Ήταν
όλα έτοιμα, πίσω από μια πόρτα
περιμέναμε
κι απαριθμούσαμε τον κόσμο μας
Η βαλίτσα
από μπεζ χαρτόνι, λαμαρινένιες γωνιές
Τα
εσώρουχα κάτω κάτω μαζεμένα πουγκιά
Κάλτσες
και καινούριες πυτζάμες
(Τυλιγμένες
ελπίδες ανέπνεαν τις αναμνήσεις)
Μια
καζάκα κίτρινη, μοχέρ, και μια ζακέτα
ακόμα, αχρείαστη
Το καλό
κοστούμι, κι από πάνω διπλωμένα τέσσερα
πουκάμισα.
Βαθιά
χωμένα στο κουτί τους, σε ανάπαυση, τα ήδη γυαλισμένα
παπούτσια
Μια
κολόνια, και μια θήκη μ' όσες φωτογραφίες
επέπλευσαν
Όλα, για
να μη λείψει τίποτα από εκεί
(Μύριζε
ο αέρας γαρύφαλλα)
Σε άλλη
τσάντα, οι ταυτότητες, τα διπλώματα κι
οι οδηγίες.
(Ποιος
μπορεί να πάει δίχως οδηγίες; και να
γυρίσει κιόλας...)
Ένα
πακέτο, ανέγγιχτο, τσιγάρα και σπίρτα
να μας
θυμίζουν πώς το κόψαμε, κάποτε.
Μολύβι,
μπλοκάκι, νυχοκόπτης, και ψιλά.
Περιμέναμε
χτενισμένοι πίσω από την πόρτα
ολωσδιόλου
έτοιμοι, ίσως αποφασισμένοι
Ρούφαγες
τη μύτη σου κάθε τόσο
κι
έτρεμε, στο βάθος, το φυλλοκάρδι μας.
Αδίκως
περιμέναμε· δεν
πέρασε κανείς για να μας βγάλει.
(Σώτος
Δασκαλόπουλος, 2015)