Ήμουν
δώδεκα χρονών, και κάθε μέρα που περπατούσα το ένα χιλιόμετρο από το σπίτι στο
γυμνάσιο, η πόλη μου φαινόταν ερεθιστική στο πρωινό φως. Παρατηρούσα,
τα πεζοδρόμια, τις εισόδους, τα πλατύσκαλα, τις προσόψεις, τα κτίσματα στο
σύνολο σε αυτή τη γωνιά του κόσμου δεν είχαν ρυθμό. Κατοικίες σε ένα ή δυο ορόφους με στενές
εισόδους-σκάλες, ώστε να χωρέσουν στα περιορισμένα όρια των προσφυγικών
οικοπέδων τα μαγαζιά που ήταν απαραίτητα είτε για ιδιόχρηση από το μάστορα ή
μικροέμπορο ιδιοκτήτη είτε για να νοικιάζονται – σήμερα
τα περισσότερα ισόγεια δεν έχουν κανένα εμπορικό ενδιαφέρον και κατέληξαν να στεγάζουν μια ή δυο θέσεις στάθμευσης.
Παρόλη όμως την ομοιότητα των αναγκών εκείνη η λαϊκή συνοικία είχε μια σχετικά μεγάλη
ποικιλία σπιτιών.
Ωστόσο
λίγα κτίσματα μου άρεσαν, τα παλιά βιομηχανικά πέτρινα κτίρια της μάντρας του
μπλόκου, ιδιαίτερα η ξύλινη πορτάρα της, ένα εργοστάσιο εσωρούχων που τότε
ακόμα λειτουργούσε, και η λέσχη Ποντίων, ένα επιβλητικό αλλά αυστηρό κτίριο με ορθομαρμαρώσεις, άσχημο, όπου όμως έπαιξα τον ένα και μοναδικό θεατρικό ρόλο μου, σε ηλικία πεντέμισι
ετών, σε μια παράσταση της έκτης
γυμνασίου ιδιωτικού σχολείου, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», εγώ ήμουν στο νηπιαγωγείο
αλλά τέλος πάντων με διάλεξαν να κάνω τον Ορέστη. Η όλη κατάσταση στις πρόβες όπως
και τα παρασκήνια που μου είχαν φανεί δαιδαλώδη με μπέρδεψαν τόσο ώστε να πιστέψω
πως η Ιφιγένεια ήταν πραγματικά αδελφή μου και να ρίξω ένα σπαρακτικό κλάμα στα πόδια
του Αγαμέμνονα. Θρίαμβος!
Επανέρχομαι
στα σπίτια, μου άρεσαν τα ταπεινά, ισόγεια, φτωχικά προσφυγικά σπιτάκια, με μικρά
δωμάτια και ακόμα μικρότερες αυλές. Σπίτια που κάποιος παρατηρητικός
πρόσεχε είτε την αδιάκοπη εναλλαγή ενοίκων είτε την ισόβια κατοίκηση από μοναχικούς
ανθρώπους, πρόχειρες κατασκευές που παρόλη την φροντίδα και τα ασβεστώματα
φώναζαν, «είμαστε για προσωρινή κατοίκηση». Μαζικές κατασκευές με αποστολή κέντρου
διερχομένων, γι’ αυτό φτιάχτηκαν, για να μπουν οι πληγωμένοι άνθρωποι
που έφταναν κάποτε σαν τα τρελά πουλιά, να μείνουν ώσπου να γιατρέψουν τις
πληγές τους, να ορθοποδήσουν και να φύγουν για κανονικά σπίτια. Άλλο που,
πολλοί έμειναν μια ζωή, κι έμειναν και τα παιδιά τους. Η ορθοπόδηση αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη υπόθεση από τη διάσωση. Άλλωστε ακολούθησαν άλλες περιπέτειες, και δεν έμεινε καταστροφή που να μην χωρέσει σε τούτο το τόπο.
Ανάλογης αποστολής ήταν οι αυλές, τα λαϊκά αθηναϊκά
σπίτια, όλα αυτά τα επιμέρους δωμάτια-σπίτια
που δεν έβλεπαν σε δρόμο αλλά στην κοινόχρηστη εσωτερική αυλή, και η πρόσβαση
σε αυτά γινόταν από ένα πέρασμα που υπήρχε στο πλάι ή κάτω από άλλο
κτήριο που ήταν εξωτερικά στην πρόσοψη. Σε
μια τέτοια αυλή στην οδό Ροϊκου, στο Ν. Κόσμο, έζησε για αρκετά χρόνια ο
πατέρας μου με την αδελφή του και τη θεία Ελένη που τους έφερε στην Αθήνα το
1942 όταν πέθαναν από την πείνα της κατοχής οι γονείς και ακόμα μια τους κόρη στις
Σπέτσες.
Θέλω
να πω τα σπίτια σχηματίζονταν έτσι ή αλλιώς, με αυτά κι όχι τα άλλα υλικά γιατί
έχουν κάποια αποστολή στα πλαίσια της ανάγκης ή του συλλογικού φαντασιακού της
εποχής τους. Αν προκύπτουν άμεσες και μεγάλες ανάγκες στέγασης τότε τα σπίτια φτιάχνονται γρήγορα, πρόχειρα και μικρά, όπως τότε. Και δεν σταματούν να μετασχηματίζονται, μαθαίνουν τα χούγια των ενοίκων, οι τοίχοι εισπνέουν τις εκπνοές και τα παλιά κύτταρα των ανθρώπων γεμίζουν τις μικρές ρωγμές. Έπειτα, τα σπίτια μιλούν για τους ανθρώπους τους, μυρίζουν όπως αυτοί, περιγράφουν στην εντέλεια ποιοι
είναι και τι θέλουν, ποιους φόβους και ποιες ελπίδες είχαν. Μετά έρχονται άλλοι, οι μεθεπόμενοι, που
δεν έχουν βιώσει όσα βίωσαν κι έλπισαν εκείνοι οι άνθρωποι, και αποφαίνονται "τι όμορφα που ήταν τα προσφυγικά!... με τα γεράνια και τις τριανταφυλλιές τους", αλλά
δεν έχουν πολλά να πουν για όσα δεν είδαν, για τους τοίχους από πισσωμένο χαρτόνι ή πλίνθους, για τις στέγες που
έσταζαν, για τις σκάλες το τρεχούμενο νερό και την αποχέτευση που έλειψαν για χρόνια.
Τότε
όμως στα 1975, εννοείται πως φανταζόμουν
κι εγώ όπως οι περισσότεροι τη ζωή μακριά από αυτή τη συνοικία, πλάθοντας φαντασιακά
αστικά περιβάλλοντα με ελεύθερη συναρμογή πραγματικών εικόνων από την Αθήνα αλλά
και από τον κινηματογράφο. Συνήθως δεν σταματούσα στο σκηνικό, αλλά
ξεκινώντας από κάποια μικρή, ασήμαντη ίσως, λεπτομέρεια, ένα απλωμένο εσώρουχο στην
αυλή, ή μια ανθισμένη νεραντζιά μπροστά από ένα μισάνοιχτο παντζούρι, ένα κορίτσι
που πέρασε μια στιγμή πίσω από ένα κουρτινάκι έπλαθα σενάρια για τους κατοίκους τους και αργοπορούσα να φτάσω στο γυμνάσιο.
Όμως,
το σπίτι που θαύμαζα ήταν ένα! Γωνιακό, δίπατο με εκλεκτικιστικά στοιχεία, στέγη
με ακροκέραμα στις γωνίες, «η βίλα του Αμερικάνου» με δυο συμμετρικές
ημικυκλικές σκάλες που αγαλλίαζαν κάτι που κάποτε θα υποδύονταν μια λιμνούλα
και οδηγούσαν στην υπερυψωμένη είσοδο. Το κοίταζα κάθε πρωί, παρατημένο φαινόταν,
με κλειστά τα παράθυρα, πάντα σφαλιστή την κεντρική δίφυλλη πόρτα εισόδου στο
πεζοδρόμιο. Κάποιος έμενε όμως αφού κάποτε έβλεπα ανοιχτό ένα φύλλο παντζουριού
σε κάποιο παράθυρο, ή άναβε ένα φως το βράδυ, αλλά αυτό ήταν όλο. Πότε δεν είδα
τον Αμερικάνο.
Στο πεζοδρόμιο είχε ένα μαρμάρινο φαγωμένο στις ακμές πλατύσκαλο
και δίπλα ένα σκουριασμένο ποδόμακτρο. Όλη η επαφή μου με το σπίτι διαρκούσε
όσο να κάνω τα βήματα περνώντας μπροστά του, αλλά η φαντασία μου οργίαζε. Όταν
αργότερα το νοίκιασε η οικογένεια ενός συμμαθητή μου πέρασα το κατώφλι. Τότε το βρήκα κάπως ενοχλητικά
ψηλοτάβανο, παραμελημένο και άδειο όπως τα διοικητήρια των στρατοπέδων όπου αργότερα υπηρέτησα. Τι τα θέλετε, μόλις πέρασα μέσα η μαγεία είχε χαθεί. Το σπίτι
είχε χάσει προ πολλού την αποστολή του, δηλαδή να στεγάσει και να επιδείξει τον
Αμερικάνο.
Μερικά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 80, «η βίλα του
Αμερικάνου» κατεδαφίστηκε, και στη θέση της κτίστηκε μια πολυκατοικία από τις
χειρότερες.
Σήμερα, αν τύχει να περάσω από το πεζοδρόμιο δεν κοιτάζω.
Οι
πολυκατοικίες είναι δυο ειδών. Εκείνες που στέγασαν στο κέντρο της πόλης την
τάξη των εμπόρων που βγήκε αλώβητη από τον πόλεμο, κυρίως εκείνους που είχαν επενδύσει σε
χρυσό, και κοντά σε αυτούς και όσους πρόσφεραν τις υπηρεσίες που
χρειαζόταν η αναδυόμενη κυρίαρχη κοινωνική μερίδα, επιστήμονες, γιατροί,
αρχιτέκτονες, κα. Οι πολυκατοικίες αυτές
με τα άνετα, καλοσχεδιασμένα και καλοχτισμένα διαμερίσματα, με πάνω ορόφους
ανάλογους με την οικονομική διαστρωμάτωση, και υπόγεια για τους νεοαφιχθέντες
επαρχιώτες που αναλάμβαναν τις κατώτερες εργασίες, πολλές φορές εντός του μικρόκοσμου της πολυκατοικίας, επιτέλεσαν πολύπλοκη
αποστολή, πολυπλοκότερη ίσως των προσφυγικών ή των αυλών, εφόσον είχαν κτιστεί για να αντέχουν
στο χρόνο και στους μετασχηματισμούς της πόλης.
Η
ραγδαία αστικοποίηση όμως δημιούργησε τεράστιες ανάγκες στέγασης, και δεν ήταν
δυνατό να ικανοποιηθούν όλες με την ποιότητα των αρχικών πολυκατοικιών, ήταν
θέμα διαθέσιμων κεφαλαίων. Ο πολύς ο κόσμος έμεινε και μένει, πεπεισμένος πως είναι εντάξει έτσι, στις πολυκατοικίες της μαζικής αντιπαροχής, που κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν
μικρότερα αλλά όχι ασήμαντα όνειρα, για να καλύψουν βασικές ανάγκες, αερισμό,
επαρκώς φωτισμένους χώρους, θέρμανση, κα. Οι πολυκατοικίες αυτές δημιούργησαν τους
μικροαστούς, περισσότερο από όσο αυτοί εκείνες - στέγασαν ανθρώπους που
προηγουμένως είχαν ξεκόψει από τη γη τους εγκαταλείποντας την χρόνια ανασφάλεια
του μόχθου για να βρουν καταφύγιο στην ασφάλεια της μισθωτής εργασίας και στην
ανωνυμία της ίδιας πόρτας.
Υπάρχουν
φυσικά κι άλλα είδη σπιτιών, μικρά και μεγάλα, πολυτελή και παράγκες, όλα όμως για κάποια αποστολή ζωής είναι φτιαγμένα,
λιγότερα εκείνα που μπορούν να επιτελέσουν το έργο «μένουμε στο σπίτι», περισσότερα τα
άλλα, τα δυάρια και τα τριάρια που κατασκευάστηκαν για να απορροφηθούν τα στεγαστικά δάνεια, με κλεισμένους και τακτοποιημένους πλέον τους
ημιυπαίθριους χώρους, σπίτια με ελάχιστους εσωτερικούς κοινόχρηστους χώρους, με
υποτυπώδεις εξώστες, με μικρές κάμαρες πολύ κοντά στις απέναντι κάμαρες, σπίτια
φτιαγμένα για ανθρώπους που εργάζονται 8ωρο, σπίτια που επαρκούν για ένα ύπνο
ένα μπάνιο ένα μαγείρεμα και δυο ώρες μπροστά σε μια τηλεόραση, κι αυτή ήταν όλη
η αποστολή τους, ούτε λίγη ούτε πολλή - αλλά, σπίτια εντελώς ακατάλληλα για
συνεχή κατοίκηση, συγκατοίκηση, εργασία εξ αποστάσεως και κάτοικόν νοσηλεία αν
χρειαστεί.
Κι όμως αυτά είναι τα σπίτια που αναλαμβάνουν σήμερα το βάρος του φόβου μας, που καλούνται και προσπαθούν να παίξουν ένα άγνωστο ρόλο, να κρατήσουν για καιρό την αποστασιοποιημένη ζωή μέσα τους, και όχι όπως θέλει το μότο, εμείς να «μένουμε στο σπίτι». Δύσκολο έργο, τα σπίτια ζορίζονται περισσότερο από τους ανθρώπους.
Ας συμπαρασταθούμε στα σπίτια της καραντίνας, να ακούμε τη φωνή τους, να στηρίξουμε τους τοίχους τους, να πλένουμε τα δάπεδα, τα σιφώνια καθαρά, τα συρόμενα τζάμια τους διαυγή, για να μείνουμε κι εμείς διαυγείς ως το τέλος - αυτή είναι η δική μας αποστολή.
Κι όμως αυτά είναι τα σπίτια που αναλαμβάνουν σήμερα το βάρος του φόβου μας, που καλούνται και προσπαθούν να παίξουν ένα άγνωστο ρόλο, να κρατήσουν για καιρό την αποστασιοποιημένη ζωή μέσα τους, και όχι όπως θέλει το μότο, εμείς να «μένουμε στο σπίτι». Δύσκολο έργο, τα σπίτια ζορίζονται περισσότερο από τους ανθρώπους.
Ας συμπαρασταθούμε στα σπίτια της καραντίνας, να ακούμε τη φωνή τους, να στηρίξουμε τους τοίχους τους, να πλένουμε τα δάπεδα, τα σιφώνια καθαρά, τα συρόμενα τζάμια τους διαυγή, για να μείνουμε κι εμείς διαυγείς ως το τέλος - αυτή είναι η δική μας αποστολή.
No comments:
Post a Comment