ἀπεμνημόνευε καὶ στίχους τινάς, ἀπαγγέλλων αὐτοὺς κατὰ τὸ ἑξῆς ὑπόδειγμα.
Ὡ σ ὰ ν τὴ σπίθα κρουμμένη στὴ στάχτη

ποῦ ἐκρουβόταν γιὰ μᾶς λευτεριά;

Εἰσὲ πᾶσα μέρη πετιέται κι ἀνάφτει,

καὶ σκορπιέται σὲ κάθε μεριά.

Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του. Εἶχε γυρίσει κόσμον κ᾽ ἔκαμεν ἐργασίας πολλάς. Ἔστειλέ ποτε καὶ εἰς τὴν Παγκόσμιον ἔκταση, διότι ἦτο σχεδὸν ἀρχιτέκτων, καὶ εἶχε μάλιστα καὶ μίαν ἰνβεντσιόνε*. Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς, ἐξετίμα τὸν ἀνθρωπισμὸν καὶ τὴν τιμιότητα. Ἀπετροπιάζετο τοὺς φαύλους.
«Ἰλ τραδιτόρε νὸν ἂ κομπασσιόν, ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπηση». Ἐνίοτε πάλιν ἐμαλάττετο κ᾽ ἐδείκνυε συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀνθρωπίνας ἀτελείας. «Οὐδ᾽ ἡ γῆς ἀναμάρτητος, ἄγκε λὰ τέρρα νὸν ἒ ἰμπεκκάμπιλε». Καὶ ὕστερον, ἀφοῦ οὐδ᾽ ἡ γῆ εἶναι, πῶς θὰ εἶναι ὁ Πάπας; Ὅταν τοῦ παρετήρει τις ὅτι ὁ Πάπας δὲν ἐψηφίσθη ἰμπεκκάμπιλε*, ἀλλὰ ἰνφαλλίμπιλε*, δὲν ἤθελε ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὴν διαφοράν.
Δὲν ἦτο ἄμοιρος καὶ θρησκευτικῶν συναισθημάτων. Τὰς δύο ἢ τρεῖς προσευχάς, ἃς ἤξευρε, τὰς ἤξευρεν 
ἑλληνιστί. «Τὰ πατερμά του τὰ ἤξερε ρωμέικα». Ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαὼθ… ὡς ἐνάντιος, ὑψίστοις». Ὅταν μὲ ἠρώτησε δὶς ἢ τρὶς τί σημαίνει τοῦτο τὸ ὡς ἐνάντιος προσεπάθησα νὰ διορθώσω καὶ ἐξηγήσω τὸ πρᾶγμα. Ἀλλὰ μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὑποτροπιάζων πάλιν ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος… ὡς ἐνάντιος ὑψίστοις!»
Ἓν μόνον εἶχεν ἐλάττωμα, ὅτι ἐμίσει ἀδιαλλάκτως πᾶν ὅ,τι ἐκ προκαταλήψεως ἐμίσει καὶ χωρὶς ν᾽ ἀνέχηται ἀντίθετον γνώμην ἢ ἐπιχείρημα. Πολιτικῶς κατεφέρετο πολὺ κατὰ τῶν Ἄγγλων, θρησκευτικῶς δὲ κατὰ τῶν δυτικῶν. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Πάπα, καὶ ἦτο ἀμείλικτος κατήγορος τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου.
* * *
Τὴν ἑσπέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 188… περὶ ὥραν ἐνάτην, γερόντιόν τι εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένον, καθόσον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς τὸ σκότος, κατήρχετο τὴν ἀπ᾽ Ἀθηνῶν εἰς Πειραιᾶ ἄγουσαν, τὴν ἁμαξιτήν. Δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη ἡ σελήνη, καὶ ὁ ὁδοιπόρος ἐδίσταζε ν᾽ ἀναβῇ ὑψηλότερον, ζητῶν δρόμον μεταξὺ τῶν χωραφίων. Ἐφαίνετο μὴ γνωρίζων καλῶς τὸν τόπον. Ὁ γέρων θὰ ἦτο ἴσως πτωχός, δὲν θὰ εἶχε 50 λεπτὰ διὰ νὰ πληρώσῃ τὸ εἰσιτήριον τοῦ σιδηροδρόμου, ἢ θὰ τὰ εἶχε κ᾽ ἔκαμνεν οἰκονομίαν.
Ἀλλ᾽ ὄχι δὲν ἦτο πτωχός, δὲν ἦτο οὔτε πλούσιος, εἶχε διὰ νὰ ζήσῃ. Ἦτο εὐλαβής, καὶ εἶχε τάξιμο νὰ καταβαίνῃ κατ᾽ ἔτος τὸ Πάσχα πεζὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ, ν᾽ ἀκούῃ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, νὰ λειτουργῆται ἐκεῖ, καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν, ν᾽ ἀναβαίνῃ πάλιν πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας.
Ἦτο ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, καὶ κατέβαινεν εἰς Πειραιᾶ διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὁμωνύμου καὶ προστάτου του, διὰ νὰ κάμῃ Πάσχα ρωμέικο κ᾽ εὐφρανθῇ ἡ ψυχή του.
Καὶ ὅμως ἦτο… δυτικός.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἦτο Ἰταλοκερκυραῖος ἁπλοϊκός, Ἑλληνίδος μητρός, Ἕλλην τὴν καρδίαν, καὶ ὑφίστατο ἄκων ἴσως, ὡς καὶ τόσοι ἄλλοι, τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον καὶ τὴν ἄφατον γλυκύτητα τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλληνικῆς. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ὁ πατήρ του, ὅστις ἦτο στρατιώτης τοῦ Ναπολέοντος Α´, «εἶχε μεταλάβει ρωμέικα», ὅταν ἐκινδύνευσε ν᾽ ἀποθάνῃ, ἐκβιάσας μάλιστα πρὸς τοῦτο, διά τινων συστρατιωτῶν του, τὸν ἱερέα τὸν ἀγαθόν. Καὶ ὅμως ὅταν, κατόπιν τούτων, φυσικῶς τοῦ ἔλεγέ τις: «Διατί δὲν βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πύπη», ἡ ἀπάντησίς του ἦτο ὅτι ἅπαξ ἐβαπτίσθη, καὶ ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ.
Φαίνεται ὅτι οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης μὲ τὴν συνήθη ἐπιτηδείαν πολιτικήν των, εἶχον ἀναγνωρίσει εἰς τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς τῶν Ἰονίων νήσων τινὰ τῶν εἰς τοὺς Οὐνίτας ἀπονεμομένων προνομίων, ἐπιτρέψαντες αὐτοῖς νὰ συνεορτάζωσι μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ὅλας τὰς ἑορτάς. Ἀρκεῖ νὰ προσκυνήσῃ τις τὴν ἐμβάδα τοῦ ποντίφηκος, τὰ λοιπὰ εἶναι ἀδιάφορα.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἔτρεφε μεγίστην εὐλάβειαν πρὸς τὸν πολιοῦχον ἅγιον τῆς πατρίδος του καὶ πρὸς τὸ σεπτὸν αὐτοῦ λείψανον. Ἐπίστευεν εἰς τὸ θαῦμα τὸ γενόμενον κατὰ τῶν Βενετῶν, τολμησάντων ποτὲ νὰ ἱδρύσωσιν ἴδιον θυσιαστήριον ἐν αὐτῷ τῷ ὀρθοδόξῳ ναῷ (Il santo Spiridion ha fatto questo caso*), ὅτε ὁ ἅγιος ἐπιφανεὶς νύκτωρ ἐν σχήματι μοναχοῦ κρατῶν δαυλὸν ἀναμμένον ἔκαυσεν ἐνώπιον τῶν ἀπολιθωθέντων ἐκ τοῦ τρόμου φρουρῶν τὸ ἀρτιπαγὲς ἀλτάρε*. Ἀφοῦ εὑρίσκετο μακρὰν τῆς Κερκύρας, ὁ μπαρμπα-Πύπης ποτὲ δὲν θὰ ἔστεργε νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα μαζὶ μὲ τσοὺ φράγκους.
* * *
Τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅτε κατέβαινεν εἰς Πειραιᾶ, πεζός, κρατῶν εἰς τὴν χεῖρα τὴν λαμπάδα του, ἣν ἔμελλε ν᾽ ἀνάψῃ κατὰ τὴν Ἀνάστασιν, μικρὸν πρὶν φθάσῃ εἰς τὰ παραπήγματα τῆς μέσης ὁδοῦ ἐκουράσθη καὶ ἠθέλησε νὰ καθίσῃ ἐπ᾽ ὀλίγον ν᾽ ἀναπαυθῇ. Εὗρεν ὑπήνεμον τόπον ἔξωθεν μιᾶς μάνδρας, ἐχούσης καὶ οἰκίσκον παρὰ τὴν μεσημβρινὴν γωνίαν, κ᾽ ἐκεῖ ἐκάθισεν ἐπὶ τῶν χόρτων, ἀφοῦ ὑπέστρωσε τὸ εἰς πολλὰς δίπλας γυρισμένον σάλι του. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην τὴν σπιρτοθήκην του, ἤναψε σιγαρέτον κ᾽ ἐκάπνιζεν ἡδονικῶς.
Ἐκεῖ ἀκούει ὄπισθέν του ἐλαφρὸν θροῦν ὡς βημάτων ἐπὶ παχείας χλόης, καὶ πρὶν προφθάσῃ καὶ στραφῇ νὰ ἴδῃ ἀκούει δεύτερον κρότον ἐλαφρότερον. Ὁ δεύτερος οὗτος κρότος τοῦκάστηκε* ὅτι ἦτον ὡς ἀνυψουμένης σκανδάλης φονικοῦ ὅπλου.
Ἐκείνην τὴν στιγμὴν εἶχε λαμπρυνθῆ πρὸς ἀνατολὰς ὁ ὁρίζων, καὶ τοῦ Αἰγάλεω αἱ κορυφαὶ ἐφάνησαν πρὸς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Ἡ σελήνη, τετάρτην ἡμέραν ἄγουσα ἀπὸ τῆς πανσελήνου, θ᾽ ἀνέτελλε μετ᾽ ὀλίγα λεπτά. Ἐκεῖ ὁποὺ ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ δεξιά, ἐγγὺς τῆς βορειανατολικῆς γωνίας τοῦ ἀγροτικοῦ περιβόλου, ὅπου ἐκάθητο, τοῦ κάστηκε, ὡς διηγεῖτο ἀργότερα ὁ ἴδιος, ὅτι εἶδεν ἀνθρωπίνην σκιάν, εἰς προβολὴν τρόπον τινὰ ἱσταμένην, καὶ τείνουσαν ἐγκαρσίως μακρόν τι ὡς ρόπαλον ἢ κοντάριον πρὸς τὸ μέρος αὐτοῦ. Πρέπει δὲ νὰ ἦτο τουφέκιον.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἐνόησεν ἀμέσως τὸν κίνδυνον. Χωρὶς νὰ κινηθῇ ἄλλως ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ἄγνωστον κ᾽ ἔκραξεν ἐναγωνίως:
― Φίλος! καλός! μὴ ρίχνῃς…
Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε μικρὸν κίνημα ὀπισθοδρομήσεως, ἀλλὰ δὲν ἐπανέφερε τὸ ὅπλον εἰς εἰρηνικὴν θέσιν, οὐδὲ κατεβίβασε τὴν σκανδάλην.
― Φίλος! καὶ τί θέλεις ἐδῶ; ἠρώτησε μὲ ἀπειλητικὴν φωνήν.
― Τί θέλω; ἐπανέλαβεν ὁ μπαρμπα-Πύπης. Κάθουμαι καὶ φουμάρω τὸ τσιγάρο μου.
― Καὶ δὲν πᾶς ἀλλοῦ νὰ τὸ φουμάρῃς, ρέ; ἀπήντησεν αὐθαδῶς ὁ ἄγνωστος. Ηὗρες τὸν τόπον, ρέ, γιὰ νὰ φουμάρῃς τὸ τσιγάρο σου!
― Καὶ γιατί; ἐπανέλαβεν ὁ μπαρμπα-Πύπης. Τί σᾶς ἔβλαψα;
― Δὲν ξέρω ἐγὼ ἀπ᾽ αὐτά, εἶπεν ὀργίλως ὁ ἀγρότης· ἐδῶ εἶναι ἀποθήκη, ἔχει χόρτα, ἔχει κι ἄλλα πράματα μέσα. Μόνον κόττες δὲν ἔχει, προσέθηκε μετὰ σκληροῦ σαρκασμοῦ, ἐγελάστηκες.
Ἦτο πρόδηλον ὅτι εἶχεν ἐκλάβει τὸν γηραιὸν φίλον μου ὡς ὀρνιθοκλόπον, καὶ διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, τοῦ ἔλεγεν ὅτι τάχα δὲν εἶχεν ὄρνιθας, ἐνῷ κυρίως ὁ ἀγρονόμος διὰ τὰς ὄρνιθάς του θὰ ἐφοβήθη καὶ ὡπλίσθη μὲ τὴν καραβίναν του.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἐγέλασε πικρῶς πρὸς τὸν ὑβριστικὸν ὑπαινιγμόν.
― Σὺ ἐγελάστηκες, ἀπήντησεν· ἐγὼ κόττες δὲν κλέφτω οὔτε λωποδύτης εἶμαι· ἐγὼ πηγαίνω στὸν Πειραιᾶ ν᾽ ἀκούσω Ἀνάσταση στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα.
Ὁ χωρικὸς ἐκάγχασε.
― Στὸν Περαία! Στὸν Ἁι-Σπυρίδωνα; Κι ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
― Ἀφ᾽ τὴν Ἀθήνα.
― Ἀπ᾽ τὴν Ἀθήνα; Καὶ δὲν ἔχει ἐκεῖ ἐκκλησίες, ν᾽ ἀκούσῃς Ἀνάσταση;
―Ἔχει ἐκκλησίες, μὰ ἐγὼ τὸ ἔχω τάξιμο, ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Σπύρος.
Ὁ χωρικὸς ἐσιώπησε πρὸς στιγμήν. Εἶτα ἐπανέλαβε:
― Νὰ φχαριστᾷς, καημένε…
Καὶ τότε μόνον κατεβίβασε τὴν σκανδάλην καὶ ὤρθωσε τὸ ὅπλον πρὸς τὸν ὦμόν του.
― Νὰ φχαριστᾷς καημένε, τὴν ἡμέραν ποὺ ξημερώνει αὔριο, εἰδεμή, δὲν τό ᾽χα γιὰ τίποτες νὰ σ᾽ ἐξαπλώσω δῶ χάμου. Τράβα τώρα!
Ὁ γέρων Κερκυραῖος εἶχεν ἐγερθῆ καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀπέλθῃ, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ δώσῃ τελευταίαν ἀπάντησιν.
― Κάνεις ἄδικα καὶ συχωρεμένος νά ᾽σαι ποὺ μὲ προσβάλλεις, εἶπε. Σ᾽ εὐχαριστῶ ὣς τόσο ποὺ δὲ μὲ ἐτουφέκισες, ἀλλὰ νὸν βὰ μπένε… δὲν κάνεις καλὰ νὰ μὲ παίρνῃς γιὰ κλέφτη. Ἐγὼ εἶμαι διαβάτης κ᾽ ἐπήγαινα, σοῦ λέω, στὸν Πειραιᾶ.
―Ἔλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρέ…
Καὶ ὁ χωρικὸς στρέψας τὴν ράχιν εἰσῆλθεν ἀνατολικῶς διὰ τῆς θύρας τοῦ περιβόλου κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος.
Ὁ γέρων φίλος μου ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του.
* * *
Τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο δὲν ἐμπόδισε τὸν μπαρμπα-Πύπην νὰ ἐξακολουθῇ κατ᾽ ἔτος τὴν εὐσεβῆ του συνήθειαν, νὰ καταβαίνῃ πεζὸς εἰς Πειραιᾶ, νὰ προσέρχηται εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ νὰ κάμνῃ Πάσχα ρωμέικο.
Ἐφέτος τὸ μεσοσαράκοστον μοὶ ἐπρότεινεν, ἂν ἤθελα, νὰ τὸν συνοδεύσω [ἐφέτος] εἰς τὴν προσκύνησίν του ταύτην. Θὰ προσεχώρουν δὲ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν του, ἂν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν εἶχα τὴν συνήθειαν νὰ ἑορτάζω ἐκτὸς τοῦ Ἄστεως τὸ ἅγιον Πάσχα.
(1891)
ΑΠΑΝΤΑ / ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ / ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ / ΑΘΗΝΑ 1982 / Σελ. 177-182

10 April 2012

Lafcadio Hearn


Patrick Lafcadio Hearn (27 June 1850 – 26 September 1904), known also by the Japanese name Koizumi Yakumo (小泉 八雲), born in Kythira island (Greece), but he was an international writer, known best for his books about Japan, especially his collections of Japanese legends and ghost stories, such as Kwaidan: Stories and Studies of Strange Things. In the United States, Hearn is also known for his writings about the city of New Orleans based on his 10-year stay in that city.


In 1890, Hearn went to Japan with a commission as a newspaper correspondent, which was quickly terminated. It was in Japan, however, that he found a home and his greatest inspiration. Through the goodwill of Basil Hall Chamberlain, Hearn gained a teaching position during the summer of 1890 at the Shimane Prefectural Common Middle School and Normal School in Matsue, a town in western Japan on the coast of the Sea of Japan. The Lafcadio Hearn Memorial Museum and his old residence are still two of Matsue's most popular tourist attractions. During his fifteen-month stay in Matsue, Hearn married Koizumi Setsu, the daughter of a local samurai family, and became a naturalized Japanese, assuming the name Koizumi Yakumo.

During late 1891, Hearn obtained another teaching position in Kumamoto, Kyūshū, at the Fifth Higher Middle School, where he spent the next three years and completed his book Glimpses of Unfamiliar Japan (1894). In October 1894 he secured a journalism job with the English-language newspaper Kobe Chronicle, and in 1896, with some assistance from Chamberlain, he began teaching English literature at Tokyo Imperial University, a job he had until 1903. In 1904, he was a professor at Waseda University. On 26 September 1904, he died of heart failure at the age of 54 years. His grave is at the Zōshigaya Cemetery in Toshima, Tokyo.

In the late 19th century, Japan was still largely unknown and exotic to Westerners. However, with the introduction of Japanese aesthetics, particularly at the Paris Exposition Universelle of 1900, Japanese styles became fashionable in Western countries. Consequently, Hearn became known to the world by his writings concerning Japan. In later years, some critics would accuse Hearn of exoticizing Japan, but because he offered the West some of its first descriptions of pre-industrial and Meiji Era Japan, his work has historical value.

Glimpses of Unfamiliar Japan (1894), Out of the East: Reveries and Studies in New Japan (1895), Kokoro: Hints and Echoes of Japanese Inner Life (1896), Gleanings in Buddha-Fields: Studies of Hand and Soul in the Far East (1897), The boy who drew cats (1897; Houghton Mifflin, Boston), Exotics and Retrospectives (1898), Japanese Fairy Tales (1898) and sequels In Ghostly Japan (1899), Shadowings (1900), Japanese Lyrics (1900) - on haiku

A Japanese Miscellany (1901), Kottō: Being Japanese Curios, with Sundry Cobwebs (1902), Kwaidan: Stories and Studies of Strange Things (1903) (which was later made into the movie Kwaidan by Masaki Kobayashi), Japan: An Attempt at Interpretation (1904; published just after his death), The Romance of the Milky Way and other studies and stories (1905; published posthumously),Japan's Religions: Shinto and Buddhism (no date)








08 April 2012

η καντηλίτσα και η ψαλιδιά


Κάθε μεγάλη εβδομάδα προβάλλεται από την τηλεόραση η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη "το κορίτσι με τα μαύρα", κοινωνικό δράμα που κορυφώνεται στη σκηνή της βύθισης της βάρκας με τον Παύλο (Δημήτρης Χορν) και τα παιδιά (της Ύδρας) σε έσχατο κίνδυνο.
Μια χαρούμενη βαρκάδα εξελίσσεται σε τραγωδία καθώς κάποιοι μισαλλόδοξοι - για να κάνουν καψώνι στον Παύλο - έχουν αφαιρέσει τον πείρο της βάρκας, εκείνη γεμίζει νερά και βουλιάζει, ενώ ο Παύλος προσπαθεί να εμψυχώσει τα παιδιά και να ελέγξει το δικό του πανικό μισολέγοντας ή μισοτραγουδώντας το παιδικό τραγουδάκι, η φρεγάτα,

Ήτανε μια φρεγάτα παιδιά, ήτανε μια φρεγάτα 
Γλάρο τη λέγανε, κάνε μια καντηλίτσα, 
Γλάρο τη λέγανε, κάνε μια ψαλιδιά
...........................................................................

Το πλήρωμά της όλο παιδιά, το πλήρωμά της όλο 
πνίγηκε στα ρηχά, κάνε μια καντηλίτσα, 
πνίγηκε στα ρηχά, κάνε μια ψαλιδιά.

Σώθηκε ένας μόνο παιδιά, σώθηκε ένας μόνο 
χωρίς να κολυμπά, κάνε μια καντηλίτσα, 
χωρίς να κολυμπά, κάνε μια ψαλιδιά

(Ο Παύλος σώζεται αλλά τα περισσότερα παιδιά πνίγονται)
Σπουδαία ταινία, την ιστορία την ξέρω απέξω πια, αλλά την παρακολουθώ πάντα με ενδιαφέρον. Κάθε φορά προσέχω -περισσότερο- τις λεπτομέρειες, κάποια έκφραση σε δεύτερο πλάνο, το πως είναι στημένη μια σκηνή, τον φωτισμό, καμιά φορά φαντάζομαι άλλες εκδοχές ή ασχολούμαι με διάφορα μικρά στοιχεία που θεωρώ ότι προσδίνουν νοηματικό βάθος  στα πλάνα, όπως ας πούμε τι είναι η καντηλίτσα και τι η ψαλιδιά του τραγουδιού. . .

Η καντηλίτσα και η ψαλιδιά λοιπόν είναι δυο ναυτικοί κόμποι, που ίσως σήμερα ακόμα και οι ναυτικοί να τους αγνοούν.
Καντηλίτσα (Bowline)
Η καντηλίτσα είναι ένας εύκολος κόμπος με τον οποίο δημιουργούμε μια δυνατή θηλιά, όταν θέλουμε να ανασύρουμε κάτι, πχ κάποιον που έχει χάσει τις αισθήσεις του και το καντήλι του σβήνει, (από εκεί και το όνομα του κόμπου, καντηλίτσα). Όταν δεθεί σωστά τότε λύνεται και εύκολα όταν δεν τον χρειαζόμαστε, αν δεν λυθεί τότε μάλλον κάποιο λάθος έγινε και αντί για καντηλίτσα προέκυψε γαιδουρόκομπος. Είναι ίσως ο πιο «ναυτικός» κόμπος και πολύ χρήσιμος, αφού τον χρησιμοποιούμε παντού. Οι σκότες των πλωριών πανιών δένονται πάντα με καντιλίτσα. Οι πρυμάτσες και γενικότερα οι κάβοι δένονται τις περισσότερες των περιπτώσεων επίσης με καντιλίτσα. Αν φερμάρουμε τη μιαν άκρη του σχοινιού, δεν υπάρχει περίπτωση να λυθεί μόνος του με τίποτα.

Ψαλιδιά (Clove Hitch)
Η Ψαλιδιά έχει πολλές χρήσεις, όταν θέλουμε να δέσουμε σχοινί με ξύλο ή σίδερο, δένεται πανεύκολα και λύνεται ακόμα πιο εύκολα. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά, όταν πχ θέλουμε να δέσουμε πρόχειρα ένα κάβο σε μπαμπά στη στεριά, ή ακόμα και ένα σχοινί της μπουγάδας σε ένα πάσσαλο. Όταν θέλουμε μεγαλύτερη σταθερότητα κάνουμε περισσότερες ψαλιδιές και δεν έχουμε φόβο μην γλιστρήσει το σχοινί.







05 April 2012

Προς τους ψυχωμένους της Τέχνης.



του Γιάννη Μακριδάκη 
"Μέσα στο μούρκι μου (μούρκι=κτήμα), έχει ήδη διαμορφωθεί ένα ταπεινό Μνημείο. Ένα Μνημείο που μαρτυρά την πλήρη αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ιδέα."

Στο νοτιοανατολικό πύλιαστρο του μαγκανοπήγαδου κρέμεται όλη η ψυχή της Ελλάδας, του νοτιοανατολικού άκρου της Ενωμένης Ευρώπης, η οποία αλώθηκε και τώρα καταστρέφεται πλήρως και ανεπίστροφα. Κρέμονται οι δυο πορτοκαλί χρώματος κολοκύθες, οι σημαδούρες της οικογενειακής μας βάρκας. 34 χρόνια κράτησε ο βίος της, ξύλινο σκαρί, ναυπηγημένο στο νησί από καραβομαραγκούς που σβήσανε κι αυτοί, έπεσε θύμα της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας, η οποία θυσιάζει και αφανίζει κάθε πολιτισμική ιδιαιτερότητα των χωρών μελών της στο όνομα της ενιαίας αγοράς, της δήθεν ανάπτυξης και του ανταγωνισμού απέναντι στο υπερατλαντικό μοντέλο της ξεφτίλας.
Η Ευρώπη μάς εξανάγκασε, επιδοτώντας μας κιόλας, στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης, να κόβουμε και να καταστρέφουμε ανάλγητα τις βάρκες μας, τα παραδοσιακά σκαριά που αιώνες αρμένιζαν το Αιγαίο.
Μας εξανάγκασε, δωροδοκώντας μας κιόλας, να απαρνηθούμε και να ξεχάσουμε, να χάσουμε δια παντός όλη τη σοφία και την πείρα που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά πάνω στην κατασκευή των καϊκιών αλλά και πάνω στη χρήση τους και πάνω στην τέχνη της ψαροσύνης. Kι αυτό δεν συνέβη βέβαια μόνο στον τομέα των ξύλινων τρεχαντηριών.
Η Ευρώπη επενέβη ανάλγητα σε κάθε πτυχή της πολιτισμικής μας παρακαταθήκης, απαίτησε τον θάνατό της ή τον εγκλεισμό της σε μουσεία και μας εξανάγκασε να γίνουμε γιαλαντζί Έλληνες, αλλά μοιραία και γιαλαντζί Ευρωπαίοι.
Μας εξανάγκασε η Ευρώπη να χάσουμε την ψυχή μας και μας πλάσαρε τη δική της.
Τώρα βρισκόμαστε στο στάδιο της ψυχικής μετάλλαξης. Στα αστικά κέντρα αυτό έχει σχεδόν επιτευχθεί.
Η ελληνική ψυχή χάθηκε δια παντός από το προσκήνιο και κατάντησε να λογίζεται περιθωριακή.
Η ελληνική ατμόσφαιρα έδωσε τη θέση της σε άψυχα ευρωπαϊκά μοντέλα καθωσπρεπεισμού και αποστείρωσης. Οι παραδοσιακές τέχνες έσβησαν και η Τέχνη παραγκωνίστηκε από προϊόντα λάιφ στάιλ. Όλα όσα προβάλλονται και προτείνονται στον Έλληνα ως πρότυπα προς αφομοίωση, ακολουθούν την παγερή συνταγή του βορειοευρωπαϊκού ψυχισμού.
Τραγούδια άψυχα, δίχως νοήματα, πεζογραφήματα ανιαρά με ισοπεδωμένη γλώσσα, αλλά και καλλιτεχνικές μιμήσεις της μουντής εσπερίας, δίχως τη γλύκα και τη σκληράδα του ελληνικού τοπίου, του φωτός, του κλίματος, της ψυχής που επί αιώνες ζυμώθηκε σ' αυτή τη γωνιά του πλανήτη.
Η Ευρώπη όχι μόνο δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά για να συνθέσει και να προστατέψει τις διαφορετικότητες αλλά ούτε καν αδιαφόρησε γι αυτές. Απεναντίας, έβαλε στόχο και πέτυχε να τις ισοπεδώσει βάναυσα. Η Ευρώπη ενώθηκε με μοναδικό στόχο να αποτελέσει ενιαία αγορά καταναλωτών και όχι ενιαία κοινωνία ανθρώπων. Η ιστορική Ευρώπη των ολιγίστων ηγετών έπεσε θύμα του αμερικανικού πειράματος και κατάφερε να το υιοθετήσει και να το εφαρμόσει στη χείριστη μορφή του.
Και τώρα βιώνουμε τη φάση της κορύφωσης. Οικονομική εξαθλίωση όσων δεν συνεμορφώθησαν με τας υποδείξεις, όσων δεν μπόρεσαν να γίνουν αυθεντικοί Γερμανοί, όσων είχαν άλλην αντίληψη για τη ζωή.
Έπεται η φάση της τελικής καταστροφής, η οποία στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει ήδη να διαφαίνεται από τις εξαγγελίες των πολιτικών νάνων που κυβερνούν και παραδίδουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και το φυσικό περιβάλλον της χώρας βορά στις διαθέσεις της γερμανικής βιομηχανίας με το πρόσχημα της πράσινης παραγωγής ενέργειας κυρίως.
Όσοι άνθρωποι είναι σε θέση να διακρίνουν την επερχόμενη και μη αναστρέψιμη καταστροφή, κυρίως οι πραγματικοί καλλιτέχνες, αυτοί που έχουν αποδείξει με το έργο τους ότι διαθέτουν ψυχή, οι οποίοι υπάρχουν κι ας μην εμφανίζονται στα άθλια τηλεπαράθυρα, έχουν χρέος να δράσουν. Ομαδικές καλλιτεχνικές εξορμήσεις στην Ελλάδα που πληγώνεται και πεθαίνει, αυτό έχουν χρέος να πράξουν.
Να φέρουν τον λόγο, τις μουσικές τους, τις παραστάσεις τους, τις πινελιές τους, σε άμεση σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις μεθόδους της ευρωπαϊκής αναλγησίας που μας επιτίθεται ωσάν όρνεο σε πτώμα.
Να συνεργαστούν με φωτισμένους τεχνοκράτες και να λάβουν θέση μάχης αναλύοντας στους Έλληνες πολίτες, ως περιοδεύον θίασος ψυχής, το μέγεθος της καταστροφής που έρχεται αλλά και συμπαραστεκόμενοι σε όσους την έχουν ήδη αντιληφθεί και αγωνίζονται για να την αποτρέψουν.
Να υπερασπιστούν την Ελλάδα, να υπερασπιστούν την Έμπνευση, να υπερασπιστούν την διαφορετικότητά μας στην Ευρώπη και στον κόσμο, αυτό έχουν χρέος να πράξουν πλέον.
Να βγουν από το καβούκι τους και τους στημένους αστικούς καλλιτεχνικούς χώρους και να μεταβούν στις θέσεις μάχης.
Στο Αποπηγάδι και σε όλη την Κρήτη, στην Ικαρία, στη Μάνη, στην Ευβοια, στη Χίο, στη Χαλκιδική, στο Κιλκίς, στον Εβρο. Εκεί που χιλιάδες πολίτες δίνουν καθημερινά την ψυχή τους υπερασπιζόμενοι με αγώνα μέχρις εσχάτων τους τόπους τους.
Το παιχνίδι στην πρωτεύουσα έχει χαθεί προ πολλού. Η Κατοχή της Αθήνας είναι γεγονός, όπως γεγονός είναι και πως η Αντίσταση θα λάβει χώρα για μιαν ακόμα φορά στα βουνά και στα λαγκάδια αυτής της όμορφης χώρας.


01 April 2012

Ο Φακίρης



Όταν στις αρχές τις δεκαετίας του '30 σχηματίζεται η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς από τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δεληά, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Στράτο Παγιουμιτζή, ο Μπάτης έχει ήδη ένα μικρό καφενεδάκι, το «Ζώρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη), τοπωνύμιο από την χρήση του μέρους για τις φορτοεκφορτώσεις λεμονιών. Έξω από αυτό το καφενείο έχουν τραβηχτεί μερικές από τις ιστορικές φωτογραφίες του κόσμου του ρεμπέτικου. Εκεί ο Μπάτης έδινε μαθήματα μουσικής και είχε μαζέψει πολλά όργανα, κυρίως μπουζούκια και μπαγλαμάδες τόσα που κάποτε, σε μια κατάσχεση, για τη μεταφορά τους στην Ασφάλεια χρειάστηκε χειράμαξα!
Το κτίριο είχε μια μεσοτοιχία, και είναι άγνωστο αν αυτή προϋπήρχε ή την κατασκεύασε ο Μπάτης, η οποία το χώριζε σε δυο μικρότερους χώρους, που ο καθένας είχε τη δική του πόρτα,  προς ένα πλαϊνό στενάκι, αλλά που δεν επικοινωνούσαν άμεσα μεταξύ τους. Ο ένας λειτουργούσε ως κανονικό καφενείο, χωρούσε δυο-τρία τραπεζάκια όλα και όλα, και είχε ένα πατάρι. Στον άλλο χώρο, πίσω από την μεσοτοιχία, υπήρχαν όλα τα σύνεργα του χασίς και από μια μικρή τρύπα ενός ρόζου πέρναγε το μαρκούτσι του ναργιλέ προς τον χώρο του κανονικού καφενείου, απ' όπου τραβούσαν ρουφηξιές εκ περιτροπής οι θαμώνες του. Σε περίπτωση κινδύνου, απλώς, το μαρκούτσι τραβιόταν από μέσα και χανόταν από το καφενείο. 
Μια δόση, ένας αστυφύλακας μπήκε στο καφενεδάκι αιφνιδιαστικά, και το μεν μαρκούτσι τραβήχτηκε αστραπιαία από τον παραγιό που ήταν στον διπλανό χώρο χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό, ο Μπάτης όμως που αιφνιδιάστηκε και κατελήφθη με το στόμα γεμάτο ντουμάνι, έκανε προσπάθεια να μην το ανοίξει. Στην καχύποπτη παρατήρηση του οργάνου για το λόγο που κρατάει το στόμα του κλειστό, ο Μπάτης το άνοιξε βγάζοντας τους καπνούς του ρυθμικά και κάπως τελετουργικά, συνιστώντας να μην τον απασχολούν διότι ήταν φακίρης!