19 November 2012

του 60 οι εκδρομείς, το 70 ομοτράπεζοι


Οι μέρες έχουν χαρακτήρα και οι δικές μας είναι ολοφάνερο πως ζορίζονται, όπως και οι άνθρωποι τους, στην νότια Ευρώπη, τουλάχιστον, αρχίζουν να υποφέρουν μετά από πολύ καιρό, και το όνειρο του αναπτυγμένου κόσμου χλομιάζει και ξεπλένεται γοργά σαν να 'ταν φτιαγμένο από φτηνά χρώματα. Ο δε υπόλοιπος κόσμος οδηγείται σταθερά, από τις παγκόσμιες ηγεμονίες, στο κακό και στο χειρότερο. Η υπόσχεση της δύσης μοιάζει φάρσα καθώς η μετανάστευση διώχνει και ξεχωρίζει ξανά φίλους και συγγενείς. Δεν λείπουν τα αγαθά, αυτά ακόμα υπάρχουν, λείπουν όμως πολλά άλλα, η αξιοπρέπεια, η ελευθερία και η αθωότητα ή έστω η αναπαράσταση της .
Ο δυτικός άνθρωπος πάσχισε για περίπου τετρακόσια χρόνια, έκανε πολέμους, αποικίες, λεηλάτησε και σκότωσε για να στρωθεί σε ένα γεμάτο τραπέζι και να αποξεχαστεί !
Στην ΠΕΙΝΑ, ο ήρωας του Χάμσουν αγωνιά για την τροφή του και δεν καταφέρνει πάντα να βγάλει το μήνα ή να κοιμηθεί αξιοπρεπώς σε ένα ανθρώπινο κρεβάτι, αλλά περιπλανιέται στους δρόμους της Χριστιάνιας, όπου βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην παράνοια, στην πείνα για φαγητό αλλά περισσότερο στην λαχτάρα για αξιοπρέπεια, που τον φορτώνει άλλοτε με ενοχές άλλοτε με πωρωμένη αυτοεκτίμηση. Η πείνα του ανώνυμου πρωταγωνιστή έχει πάνω από όλα άξονά της τον αυτοσεβασμό και την καταξίωση, στο δρόμο για τα οποία το στομάχι, σαν άλλος Μεφιστοφελής, μπαίνει για να τον δελεάσει και να τον ξεστρατίσει. Ο Θεός και οι άλλοι, όπως θα έγραφε αργότερα και ο Σαρτρ, μπαίνουν στο χωνευτήρι και γίνονται μια αδιαίρετη κόλαση, όπου όλα ενώνονται στην έλλειψη. Η εργασία, η αυτοεκτίμηση, το όνειρο, η ελευθερία της επιλογής, η δημοκρατία, όλα αποδεικνύονται σκηνικά μιας γκροτέσκο παράστασης.




Τα ποτήρια των ανθρώπων λείπουν, άλλα γιατί εκείνοι έφυγαν, άλλα γιατί έσπασαν οι σχέσεις, και μαζί με τα ποτήρια λείπει το κρασί της (ψεύτικης μερικές φορές)  αθωότητας του άφθονου τραπεζώματος των  '70. 
Η Ελλάδα είχε κάνει 1/4 του αιώνα για να συνέλθει από τον πόλεμο, τον εμφύλιο και τη χούντα, μια σχεδόν μόνιμη στέρηση, άλλοτε υλική, άλλοτε πνευματική, άλλοτε και των δυο τέλειωνε μαζί με τη Χούντα και οι άνθρωποι που είχαν επιβιώσει από όλα αυτά θέλοντας να ξεχάσουν ρίχτηκαν στις υπερβολές, για να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες θερμίδες, τις χαμένες σχέσεις και όσο καταλάβαιναν πως τίποτα δεν ξανακερδίζονταν, τόσο ρίχνονταν σε ένα ξόδεμα πόρων και εαυτών, άνευ ορίων.

*Υπήρχε τότε μια ψησταριά στο Κερατσίνι (παντού θα υπήρχε) στη γειτονιά Νερό, όπου στις γιγαντιαίες μερίδες της μαζί με τις 4 σούβλες κεμπάπ, τις πολλές πίτες, και τα άφθονα συνοδευτικά έβαζαν από πάνω ως επιστέγασμα και μια κουταλιά φρέσκο βούτυρο, τι πιο σίγουρο από μια λιπαρή επιβεβαίωση του ανεπίστρεπτου της πείνας!   
Οι άνθρωποι τότε, συνήθως τα Σαββατόβραδα, μετά από τέτοιο φαγητό γλυκαίνονταν με εκμέκ και καϊμάκια, και μαζί με τα κρασιά (στα οποία έριχναν ένα κομμάτι μήλο για να μην μεθούν) ρουφούσαν βαριά τσιγάρα μέχρι το φίλτρο, ακούγοντας τον Καζαντζίδη ή τον Διονυσίου από Τζουκ-μποξ. Ακολουθούσαν τα φουσκώματα, οι σόδες, τα αλκασέντζερ και οι ασπιρίνες, αλλά η συλλογική άγνοια για την χοληστερόλη και τα αδέρφια της, επέτρεπε την άλλη μέρα που ήταν Κυριακή μια ράθυμη εκδρομή ως τις χασαποταβέρνες της Χασιάς και της Σταμάτας, ένα ταξίδι δηλαδή στα σύνορα ενός αντικατοπτρισμού της ευδαιμονίας, αφού όσο άγγιζαν την εικόνα της τόσο αυτή άλλαζε ράφι και αμπαλάζ, και φτου κι απ΄την αρχή.

No comments: