Ο μπαμπάς κάπνιζε με πάθος 22 αντινικότ μαλακό, από όταν τον θυμάμαι μέχρι που έφυγε ταλαιπωρημένος και από το κάπνισμα.
Αγόραζε δυο ή τρία μαζί τα πακέτα και κάπνιζε όλη μέρα ρουφώντας τα τσιγάρα με λαιμαργία μέχρι το φίλτρο, ως που κιτρίνισαν τόσο πολύ τα δάχτυλά του που δεν καθάριζαν ούτε με χλωρίνη. [Σκέφτομαι πως αν ποτέ ξαναρχίζα το κάπνισμα, που δεν το σκοπεύω, το σωστό θα ήταν να καπνίσω και γω 22, και να φτιαχτεί έτσι μια οικογενειακή παράδοση.] [Any way] πολλές φορές έστελνε εμένα να τα πάρω από την ΕΒΓΑ της γειτονιάς, και το έκανα με χαρά όχι γιατί μου άρεσαν τα τσιγάρα, ήταν νωρίς ακόμα γι΄αυτά, αλλά μάλλον διότι κέρδιζα καμιά τουλούμπα ή γαριδάκια, ανάλογα με τα ρέστα.
Αλλά όταν αργότερα άρχισα να επιθυμώ να καπνίσω ούτε λόγος βέβαια να προμηθευτώ τα αναγκαία από το γειτονικό κατάστημα, πάντα υπήρχε ο ψίθυρος πως οι περιπτεράδες ήταν καρφιά της ασφάλειας. Κι αν ήταν ρουφιάνοι στα πολιτικά, στα τσιγάρα θα σταματούσαν; και δεν θα το κάρφωναν χαιρέκακα στους γονείς; Για να μην μας πάρει κανένα μάτι πηγαίναμε πιο μακριά, στον άι Νικόλα ή ακόμα και στην πλατεία Κρήνης που βρίσκεται στην άλλη άκρη της λεωφόρου Παναγή Τσαλδάρη για περισσότερη σιγουριά, έξω από την μεθόριο της οικειότητας. Τις γειτονιές μπορεί τώρα που τις χάσαμε να τις νοσταλγούμε, αλλά τότε ήταν ένας ασφυκτικός, ώρες ώρες, μηχανισμός επιτήρησης, και ίσως αυτό μέτρησε στο να γίνει αποδεχτή, παρά τα όσα κατά καιρούς γράφονται, ακόμα και ως ανακουφιστική η ανοικειότητα των πολυκατοικιών.
Εκεί λοιπόν, στις πλατείες, που η μια είναι ημικυκλική με φύτευση και χαρακτήρα πάρκου και η άλλη παραλληλόγραμμη και πιο απλόχωρη, αλλά που και οι δυο είχαν από μια ίδια προτομή του Ελευθέριου Βενιζέλου, πηγαινοερχόμασταν βουρλισμένοι από την επιθυμία, περισσότερο για την ίδια την επιθυμία που ξύπναγε παρά για το τσιγάρο, υπήρχαν τότε δυο περίπτερα όχι σαν τα άλλα τα συνηθισμένα αλλά πιο φωτεινά με γυάλινες βιτρίνες στις πλευρές τους γεμάτες με όλες τις ξένες μάρκες των τσιγάρων: Pall Mall, Lucky Strike, Dunhill, Malboro, Camel και Rothmans ψηλόλιγνα, αυτά και κάτι πράσινα μενθόλ θυμάμαι, που μια φορά που τα δοκίμασα έπαθα βαριά φαρυγγίτιδα στο δεύτερο!
Φοβερά περίπτερα, ενθουσιαστικά όταν σε λίγο ανακαλύψαμε πως εκτός από δυναμιτάκια πουλούσαν κι άλλα απαγορευμένα, όπως τα εξωτικά τσιγάρα, τα πορνοπεριοδικά και τα προφυλακτικά! Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Μαγικά ξύλινα βαμμένα με λαδομπογιά μικρομάγαζα που είχαν πολλά από όσα επιθυμούσαμε και νομίζαμε πως αρκούσαν για να γίνουμε άντρες.
Η πρώτη όμως γνωριμία μου με τα συγκεκριμένα περίπτερα ήταν κάπως ανορθόδοξη, λίγα χρόνια πριν που ήθελα να είμαι στους προσκόπους και πήγαινα κάθε Κυριακή στις 10 το πρωί στο 8ο Σύστημα Προσκόπων που στεγαζόταν στο 2ο Δημοτικό Σχολείο αλλά είχε ξεχωριστή είσοδο από την οδό Αμυραδάκη, μέχρι που μια τέτοια μέρα, ο υπαρχηγός με έστειλε να του αγοράσω ένα πινελί (έτσι το είπε, έτσι το άκουσα) ! Στο δρόμο προβληματίστηκα, πινελί ; Επίτηδες ή από λάθος, δεν είμαι και σίγουρος πια, πάντως πήρα απόφαση και σίγουρα πήγα τρέχοντας ως το περίπτερο με τα ξένα τσιγάρα, που είχε όλα τα καλά, και του αγόρασα ένα ωραιότατο πινέλο του ξυρίσματος με μαλακή τρίχα, και επίσης τρέχοντας γύρισα, ενώ εκείνου του τρέχαν τα σάλια περιμένοντας (να φέρω) το πεϊνιρλί που είχε παραγγείλει από τον φούρνο του Χάρη, ο οποίος ήταν πραγματικά σπεσιαλίστας στο πεϊνιρλί ! Ο υπαρχηγός δεν εκτίμησε ούτε το πινέλο ούτε την τρεχάλα μου, εκνευρίστηκε και πέταξε ένα τσίγκινο τασάκι στο κεφάλι μου, και εγώ εγκατέλειψα τον προσκοπισμό, από τον οποίο δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, ενώ αντίθετα από το περίπτερο θυμάμαι που και τι είχε σε κάθε θαυμαστή πλευρά του, που τις επιθυμίες και που το χιούμορ.
1 comment:
..γεμάτες, αναμνήσεις, οι ζωές..
Post a Comment