28 November 2012

το ξύρισμα

στις φροντίδες του Φορλίδα

Κάποτε ήταν μια καθημερινή φροντίδα που δεν κατάφερε όμως να μου γίνει συνήθεια. Την πρώτη φορά ξυρίστηκα με BIC, σχεδόν φαντασιακά, αφού ήμουν αμούστακος ακόμα, μετά όμως που έβγαλα γένια ήταν χαλκόχρωμα και μ' αρέσανε, έτσι άφησα μούσι. Αργότερα, πήγα ναύτης και ξυριζόμουν στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον για δεν φτάνανε οι καθρέφτες, αλλά μάλλον χωρίς επιτυχία αφού συχνά οι εντεταλμένοι επί του θέματος αξιωματικοί με "έβρισκαν" αξύριστο στις πρωινές κλήσεις. Δεν παρέλειψα, στο τέλος, να ξυριστώ και ως γαμπρός εφόσον μάταια περίμενα να λειτουργήσουν οι άγνωστες στα μέρη μου παραδόσεις και να με ξυρίσουν κάποιοι άλλοι, για ταψιά ούτε συζήτηση, ξυρίστηκα λοιπόν ως που βαρέθηκα να ξυρίζομαι και τα παράτησα. Στην πραγματικότητα, για να έχω μια εικόνα για το θέμα, θυμάμαι περισσότερο τον πατέρα μου να ξυρίζεται παρά την αφεντιά μου.
Εκείνο όμως που δεν ξεχνώ είναι ένα ξύρισμα με φαλτσέτα, κάποιο καλοκαίρι στο Πήλιο. 
Είδα το κουρείο, παλιό, πέρασα μια, πέρασα δυο, στο τέλος άνοιξα την πόρτα και ζήτησα εκείνο που μου ήρθε πρώτο, μόνο ξύρισμα, αφού το κούρεμα ακόμα το λογαριάζω για πιο βαρύ. Κάθισα στη παλιά πολυθρόνα ο κουρέας σήκωσε το μαξιλαράκι ως το σβέρκο μου, στερέωσε μια πετσέτα στο λαιμό, έριξε μια άλλη -άσπρη κι αυτή- στον αριστερό μου ώμο για να σκουπίζει το ξυράφι, και βάλθηκε να φτιάχνει σαπουνάδα σε ένα τσίγκινο τάσι. Άπλωσε τον αφρό στο σαγόνι και στο λαιμό μου, ήταν χλιαρός, πήρε στο χέρι του τη φαλτσέτα και έκανε μια κίνηση στον αέρα, σαν δοκιμαστική, ανησύχησα κάπως, φαινόταν ηλικιωμένος. Έσκυψε και ακούμπησε την κόψη στο μάγουλο μου τόσο απαλά και αποφασιστικά που αμέσως κατάλαβα πως επρόκειτο για καλλιτέχνη. Πήρε τις πρώτες τρίχες και άρχισε να μιλάει, μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε βγάλει μιλιά, ξεφύσησα σιγανά και αφέθηκα.
Όσο με ξύριζε παρατηρούσα τις χτένες, τα λίγα βαποριζατέρ με τις κολόνιες, την πούδρα, και τα γυάλινα μπουκαλάκια με τη στύψη, το οινόπνευμα και το βαμβάκι για παν ενδεχόμενο, άλλα κυρίως τις παλιές χειροκίνητες κουρευτικές μηχανές στο μαρμάρινο πάγκο, ίδιες με εκείνες που είχε ο πρώτος μου κουρέας στη Νίκαια, ο Στάθης, εκεί που έπιασε μπουζούκι ο Τσομίδης, παιδί ακόμα πριν γίνει ο βιρτουόζος που ξέρουμε, μια γενιά πριν απ΄τη δική μου, τα κουρεία βλέπετε έχουν μεγάλες ιστορίες. Και τώρα άκουγα τις διηγήσεις του Φορλίδα που πύκνωναν στα κενά όταν η φαλτσέτα έπρεπε να σκουπιστεί, και το ξύρισμα λες και πισωπατούσε δεκαετίες σε κάθε καθάρισμα της, έτσι που σε μερικά λεπτά έγιναν ... οι μέρες του '36, τότε που ο Φορλίδας άνοιγε το μαγαζί του για να καλλωπίσει τρεις γενιές αντρών, που έμεναν εδώ ή περαστικών για τον Πλατανιά, την Αργαλαστή και παραπέρα, διότι ήταν ο κουρέας του τόπου.
Μέχρι ... και τους αξιωματικούς των Ες-Ες κούρευα και ξύριζα, είπε και η φωνή του πήρε μια αλλόκοτη χροιά, τώρα που ήταν πια 86 ετών και είχε στα σίγουρα επιβιώσει από όλα αυτά. Η φράση διέσχισε απότομα το κουρείο, βγήκε και έσβησε έξω στη ζέστη του απογεύματος, ενώ εκείνος ατάραχος άφηνε καθαρό τον λαιμό και ίσιωνε τις φαβορίτες μου σχεδόν χωρίς να κοιτάζει. Μέτραγε αλλιώς το πρόσωπο. Πως όμως ; με τους ήχους της φαλτσέτας ; χρατς ; Ίσως. 
Άλλαξε θέμα, εδώ, πίσω από το παραβάν έβαφα μια φορά την εβδομάδα και τις γυναίκες, βλέπεις τότε δεν υπήρχαν βαφές στα μάρκετ και το χωριό δεν είχε κομμώτρια ! Κάποιος έπρεπε...
Τέλος μου έβαλε με χτυπηματάκια στα μάγουλα μια κολόνια τόσο παλιά όσο κι αυτός και με ξεπροβόδησε πριν προλάβω να θυμηθώ πως μπήκα για να του ζητήσω την άδεια να φωτογραφίσω το μπαρμπέρικο, αλλά ζήτησα μόνο ξύρισμα.

