Είχα ένα κήπο, φύτρωναν δέντρα και δροσιές, το πρωί γέμιζε πουλιά
Περπατούσα ξυπόλητος, τα καλοκαίρια, στο χώμα ξάπλωνα
Έβαζα εμπόδια μικρά ξυλάκια και παρόμοια στους δρόμους των μερμηγκιών
Πότιζα όταν έπρεπε, φρόντιζα τα αυλάκια και ξεχορτάριαζα
Όταν περνούσαν οι άνθρωποι χαμογελούσα και μοίραζα φρούτα
Κάποτε το χώμα σκούρυνε κι ένας αέρας υγρός σαν ατμός έπεσε πάνω μας
Κι ύστερα ήρθε η θάλασσα, αργά αργά γέμισε ο κήπος με θάλασσα
Άρπαξα μια κολοκύθα αγκαλιά και κράτησα το κεφάλι μου έξω, έτσι σώθηκα
Όσο καιρό χρειάστηκε έμεινα αγκαλιασμένος μαζί της αλλά δεν μιλήσαμε καθόλου
Ώσπου το νερό έφυγε κι άφησε πίσω του αλάτι, και μια ξεβαμμένη κολοκύθα
Έχω έναν κήπο λευκό, κρυσταλλικό, κοφτερό, φοράω παπούτσια
Αστράφτει και τυφλώνει τους περαστικούς, φοράω σκούρα γυαλιά
Κι έχω μια αλυκή να φροντίζω, κρατάω λογαριασμό της παλίρροιας
Φτιάχνω τηγάνια, αλλάζω συνέχεια αυλάκια κι αναχώματα, φοράω καπέλο
Σκουπίζω, και σακιάζω το αλάτι κάθε τόσο, φοράω πουκάμισο
Το σέρνω ως την αποθήκη, να το ανεβάσω στη στοίβα, έχω μια σκάλα εκεί.
[Σώτος Δασκαλόπουλος]
εικόνα UrbanBs
No comments:
Post a Comment