30 March 2015

[περιμέναμε]

Ήταν όλα έτοιμα, πίσω από μια πόρτα
περιμέναμε κι απαριθμούσαμε τον κόσμο μας
Η βαλίτσα από μπεζ χαρτόνι, λαμαρινένιες γωνιές
Τα εσώρουχα κάτω κάτω μαζεμένα πουγκιά
Κάλτσες και καινούριες πυτζάμες
(Τυλιγμένες ελπίδες ανέπνεαν τις αναμνήσεις)
Μια καζάκα κίτρινη, μοχέρ, και μια ζακέτα ακόμα, αχρείαστη
Το καλό κοστούμι, κι από πάνω διπλωμένα τέσσερα πουκάμισα.
Βαθιά χωμένα στο κουτί τους, σε ανάπαυση, τα ήδη γυαλισμένα παπούτσια
Μια κολόνια, και μια θήκη μ' όσες φωτογραφίες επέπλευσαν
Όλα, για να μη λείψει τίποτα από εκεί
(Μύριζε ο αέρας γαρύφαλλα)
Σε άλλη τσάντα, οι ταυτότητες, τα διπλώματα κι οι οδηγίες.
(Ποιος μπορεί να πάει δίχως οδηγίες; και να γυρίσει κιόλας...)
Ένα πακέτο, ανέγγιχτο, τσιγάρα και σπίρτα
να μας θυμίζουν πώς το κόψαμε, κάποτε.
Μολύβι, μπλοκάκι, νυχοκόπτης, και ψιλά.
Περιμέναμε χτενισμένοι πίσω από την πόρτα
ολωσδιόλου έτοιμοι, ίσως αποφασισμένοι
Ρούφαγες τη μύτη σου κάθε τόσο
κι έτρεμε, στο βάθος, το φυλλοκάρδι μας.

Αδίκως περιμέναμε· δεν πέρασε κανείς για να μας βγάλει.

(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2015)


19 March 2015

[δέντρο γεμάτο πουλιά, που δεν βλέπω]

Βρέχει με μικρές παύσεις, αναγκαία η συμπύκνωση
μια υγρή αναμονή μας περιτριγυρίζει
σιωπηλό βαρύ ύδωρ κυλά στο δέρμα
στα σώματα, το φως δεν επαρκεί
τυφλά κολλούν χάμω και χάνονται σε όξινα ρυάκια.

Ιχνογραφούνται με αποθέσεις οι αμαρτίες της γης
στίγματα οι καιροί με τα βαρύτερα ιζήματα.

Με μουλιασμένο μυαλό, παραμένω ακίνητος
σ' ακούσια σκοπιά
κάτω από ένα θεόρατο δέντρο γεμάτο πουλιά, που δεν βλέπω
ικεσία κι οιωνός μαζί, από κάτι που θυμάμαι απροσδιόριστο
συνήθισα, όμως ποιος ταμπάκος να βρεθεί για το δέρμα μου;
καθώς τα σύνεργα μου, ακατανόητα, σκουριάζουν
Η επιστροφή στο άμορφο έχει κανόνες, και συσχετίσεις.
δίχως λόγο
αρχίζω να αποστηθίζω Γιώργο Ιωάννου, αργά
Μη φοβάσαι πια, την καλοκαιριάτικη βροχή

ψιθυρίζει άπνους, ανήμπορος να δέσει τα κορδόνια του.
Απαγορεύεται κι απαγορεύεται

Τον βρίσκω αρπαγμένο απ' το δέντρο, στα νύχια έχει ακόμα νωπό φλοιό
Ίσως την αποπλύνει η καταιγίδα.

Ποια καταιγίδα βρε πουλάκι μου; γιατί λαλείς;

αλλάζει η φωνή, γίνεται άλλος, μιλά για άλλα, κι άλλα


που δεν θυμάμαι πια, δεν απαντά όμως.


(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2015)