19 November 2012

του 60 οι εκδρομείς, το 70 ομοτράπεζοι


Οι μέρες έχουν χαρακτήρα και οι δικές μας είναι ολοφάνερο πως ζορίζονται, όπως και οι άνθρωποι τους, στην νότια Ευρώπη, τουλάχιστον, αρχίζουν να υποφέρουν μετά από πολύ καιρό, και το όνειρο του αναπτυγμένου κόσμου χλομιάζει και ξεπλένεται γοργά σαν να 'ταν φτιαγμένο από φτηνά χρώματα. Ο δε υπόλοιπος κόσμος οδηγείται σταθερά, από τις παγκόσμιες ηγεμονίες, στο κακό και στο χειρότερο. Η υπόσχεση της δύσης μοιάζει φάρσα καθώς η μετανάστευση διώχνει και ξεχωρίζει ξανά φίλους και συγγενείς. Δεν λείπουν τα αγαθά, αυτά ακόμα υπάρχουν, λείπουν όμως πολλά άλλα, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία και η αθωότητα ή έστω η αναπαράσταση της .
Ο δυτικός άνθρωπος πάσχισε για περίπου τετρακόσια χρόνια, έκανε πολέμους, αποικίες, λεηλάτησε και σκότωσε για να στρωθεί σε ένα γεμάτο τραπέζι και να αποξεχαστεί !
Στην ΠΕΙΝΑ, ο ήρωας του Χάμσουν αγωνιά για την τροφή του και δεν καταφέρνει πάντα να βγάλει το μήνα ή να κοιμηθεί αξιοπρεπώς σε ένα ανθρώπινο κρεβάτι, αλλά περιπλανιέται στους δρόμους της Χριστιάνιας, όπου βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην παράνοια, στην πείνα για φαγητό αλλά περισσότερο στην λαχτάρα για αξιοπρέπεια, που τον φορτώνει άλλοτε με ενοχές άλλοτε με πωρωμένη αυτοεκτίμηση. Η πείνα του ανώνυμου πρωταγωνιστή έχει πάνω από όλα άξονά της τον αυτοσεβασμό και την καταξίωση, στο δρόμο για τα οποία το στομάχι, σαν άλλος Μεφιστοφελής, μπαίνει για να τον δελεάσει και να τον ξεστρατίσει. Ο Θεός και οι άλλοι, όπως θα έγραφε αργότερα και ο Σαρτρ, μπαίνουν στο χωνευτήρι και γίνονται μια αδιαίρετη κόλαση, όπου όλα ενώνονται στην έλλειψη. Η εργασία, η αυτοεκτίμηση, το όνειρο, η ελευθερία της επιλογής, η δημοκρατία, όλα αποδεικνύονται σκηνικά μιας γκροτέσκο παράστασης.




Τα ποτήρια των ανθρώπων λείπουν, άλλα γιατί εκείνοι έφυγαν, άλλα γιατί έσπασαν οι σχέσεις, και μαζί με τα ποτήρια λείπει το κρασί της (ψεύτικης μερικές φορές)  αθωότητας του άφθονου τραπεζώματος των  '70. 
Η Ελλάδα είχε κάνει 1/4 του αιώνα για να συνέλθει από τον πόλεμο, τον εμφύλιο και τη χούντα, μια σχεδόν μόνιμη στέρηση, άλλοτε υλική, άλλοτε πνευματική, άλλοτε και των δυο τέλειωνε μαζί με τη Χούντα και οι άνθρωποι που είχαν επιβιώσει από όλα αυτά θέλοντας να ξεχάσουν ρίχτηκαν στις υπερβολές, για να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες θερμίδες, τις χαμένες σχέσεις και όσο καταλάβαιναν πως τίποτα δεν ξανακερδίζονταν, τόσο ρίχνονταν σε ένα ξόδεμα πόρων και εαυτών, άνευ ορίων.

*Υπήρχε τότε μια ψησταριά στο Κερατσίνι (παντού θα υπήρχε) στη γειτονιά Νερό, όπου στις γιγαντιαίες μερίδες της μαζί με τις 4 σούβλες κεμπάπ, τις πολλές πίτες, και τα άφθονα συνοδευτικά έβαζαν από πάνω ως επιστέγασμα και μια κουταλιά φρέσκο βούτυρο, τι πιο σίγουρο από μια λιπαρή επιβεβαίωση του ανεπίστρεπτου της πείνας!   
Οι άνθρωποι τότε, συνήθως τα Σαββατόβραδα, μετά από τέτοιο φαγητό γλυκαίνονταν με εκμέκ και καϊμάκια, και μαζί με τα κρασιά (στα οποία έριχναν ένα κομμάτι μήλο για να μην μεθούν) ρουφούσαν βαριά τσιγάρα μέχρι το φίλτρο, ακούγοντας τον Καζαντζίδη ή τον Διονυσίου από Τζουκ-μποξ. Ακολουθούσαν τα φουσκώματα, οι σόδες, τα αλκασέντζερ και οι ασπιρίνες, αλλά η συλλογική άγνοια για την χοληστερόλη και τα αδέρφια της, επέτρεπε την άλλη μέρα που ήταν Κυριακή μια ράθυμη εκδρομή ως τις χασαποταβέρνες της Χασιάς και της Σταμάτας, ένα ταξίδι δηλαδή στα σύνορα ενός αντικατοπτρισμού της ευδαιμονίας, αφού όσο άγγιζαν την εικόνα της τόσο αυτή άλλαζε ράφι και αμπαλάζ, και φτου κι απ΄την αρχή.

01 November 2012

Ο noνem (ένατος) των Ρωμαίων, που έγινε ενδέκατος

  

Ο Νοέμβριος, ή Βιέστ (Αρβανίτικα) είναι ο ενδέκατος μήνας του έτους και και ως γνωστόν έχει 30 ημέρες κατά τις οποίες, ανά τους αιώνες, έχουν συμβεί θαυμαστά πράγματα.
Πρώτα πρώτα αρχίζει η περίοδος σπουδαίων εορτών, των Αρχαγγέλων, του Μηνά, των Εισοδίων της Θεοτόκου, της Αικατερίνης, του Στυλιανού προστάτη των παιδιών, του Ανδρέα και του Φιλίππου που μας εισάγουν στην προσμονή των Χριστουγέννων, αλλά παραδόξως και στον διονυσιακό κόσμο των χειμωνιάτικων κυκλαδίτικων πανηγυριών. 
[Κάποιο Νοέμβρη, στη Σίφνο, με τίμησαν και - μπροστά μπροστά να περπατώ όπως με ευγένεια με ορμήνευαν κάθε που βραδυπορούσα - έφερα τον άρτο ως το ξωκλήσι του Άγιου Στυλιανού έξω από τον Αρτεμώνα, και τέσσερις μέρες μετά πήραμε το μονοπάτι, μια μακριά σειρά ανθρώπων, έως πάνω στο Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα, που στέκει πλάϊ στα απομεινάρια αρχαίου ναού, για να λειτουργηθούμε, να φάμε νοστιμότατη καπαροσαλάτα, να πιούμε κρασί και να ακούσουμε τον Κουτσουνά να παίζει βιολί, με την Πάρο, την Αντίπαρο και την Φολέγανδρο στο πιάτο αντίκρυ, στο Αιγαίο, την ώρα που άρχιζαν τα μετέωρα από τον αστερισμό του Λέοντα]. Αυτά τα πανηγύρια όποιος άπαξ τα ζήσει δεν τα ξεχνάει ποτέ. 
Κατά τ΄άλλα αρχίζει η περίοδος της ελιάς, και οι άνθρωποι που μαζεύουν τον καρπό της διαβιούν την ημέρα στην ύπαιθρο εφόσον ο καιρός ακόμα το επιτρέπει όχι δίχως απρόσμενα μουσκέματα από τις φθινοπωρινές μπόρες που κάμουν την εμφάνιση τους στις κοιλάδες μας. Μπαίνουν μπροστά στο φουλ και τα λιοτρίβια, γυρίζουν οι κοχλίες και σφίγγουν οι πρέσες, στάζει ο χυμός και όσο διαρκεί η αναμονή για να τρέξει το λάδι στις κάδες και από κει στους ντενεκέδες, κόβονται και ψήνονται μεγάλες φέτες ψωμιού και περιχύνονται με αγουρέλαιο, αλάτι και ρίγανη, για να πιούνε τα τελευταία περυσινά κρασιά, και να πούνε ευχές και ιστορίες.
Αλλού, στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 73, μερικές εκατοντάδες, στην αρχή, νέοι που ένιωσαν πόσο γελοίοι ήταν εκείνοι που (και) τότε κυβερνούσαν, μπήκαν στο πολυτεχνείο και έζησαν τις τρεις (3) καλύτερες μέρες ελευθερίας του καιρού μας ... (αλλά τα ξέρετε αυτά).
[Όταν, την δεκαετία του '80, πέρασα στη Σχολή Καλών Τεχνών προσπάθησα κάπως να φανταστώ εκείνο το σπουδαίο 3ήμερο, αλλά δεν κατάφερα πολλά πράγματα διότι "έπεφτα" σταθερά πάνω στην ισχυρή εικόνα του που ήταν ήδη έτοιμη.]
Τον Νοέμβρη που το Πήλιο γίνεται χρυσοκόκκινο, σιγομπαίνει ο χειμώνας, αν και στις πόλεις αυτό συνήθως δεν γίνεται αισθητό, αλλά στην ύπαιθρο ... ούτε τσοπάνος στο βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους. Ούτε παπούτσια και σκούπες έξω το βράδυ της παραμονής των Αρχαγγέλων, να μην τα δει ο Μιχαήλ και του μπουν τίποτα ιδέες.