22 September 2014

χωρίς κανένα χάσμα

 η Μάρω (Μαρία Ζάννου) στα 1938

Το καλοκαίρι του '38 ο ερωτευμένος Σεφέρης παίρνει τη Μάρω να τη γνωρίσει στους "δικούς του". Πηγαίνουν στην Αργολίδα κοντά στο Τολό, ο χρόνος και οι καταγωγές έχουν ήδη διασταλεί, φτάνουν στη περιοχή νωρίς τα ξημερώματα, κοιτάζουν την ακτή, ησυχία, ποιος να ψάχνει τι από έναν ξεχασμένο βασιλιά;


η ακρόπολη της Ασίνης


Εκείνοι.
Μέρες και μέρες σκαρφαλώνουν τα βράχια, ψηλαφούν τις χαρακιές, γυρεύουν ίχνη τριών χιλιάδων χρόνων, ανασκάπτουν σκιές κι άδειους ήχους, η γη τους αποκρίνεται ακατάληπτα, χιλιάδες χρόνια κι οι πέτρες έχουν αγριέψει, επιμένουν όμως, σαν μικρές θεότητες σκάζουν στα γέλια, χωρίς άλλο τα βάζουν με το χρόνο, κολυμπούν και φωνάζουν ο ένας στον άλλον τους στίχους από την Ιλιάδα (Β, 559-560)

Οἳ δ᾽ Ἄργός τ᾽ εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν
Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κόλπον ἐχούσας

Έτσι ζουν, εκεί, εκείνο το καλοκαίρι, αψηφούν τον ήλιο που ανεβαίνει τα μεσημέρια απειλητικός, έκσταση και δέος τους διακατέχουν, κι ούτε ξέρουν πώς θα βγούνε από εκείνον τον βαθύ κόλπο κι αν θα ξαναγυρίσουν στη πόλη, το καλοκαίρι τους ρουφάει... Αναζητούν την προσωπίδα και τις λάμψεις από τα όπλα ενός ανώνυμου βασιλιά, κι η συναίσθηση γίνεται η σκαπάνη τους.
Τελικά βρίσκονται οι λέξεις, ο Σεφέρης θα το ήξερε κι από πριν αυτό, είναι βέβαιο, αλλά φτιάχνει έναν ολόκληρο κόσμο και πέρα από τις λέξεις για χάρη τους, για χάρη της. Ο έρωτας κι ο τόπος κάτι μοναδικό συγκροτούν μέσα του, καθώς μια μια οι λέξεις ανασύρονται και μπαίνουν σε μια σειρά φανερώνεται το πιο ζηλευτό, μια σχεδόν ενσαρκωμένη ουτοπία της δημιουργίας, το ίχνος του πλέον ερωτικού καλοκαιριού τους, το ομορφότερο ποίημα που γράφτηκε ποτέ στην Ελληνική γλώσσα, σε πρώτο πληθυντικό, αφού ο ξεχασμένος βασιλιάς λες και υπήρξε, κάποτε, μόνο διότι υπάρχουν αυτοί οι δυο μαζί που τον γυρεύουν εκεί, αύριο ίσως θα υπάρχει γι' άλλους, αλλά εκείνο το καλοκαίρι ήταν δικός τους.

(Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης)

Ἀσίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο

ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγωνιοῦ
Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ὁλοένα.
Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα
ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
μόνο μία λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.
Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
«Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»
καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωῆς,
κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει
ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνα-
ρωτιέται
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς
αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα
καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ
τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ
διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα
μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας
κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε...». Νἄ ῾ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης
ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρόπόλη
ἀγγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ὑφή του πάνω στὶς πέτρες.

(Ἀσίνη, καλοκαίρι ῾38 - Ἀθήνα, Γεν. ῾40,

Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α)













































































































No comments: