28 January 2012

ΙΟΥΔIΘ, ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


" Η Ιουδίθ σκοτώνει τον Ολοφέρνη", ένα συγκλονιστικό έργο της Artemisia Gentileschi judith (1593–1652) ανταγωνιστικό του αριστουργήματος  του Caravaggo!



Οι άφθονες κάρες των Αγίων και οι θρησκευτικού νοήματος καρατομήσεις ανήκουν στο αφηγηματικό δένδρο των δια -της αποκοπής- ιερών εκπληρώσεων, του οποίου η ρίζα ποτίζεται από την «πρωταρχική πηγή»  των θαυμαστών καρατομήσεων (υπάρχουν και τέτοιες) στην οποία εμπλέκονται καίρια και οι πραγματικές πηγές (των υδάτων) όσο και τα σπαθιά των ανθρώπων.
Στην αρχή λοιπόν - όπως σχεδόν πάντα- υπάρχει μια εκπληκτική βιβλική ιστορία!  Το τρομερό εγχείρημα της Ιουδήθ ανήκει σε μια σχετικά άγνωστη πτυχή της αρχαίας ιστορίας των Ισραηλιτών εφόσον αναφέρεται μόνο στην βιβλική εκδοχή των Εβδομήκοντα.
Κατά της πολιορκίας της μικρής πόλης Βαιτυλούα από ένα τεράστιο στρατό με στρατηγό τον Ολοφέρνη, απεσταλμένο του Ναβουχοδονόσορα, οι κάτοικοί (της) -με απόφαση των ιερέων τους οι οποίοι ανέμεναν το συνηθισμένο σωτήριο θαύμα από τον Κύριο- αρνήθηκαν την παράδοσή. [«εκατόν εβδομήντα χιλιάδες (170.000) δυνατών πολεμιστών και δώδεκα χιλιάδες (12.000) ιππείς. Εκτός αυτών μέγα πλήθος ακολουθούσε για τις αποσκευές» Ιουδίθ  Ζ΄2-4 ]. Επιπλέον, τον Ολοφέρνη βοηθούσαν οι σατράπες της Φιλισταιο-Φοινικικής παραλίας, οι οποίοι του  είχαν ήδη παραδοθεί. Αυτοί τον συμβούλευαν πώς να χειριστεί την υπόθεση ώστε να κάμψει την παράλογη αποφασιστικότητα των απόγονων των Χαλδαίων. Μέσα απ’ τα τείχη, οι Ισραηλίτες με αγωνία παρακολουθούσαν το μέγα εχθρικό πλήθος που υπέταξε αμαχητί όλη σχεδόν την Παλαιστίνη, να στρατοπεδεύει απειλητικά χαμηλά στη κοιλάδα τους 
Όμως κάποιοι Φιλισταίοι απ’ την γύρω περιοχή, [«στρατηγοί των παραλίων χωρών»]   έδωσαν στον Ολοφέρνη μια σημαντική συμβουλή, [«άκουσε ένα λόγο και από μας μεγάλε Ολοφέρνη, για να μη συμβεί μεγάλη θραύση (χαμός) στη στρατιωτική σου δύναμη. Ο λαός αυτών των Ισραηλιτών, δεν στηρίζεται στα δόρατα και στην στρατιωτική του δύναμη, αλλά στο ύψος των ορέων, όπου αυτοί κατοικούν... Λοιπόν δέσποτα Ολοφέρνη, μην πολεμήσεις εναντίον αυτών, όπως συνήθως γίνεται ο πόλεμος κατά παράταξιν, και δεν θα χάσεις ούτε έναν στρατιώτη. Μείνε στο στρατόπεδόν σου, προφύλαξε από κάθε φθορά τους άνδρες σου, και ας βαδίσουν μερικοί απ’ τους στρατιώτες σου δια να καταλάβουν την πηγήν του ύδατος, η οποία αναβλύζει από του όρους. Διότι εκείθεν υδρεύονται πάντες οι κάτοικοι της Βαιτυλούα».[3] Ιουδίθ Ζ΄ 9-13]. Τέτοια κατά το συνήθειο, ρουφιάνεψαν οι γείτονες για τους γείτονες τους,  [«Και ήρεσαν οι λόγοι αυτών εις τον Ολοφέρνη... και κατέλαβαν τα ύδατα και τας πηγάς των υδάτων των Ισραηλιτών... και εστρατοπέδευσαν εις την ορεινήν...(στις ορεινές πηγές δηλαδή) και απέστειλαν τμήμα εξ αυτών (των στρατιωτών) προς νότον  και προς ανατολάς... εις τον χείμαρρον... (κατέλαβαν κάθε άλλη πηγή ύδρευσης) και η λοιπή στρατιά των Ασσυρρίων εστρατοπέδευσεν εις την πεδιάδαν και εσκέπασαν (με τον στρατό τους) όλην την χώραν. Και ανεβόησαν προς τον Κύριον οι υιοί Ισραήλ, ότι εκύκλωσαν πάντες οι εχθροί αυτών». Ιουδίθ Ζ΄ 16-19].  
Ο Ολοφέρνης απέκλεισε με φρουρές όλες τις πηγές στη γύρω χώρα, και το πλήγμα για τους πολιορκημένους ήταν διπλό. Όχι μόνο αποκλείστηκαν από το πολύτιμο νερό των πηγών τους, αλλά άθελά του ο Ολοφέρνης, αχρήστευσε απολύτως κάθε δυνατότητα  επιβολής των γνωστών μας νεροπληγών, (υδατομαγγανείας) στους στρατοπεδευμένους στρατιώτες του κάτω στην κοιλάδα, απ’ τη μεριά των πολιορκημένων!
Διψασμένοι οι πολιορκημένοι άντεξαν για τριάντα τέσσερις ημέρες, περιμένοντας κάποιο "θαύμα" που αυτή τη φορά δεν έλεγε να φανεί. Το αποθηκευμένο νερό τέλειωσε και πολλοί κατέρρεαν μέσα στις οδούς. Εξοργισμένοι οι προεστοί με την απόφαση των ιερέων να μην παραδώσουν την πόλη, στην παντοδύναμη στρατιά, απαιτούν την άμεση παράδοση της πόλης στα χέρια του Ολοφέρνη. Οι ιεράρχες κι αυτοί πανικόβλητοι ζητούν μια μικρή ολιγοήμερη παράταση, με την ελπίδα πως ο "θεός", τελικώς δεν θα τους εγκαταλείψει. [«Απλώθηκε δε εις όλη την πόλην θλίψις μεγάλη και ταπείνωσις»].
Όμως κανένα θαύμα και κανένας άγγελος κυρίου δεν στέργει να λυτρώσει τους απελπισμένους, των οποίων ούτε τα φανερά ή μυστικά όπλα μπορούν να τους υπερασπίσουν, ούτε καν ο συνηθισμένος στα Βιβλικά αλληλοσπαραγμός των αντιπάλων δεν εμφανίζεται αυτή τη φορά. Ακριβώς εκεί όμως, πάνω στο όριο του αφανισμού, εμφανίζεται η αστείρευτη δύναμη του λαού, που δίνει τους δικούς του ήρωες, τη στιγμή της έσχατης ανάγκης! Ο ήρωας αυτής της ιστορίας είναι γυναίκα, η Ιουδίθ! Τι γυναίκα όμως!
Η Ιουδίθ, ήταν μια πανέμορφη χήρα, που πενθούσε για τρία χρόνια και τέσσερις μήνες, αλλά που ξαφνικά είναι εκείνη που παίρνει πρωτοβουλία να σώσει την πόλη και παρουσιάζει στους ιερείς το σχέδιο της. Η προσευχή της αποκαλύπτει μια αποφασισμένη για όλα γυναίκα: [«Κύριε εξαπέστειλε την οργή σου εις τας κεφαλάς αυτών και δώσε εις το χέρι εμού της χήρας, να πράξω εκείνο το μεγάλο έργον... με τα απατηλά λόγια που θα βγουν από το χείλη μου (εκ χειλέων απάτης μου) πλήξε δούλο μαζί με τον αφέντη του και αρχηγό με τον υπηρέτη του μαζί, και σύντριψε την αλαζονεία τους με το χέρι μιας γυναικός». Ιουδίθ Θ΄ 9-10.
 «Ω θεέ των πατέρων μου, θεέ της κληρονομιάς του Ισραήλ... δώσε εις τον στόμα μου λόγια απατηλά, εις όλεθρο και καταστροφή αυτών (δός λόγον μου και απάτην εις τραύμα και μώλωπα αυτών)... ότι συ είσαι ο θεός πάσης δυνάμεως και ισχύος». Ιουδίθ Θ΄ 12,14.]
Η αφήγηση δείχνει με κάθε λεπτομέρεια τις προετοιμασίες της. Η πανέμορφη χήρα έβγαλε τα ρούχα της χηρείας. Έλουσε το σώμα της και το άλειψε με ακριβό μύρο. Χτένισε περίτεχνα τα μαλλιά της. Έβαλε τα καλύτερά της ενδύματα, δαχτυλίδια, ενώτια και πάσης φύσεως στολισμούς. Φόρεσε τα σανδάλια της και πάνω απ’ όλα, ζώστηκε το πλέον ακαταμάχητο όπλο της, την πλανερή γοητεία: [«εκαλλωπίσθη σφόδρα εις (εξ)απάτησιν οφθαλμών ανδρών, όσοι αν ίδωσιν αυτήν». Ιουδίθ Ι΄3,4]. 
Όταν η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε, η Ιουδίθ ήταν πια αήττητη, πρωταγωνίστρια σ’ όλο το επιτηδευμένο θηλυκό μεγαλείο της είναι έτοιμη να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της, για το οποίο δεν θα έφθαναν μόνο τα απατηλά της λόγια και τα όπλα της αρωματισμένης θηλυκότητάς της. Μαζί της παίρνει: [«ασκοπυτίνην οίνου, και καψάκην (κασελάκι) ελαίου», ένα σάκο ψωμί και σύκα]. 
Όμως, σε μια δούλη της, που θα την ακολουθήσει πιστά ως το τέλος, παραδίδει και άγνωστο αριθμό αγγείων: [«και περιεδίπλωσεν πάντα τα αγγεία αυτής και τα επέθηκεν (φόρτωσε) έπ’ αυτήν». Ιουδίθ Ι΄5]. Ούτε ο αριθμός των αγγείων ούτε το περιεχόμενό τους γίνεται γνωστός στο Βιβλικό κείμενο! Όλα αυτά τα πράγματα λοιπόν, τα φορτώνει στη δούλη της και ξεκινά με τις ευχές των ιερέων της πόλεως, που μένουν άναυδοι από την ομορφιά της και της λέγουν: [«Ο θεός, ο θεός των πατέρων μας ευχόμεθα να σου δώσει χάριν ώστε να φέρεις εις πέρας το έργον σου (τα επιτηδεύματά σου)»].
Η Ιουδίθ, τους απάντησε αποφασισμένη: [«ανοίξατε μου την πύλην της πόλεως, να εξέλθω και να φέρω εις πέρας τα έργα δια τα οποία είχατε (συν)ομιλήσει μαζί μου» Ιουδίθ Ι΄8,9.]
Η πεντάμορφη, μυρωδάτη χήρα, θαρραλέα κατηφόρισε προς το στρατόπεδο του εχθρού, δείχνοντας από μακριά σ’ όλους, πως όχι μόνο δεν φοβάται κανέναν, αλλά και ότι γνώριζε πολύ καλά τις εντυπώσεις που σκορπούσε στους αντίπαλους στρατιώτες, που έκπληκτοι την παρακολουθούσαν καθώς πλησίαζε λικνιστή σαν γιορτοστόλιστη φρεγάτα.
Στο στρατόπεδο μαζεύτηκε ανδρομάνι [«συρροή ανδρών»!], όλοι ήθελαν να την δουν και να την θαυμάσουν! Επαινούσαν δε ενθουσιασμένοι το γένος των Εβραίων, που ανάμεσά τους έχουν τέτοιες θαυμαστές και αξιοπόθητες γυναίκες!
Η Ιουδίθ, μαζί με την φορτωμένη δούλα της, οδηγείται ενώπιον του Ολοφέρνη, ο οποίος  δεν αργεί να παγιδευτεί, στην επιθυμία που του γέννησε αυτό το λαχταριστό θηλυκό,  μια ανεπανάληπτη φαντασίωση την οποία κανένας άνδρας δεν θα κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να αποφύγει! Η Ιουδίθ,  με ατέλειωτες κολακείες, φουσκώνει με υπερηφάνεια τα μυαλά του στρατηγού Ολοφέρνη, τυλίγοντάς τον αργά αλλά σταθερά, στο αρωματισμένο πέπλο της γοητείας και των πλανερών της στόχων.
Με προσποιητή σεμνότητά παρουσιάζεται ως ιέρεια της πόλης, απ’ την οποίαν ξέφυγε καθώς του λέει πολύ οργισμένη για τις άπειρες ασέβειες και αδικίες που της είχαν κάνει, και του προσφέρει ολόκληρο σχέδιο καταλήψεως της ίδιας της πόλεώς της! Όλοι γνωρίζουν, του λέει, ότι αυτή η πόλη θα πέσει μόνο αν οι κάτοικοί της αμαρτήσουν στο θεό τους, και αυτό άρχισε ήδη να συμβαίνει, καθώς άρχισαν, αμαρτάνοντας, να καταναλώνουν τις "ιερές τροφές" και τα απαγορευμένα "άγια" αποθέματα νερού απ’ τον ναό!
Ο Ολοφέρνης ευχαριστεί την τύχη που του έφερε τέτοιο θηλυκό κελεπούρι, το οποίο πέραν των πόθων θα του χαρίσει μια ανώδυνη νίκη, ενάντια στην πεισματάρα πόλη!  
Η Ιουδίθ, μετά από τόσες ευφάνταστες ψευτιές, που σαν γλυκά φιλιά  τις άφησε απαλά στ’ αυτιά του Ολοφέρνη, περνά έντεχνα σε ένα μοναδικό... "ασήμαντο"... δικό της αίτημα. Ένα εντελώς απλό αίτημα, που αν και λίγο ιδιόμορφο της χαρίζει πρόσθετη αίγλη και θηλυκότητα, αφού απορρέει απ’ την ευσεβέστατη και ιδιότυπη ζωή της... ιέρειας! Του λέει λοιπόν:[ «ότι η δούλη σου θεοσεβής εστί και λατρεύω νύκτα και ημέρα τον θεόν του ουρανού...], θα μείνω λοιπόν μαζί σου... αλλά παρακαλώ την άδειά σου, ώστε να εκτελώ τα νυχτερινά ιερά μου καθήκοντα, σε κάποιο παρακείμενο φαράγγι, όπου μάλιστα θα μου αποκαλυφθεί, και το πότε ακριβώς θα πρέπει να εξορμήσεις κατά της πόλεως, αφού ολοκληρωθεί η αμαρτία της, που είναι και η μόνη αιτία της πτώσεώς της!
Η ισχύ της γοητείας της πεντάμορφης χήρας ήταν τέτοια που έφτασε να "υπόσχεται", με ανεπανάληπτη χάρη και φιλοφρονήσεις, στον Ολοφέρνη όχι μόνο τη μικρή Βαιτυλούα αλλά ακόμα και τον μέγα πόθο του Στρατηγού την άλωση της Ιερουσαλήμ,  κάνοντας τον μαζί και όλους τους παρευρισκόμενους, να ανταποδώσουν ενθουσιασμένοι τις φιλοφρονήσεις, τονίζοντας καταγοητευμένοι, ότι ποτέ τους δεν ξανάδαν τέτοιο ανεπανάληπτο σύνολο σοφίας και ομορφιάς ταυτόχρονα! Στο τέλος της μέρας, 0ι γλυκές λέξεις και τα κρυφά καλέσματα της γοητείας της, είχαν σφηνωθεί γερά στις πιο κρυφέςς φαντασιώσεις του Ολοφέρνη!
Η πρώτη αυτή επαφή, τελειώσε με τις αναμενόμενες διαταγές για περιποίηση καταλύματος και τροφών εκ μέρους του καταγοητευμένου στρατηγού. Εκεί όμως στο περιθώριο των τακτοποιήσεων, η Ιουδίθ σαν κάτι ασήμαντο και αυτονόητο, περνά και τον δεύτερο όρο για την ιεροπρεπή διατροφή της:[ «Δεν θέλω φάγει απ’ αυτών (των εκλεκτών τροφών σου Ολοφέρνη) δια να μην παραβώ το θέλημα του Κυρίου, αλλά θα φάγω από τα φαγητά εκείνα τα οποία εγώ φρόντισα να φέρω μαζί μου». Ιουδίθ ΙΒ΄2.]
Ο Ολοφέρνης, σ’ αυτήν την περίεργη ανάγκη της, ρωτά παραξενεμένος, τι θα γίνει άμα τελειώσουν τα τρόφιμα που έχει μαζί της, και εκείνη (γνωρίζοντας τις εξελίξεις) τον καθησυχάζει λέγοντά του ότι, πολύ προτού τα τρόφιμα αυτά τελειώσουν, τα θαυμαστά πράγματα που του υποσχέθηκε, θα έχουν όλα συντελεστεί.
Κανείς δεν θέλησε να δώσει περισσότερη σημασία στις θρησκευτικές αυτές, γλυκύτατες παραξενιές, της λαχταριστής ιέρειας... που όμως δικαιολογούσαν άριστα ολόκληρο τον συρφετό από παράξενα αγγεία που είχε φέρει μαζί της!
Η πρώτη νύχτα στο στρατόπεδο των Ασσυρρίων, έπεσε ήσυχα, η Ιουδίθ όμως, κοιμήθηκε μόνο μέχρι τα μεσάνυχτα. Πολύ πριν ξημερώσει, έστειλε μήνυμα να της επιτρέψουν να εξέλθει προς εκτέλεση της απαραίτητης νυχτερινής της λατρείας! Οι θρησκευτικές της ανάγκες, που δήθεν μια ζωή τώρα απαρέγκλιτα είχε τηρήσει, την καλούσαν στο απαράβλεπτο αυτό καθήκον! Ο Ολοφέρνης νυσταγμένος παραγγέλνει, να μην την εμποδίζουν στα περίεργα αυτά θρησκευτικά της καθήκοντα: [«και έμεινεν η Ιουδίθ εις το στρατόπεδο των Ασσυρρίων τρεις ημέρας. Κάθε νύκτα δε εξήρχετο εις την φάραγγα Βαιτυλούα και εβαπτίζετο (ελούετο, προσέξτε όχι οπουδήποτε αλλά) εις την πηγήν του ύδατος που ευρίσκετο πλησίον του στρατοπέδου των Ασσυρίων». Ιουδίθ ΙΒ΄7].   Ο στόχος της Ιουδίθ επετεύχθη. Τα πολύτιμα ύδατα της πηγής του στρατοπέδου... είναι επιτέλους προσεγγίσημα. Η μεταμεσονύχτια ελεύθερη πρόσβαση στο πόσιμο νερό των στρατευμάτων του Ολοφέρνη, είναι το αληθινό ζητούμενο της θαρραλέας αυτής γυναίκας.
Η τελευταία νύχτα είναι συναρπαστική. Ο Ολοφέρνης υποκύπτοντας στον καυτό πόθο του για την Ιουδίθ την προσκαλεί, κυριευμένος από την επιθυμία σε δείπνο!
Η Ιουδίθ απαντά με ανυπέρβλητη πουτανιά, ώστε τα διφορούμενα υπονοούμενα της να βρούνε το στόχος τους άμεσα και να ενθαρρύνουν όλους τους κρυφούς πόθους του στρατηγού: [«και ποιά είμαι εγώ, που θα φέρω αντίρρησιν εις τον κύριόν μου; Κάθε τι που είναι εις αυτόν αρεστό, εγώ θα το εκτελέσω αμέσως». Ιουδίθ ΙΒ΄14] ! Στο δείπνο, μετά το άφθονο κρασί, ο πόθος άναψε: [«και άναψε η καρδία (ο πόθος) του Ολοφέρνη δι’ αυτήν και [εξέστη και εσαλεύθη η καρδία Ολοφέρνους έπ’ αυτήν και κατελήφθη η ψυχή αυτού από σφοδράν επιθυμίαν, να έλθη εις ένωσιν μετ’ αυτής». Ιουδίθ ΙΒ΄16.] Ο Ολοφέρνης δηλαδή "την έχει πατήσει", δίχως επιστροφή! Η αφήγηση κορυφώνεται, οι συνδαιτυμόνες και οι δούλοι αποχώρησαν, μέσα στη σκηνή έμεινε μόνο η Ιουδίθ και ο ποθοπλάνταχτος στρατηγός. Τότε, εκείνη ξέχασε τους "ιερατικούς" της περιορισμούς, έφαγε και ήπιε μαζί του, άφησε τα τρεισήμισι χρόνια της χηρείας της, και αφέθηκε στον αμοιβαίο γλυκύτατο πόθο: [«Το σανδάλιον αυτής ήρπασεν τον οφθαλμόν αυτού»]! Και φυσικά δεν του έδειξε μόνον το "σανδάλι" της, αφού [«το κάλος αυτής παρέλυσεν αυτόν»] και όταν η νύχτα έπεσε για τα καλά, [«ευφράνθη Ολοφέρνης απ’ αυτής και έπιεν οίνον πολύν σφόδρα, όσον ουκ έπιεν πώποτε εν ημέρα μία αφ’ ου εγεννήθη». Ιουδίθ ΙΒ΄20].  "Λιώμα" λοιπόν ο κραταιός στρατηγός στα χέρια της! Και αφού κατευχαριστήθηκε [την... ένωσιν μετ’ αυτής], έπεσε σε έναν μακάριο ύπνο που έμελλε να μην έχει ξυπνημό. Το τρυφερό χεράκι της αποφασισμένης Ιουδίθ, κρατώντας σφιχτά το ίδιο το κοφτερό σπαθί του,  έπεσε, δύο φορές, με δύναμη στον τράχηλο του κοιμισμένου στρατηγού! Το κεφάλι κύλησε στο πάτωμα της σκηνής, χαμογελώντας ακόμα ευτυχισμένα! Ο Ολοφέρνης, ούτε που μπορούσε να φανταστεί, πόσο ευτυχισμένος μπορεί να πεθάνει κανείς, περιστοιχισμένος από εκατοντάδες χιλιάδες δικούς του πάνοπλους ανθρώπους, όταν ασυλλόγιστα για να ξεδιψάσει το πάθος του, αγκαλιάζει τα υπέροχα δώρα των εχθρών του!                                                     
Η Ιουδίθ κάθισε μέσα στη σκηνή περιμένοντας. Είχε ατσαλώσει απ’ το πείσμα. Η ώρα έφτασε, κατά πως είχε συνηθίσει τους φρουρούς, πριν από το χάραμα, την πιο κατάλληλη ώρα της δολιοφθοράς, σηκώθηκε. Έξω από τη σκηνή, στον απόγειο της θεατρικότητάς της, με ευάλωτη και νωχελική τσαχπινιά, βεβαίωσε τους φρουρούς ότι ο στρατηγός κοιμάται βαριά κι ευτυχισμένα, κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα ταράξει έναν τέτοιο μακάριο ύπνο! Ύστερα, μαζί με την δούλα της, που κατ’ εντολή της περίμενε υπομονετικά έξω κάπου στον προθάλαμο της σκηνής, ξεκίνησε έχοντας στο ταγάρι της το κεφάλι του στρατηγού!

[ «Έπειτα (η Ιουδίθ) εκτύπησε τον τράχηλο του Ολοφέρνη δύο φορές με όλην την δύναμή της και απέκοψε απ’ αυτόν την κεφαλήν του... και παρέδωκεν εις την δούλην αυτής την κεφαλήν του Ολοφέρνη. Εκείνη έβαλεν την κεφαλήν εις τον σάκον....και εξήλθον και οι δύο μαζί, κατά την συνήθειάν των δια την προσευχήν. Επέρασαν δια μέσου του στρατοπέδου, έκαμαν τον κύκλον της φάραγγος και  ανέβησαν εις το όρος». Ιουδίθ ΙΓ΄8,10.]



Michelangelo Merisi da Caravaggio (1571-1610)

Η Ιουδίθ, αλώνισε κυριολεκτικά νυχτιάτικα το στρατόπεδο των Ασσυρρίων με το θάρρος του ανθρώπου που έχει για όλα μια δικαιολογία, και γνωρίζει πολύ καλά πόσα πράγματα εξαρτώνται απ’ αυτόν, δεν παράλειψε να επισκεφθεί για τελευταία φορά... την πηγή, απ’ όπου ξεδιψούσε ολόκληρο το στρατόπεδο των μισητών εχθρών της, και μετά νωχελικά βγήκε από αυτό! Ο Ολοφέρνης είχε διατάξει να αφήνουν ανενόχλητη την πεντάμορφη αυτή μάγισσα της νύχτας, να λούζεται ακίνδυνα και να προσεύχεται κάθε βράδυ στην πηγή του στρατοπέδου. Άλλωστε, τί θα μπορούσε να κάνει μια μόνη γυναίκα σε ένα ολόκληρο στρατόπεδο;! Έτσι, την τέταρτη αυτή νύχτα, μετά το τρικούβερτο γλέντι, κανένας δεν έλεγξε τις δύο γυναίκες, που ανενόχλητες πια επισκέπτονται για τελευταία φορά τους σημαντικούς χώρους του στρατοπέδου, αλλά και την πηγή! Μαζί με το κομμένο κεφάλι του εχθρού, μεταφέρουν και τα καλοτυλιγμένα δοχεία με το άγνωστο περιεχόμενό τους! Ιουδίθ... ο δόλος αυτοπροσώπως!

Γιατί λοιπόν η Ιουδίθ, μπαίνει σε τέτοιο περιττό κίνδυνο με το κεφάλι του στρατηγού στο ταγάρι της, να τριγυρνάει μέσ’ το στρατόπεδο χωρίς να παραλείψει ούτε την τελευταία αυτή φορά την επίσκεψη στην πηγή; Τα περί νυχτερινών λατρευτικών συνηθειών ήταν εντελώς ψέμα. Τέτοια συνήθεια ουδέποτε ορίστηκε από οποιεσδήποτε ιουδαϊκές εντολές. Ήταν λοιπόν ένα ευφυές εφεύρημα, που όμως εξυπηρετούσε τέλεια, την δυνατότητα ελεύθερης νυχτερινής διέλευσης του στρατοπέδου!
Αν λοιπόν, (όπως διατείνονται οι εξουσιοδοτημένοι ερμηνευτές των γραφών), αποκλειστικός στόχος της ήταν μόνο ο φόνος του Ολοφέρνη, αυτός είχε εντελώς εκπληρωθεί. Λοιπόν... την τελευταία αυτή νύχτα, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να διακινδυνεύει με παραπανίσιες ψευτοπροσευχές και νυχτερινές ιερατικές προσποιήσεις. Κανέναν λόγο δεν είχε, την τελευταία αυτή νύχτα, να επισκεφθεί και την πηγή! Ακριβώς όμως αυτή η τελευταία επίσκεψη στην πηγή, είναι που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία, για το ποιός ήταν αληθινά ο πρωταρχικός στόχος, της θαρραλέας κατά τα άλλα Ιουδίθ.
Κοντά στην πηγή και κατά μήκος του στρατοπέδου, που ανενόχλητη διέσχισε η Ιουδίθ, υπήρχαν προφανώς σε πρόχειρες εγκαταστάσεις, συγκεντρωμένα τα απαραίτητα αποθέματα νερού, που εξυπηρετούσαν τις βασικές ανάγκες δεκάδων χιλιάδων στρατοπεδευμένων στρατιωτών. Αυτά, δέχθηκαν το περιεχόμενο των αγγείων, που με τόσο προσοχή είχε περιτυλίξει και με πολύ φροντίδα έφερε μαζί της, για να γίνουν τα απαραίτητα εργαλεία του σωτήριου νυχτερινού ["αγιασμού των υδάτων"! «Ο εξηπλωμένος βραχίων του Κυρίου»], δηλαδή, το μακρύ απλωμένο χέρι του Κυρίου, βρήκε στο πρόσωπο της Ιουδίθ, τον πλέον κατάλληλο, ευφυέστατο, θαρραλέο, πεντάμορφο και χαμογελαστό "άγγελο εκδίκησης"!
Όταν η ηρωίδα επιστρέφει στο πολιορκημένο κάστρο, ενθουσιασμένη τραγουδάει: [«Ζη Κύριος διότι δια του προσώπου μου εξαπάτησε τον Ολοφέρνη». Ιουδίθ ΙΓ΄16].
Και οι ιερείς αναγνωρίζοντας ότι ο "Κύριος" κάπου-κάπου χρειάζεται παρόμοια βοήθεια, απαντούν: [«η δύναμις του Κυρίου εξεδηλώθη δια της χειρός σου». Ιουδίθ ΙΓ΄19].
Η επόμενη μέρα… είναι η μέρα της νίκης και η ημέρα της επέμβασης του "Κυρίου", αλλά η αφήγηση είναι εξαιρετικά φειδωλή, μας αποκαλύπτει λίγα από τον χαμό που επακολούθησε. Τη σύγχυση που επικράτησε στο στρατόπεδο, αρχικά την αποδίδει μόνο στην απώλεια του στρατηγού Ολοφέρνη. Περισσότερο όμως ξεκάθαρα είναι τα λόγια της ίδιας της Ιουδίθ, καθώς υμνεί το θεό του Ισραήλ λέγοντας: [«Τότε έβγαλαν αλαλαγμούς χαράς οι αδελφοί μου. Εκείνοι δε (οι Ασσύριοι) ασθένησαν, κατελήφθησαν από φόβο και κατεπτοήθησαν... ετράπησαν εις φυγήν. Μικρά παιδιά ετρύπησαν αυτούς με τας λόγχας των (μικρά παιδιά μπορούσαν να τρυπήσουν εκλεκτούς σκληροτράχηλους πολεμιστές με τις δικές τους λόγχες!) και σαν δούλους αυτοπαραδιδόμενους τους εφόνευσαν. (Όπως ο δούλος δηλαδή, που δεν αντιστέκεται στην κακοποίησή του!)  Εξολοθρεύθησαν από τον στρατό του Κυρίου... (εδώ υπαινίσσεται εξολοθρευτές "αγγέλους"). Αλίμονο στα έθνη που επαναστατούν εναντίον του ισραηλιτικού μου γένους... ο Κύριος θα στείλει πυρ και σκώληκας[8] να καταφάγουν τας σάρκας αυτών»!!! Ιουδίθ ΙΣΤ΄11,12,17]. 
Οι λέξεις είναι προσεκτικά διαλεγμένες, για να δείχνουν στους μυημένους την αληθινή εικόνα της νίκης. Μικρά παιδιά κατέβηκαν λοιπόν και εφόνευαν το υπόλοιπο της ατέλειωτης στρατιάς, όσους δηλαδή ανήμπορους (ασθενούντες) που δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν την άτακτη φυγή των δικών τους. Τα λάφυρα της αποδεκατισμένης στρατιάς ήταν ατέλειωτα: [«Όλος ο λαός λεηλατούσε το στρατόπεδο των Ασσυρίων, επί τριάκοντα συνεχείς ημέρας και έδωκαν τη Ιουδίθ την σκηνή του Ολοφέρνη και τας κλίνας (που τόσο... τις τίμησε) και πάντα τα σκεύη αυτού». Ιουδίθ ΙΕ΄11].
Αν σκεφτούμε λοιπόν για λίγο, τα πραγματικά δεδομένα αυτής της αφήγησης, θα δούμε ότι η αφήγηση που θέλει τους Εβραίους να καταδιώκουν τους εχθρούς τους, σε μια ένδοξη έξοδο πολιορκημένων, δεν μπορεί να σταθεί. Παρά την ξαφνική απώλεια του αρχηγού Ολοφέρνη, μια χούφτα άνθρωποι, δεν μπορούν να καταδιώξουν μια στρατιά από 182.000 επαγγελματίες στρατιώτες, με εκλεκτό ιππικό και άρματα μάχης. Στις περιπτώσεις αυτές. υπάρχουν εκείνοι που αναπληρώνουν την ξαφνική απουσία του αρχηγού, που άλλωστε δεν είναι παρά μια συνηθισμένη διαδικασία, μια και η ξαφνική απώλεια του αρχηγού στην μάχη, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστη την εποχή εκείνη. Αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι. Στην χειρότερη αυτή περίπτωση, θα περιμέναμε να δούμε μια συντεταγμένη αποχώρηση της πανίσχυρης αυτής στρατιάς, που με ντροπιασμένο τρόπο έχασε τον αρχηγό της. "Κάτι" λοιπόν περισσότερο απ’ την ξαφνική απώλεια του αρχηγού, πρέπει να συντρέχει για να υποστούν πανωλεθρία όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι εχθροί, ώστε ακόμα και παιδάκια να τους τρυπούν θανάσιμα και σαν δούλοι να δέχονται μοιρολατρικά τον θάνατο.
Να λοιπόν, που παρά τους ευφυείς εχθρικούς αποκλεισμούς των υδάτων, ο δόλος και πάλι νίκησε! Ο μακροχέρης Κύριος, έδωκεν πνεύμα σοφίας και συνέσεως σε μια δούλη του, που με όλων των ειδών τα τσαλίμια αναμόχλευσε τις αλόγιστες επιθυμίες του εχθρού σε βαθμό που εκείνος να αποξεχαστεί και να αφεθεί απροστάτευτος στα χέρια της δολερής λαγνείας της. Η Ιουδίθ πήρε το κεφάλι του Ολοφέρνη, γονάτισε και κατασύντριψε μια ολόκληρη στρατιά εμπειροπόλεμων ανδρών, εξοπλισμένη μόνο με θέλγητρα, δόλια γλώσσα και μικρά χαριτωμένα βαζάκια... γεμάτα ατιμωτικό θάνατο!

26 January 2012

Καρατομίσεις και ιεροί πολλαπλασιασμοί.

Αν ο Χρυσόστομος είχε δυο τρία κεφάλια σκεφτείτε πόσα θα είχε ο Βαπτιστής, που έχει καλύτερο ρόλο! και πως ίσως να μπερδεύτηκε ο δήμιος και να έκοψε άλλο από εκείνο που είχε διαλέξει η Σαλώμη! 
" Ένα για την Σαλώμη, ένα για τον Ηρώδη, ένα για τον Εφραίμ...."


Μια απολαυστική επιστολή την οποία  αντιγράφω από το blog  Ροΐδη Εμμονές.


Πόσα κεφάλια είχε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος;













Γράμμα από το Ληξούρι: Αναγνώστης Λασκαράτος
Κύριε Ροΐδη,
Επιτρέψτε μου να προλογίσω το θέμα μου, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος και η παράδοση της ιερής αγυρτίας. Τα πολυκάρανα και πολυπλόκαμα τέρατα της μυθολογίας ωχριούν μπροστά στους αγίους της Ορθοδοξίας. Ο Κυριάκος Σιμόπουλος  («Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ.Α΄.) κατέγραψε 26 κάρες του αγ. Ιουλιανού, 10 του Ιωάννη του Βαπτιστή, 6 του Αγ.Αντρέα, 37 σώματα του αγ.Παγκρατίου, 6 κάρες του αγ.Ιγνατίου και αμέτρητα χέρια και πόδια του, παρ’όλο που το συναξάρι του λέει πως έγινε βορά των θηρίων. Ο ίδιος μέτρησε τα  λείψανα της αγ.Μαρίνας που σώζονται σε μονές, ανάμεσά τους και σε δέκα μοναστήρια και σκήτες του Αγ.Όρους. Ο αγ.Στέφανος δολοφονήθηκε δια λιθοβολισμού. Το υποτιθέμενο πτώμα του κατατεμαχίστηκε και μοιράστηκε σε κομματάκια στα ιερομάγαζα προς άγραν πελατείας. Τα εντόπισε ο παλιός κομμουνιστής πρόεδρος της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών»,  Γ.Καρανικόλας («Ρασοφόροι, συμφορά του Έθνους»-1η εκδ.1976):
Στη  Νέα Σαφράμπολη Αττικής (τμήμα αριστερού ποδιού), στις Μονές Κασταμονίτου (δεξιό χέρι),  Μεγίστης Λαύρας (κεφάλι), Ξενοφώντος (τμήμα κεφαλιού), Παντοκράτορος (σαγόνι), Διονυσίου (άλλο σαγόνι), Ιβήρων, Ζωγράφου, Σταυρονικήτα, και στο ναό Ζωοδόχου Πηγής Μεσημβρίας (άλλο κομμάτι του κεφαλιού του).
Κύριε Ροΐδη,
Εν όψει της σχολικής γιορτής των Τριών Ιεραρχών, επιτρέψτε μου να ασχοληθώ με το μυστήριο των (τουλάχιστον) δυο (θαυματουργών) κεφαλιών του Ιωάννη Χρυσόστομου.  Δίνω τον λόγο στον πανεπιστημιακό (της Θεολογικής, να εξηγούμαστε) κ.Γιώργο Μεταλληνό. Στο βιβλίο του «Τουρκοκρατία» λέει: «Η Ευρώπη μετά το σχίσμα είχε μεν πρόοδο στα γράμματα και τις επιστήμες, ‘πνευματικά’ όμως (στη γνώση του Ακτίστου) είχε παρακμή και πτώση». Επικαλείται και τον Ευγένιο Βούλγαρη που επισημαίνει πως «η Ευρώπη δεν αναδεικνύει Άγιους, με άφθαρτα λείψανα μετά το σχίσμα». Έχει απόλυτο δίκιο. Τι είναι ένας Νεύτωνας, ένας Αϊνστάϊν, ένας Μαρξ, μπροστά στο βρικόλακα αρχαιοκάπηλο και ιερόσυλο πορνοκαλόγερο Βησσαρίωνα της Φθιώτιδας και μπροστά στα στήθη της αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω όπου η ανορθόγραφη Παναγία αφήνει τα μηνύματά της με τις ευλογίες του μητροπολίτη Λαμίας;
Πως να τολμήσει ο Πάπας να λανσάρει στην Ευρώπη πτώματα; Στέρεψε η παραγωγή και μάλιστα πετάει σαβούρα δωρίζοντάς τα στην τριτοκοσμική νεκρολάγνα Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως έκανε (27.11.2004) με κομματάκια από τους υποτιθέμενoυς σκελετούς των δυο από τους Τρεις Ιεράρχες, του Χρυσόστομου και του Γρηγορίου Θεολόγου, που τα έστειλε πεσκέσι στον πατριάρχη. Να σημειωθεί πως ο Χρυσόστομος θάφτηκε στην Κομάνα το 407 και ξεθάφτηκε 30 χρόνια μετά από μια νεκρόφιλη αυτοκράτειρα, που μετέφερε το κουφάρι του στην Κωνσταντινούπολη. Οι Σταυροφόροι το απήγαγαν το 1204 και το σκόρπισαν πουλώντας το στους τέσσερεις ανέμους. Το κρανίο του όμως φέρεται πως είχε αποκοπεί νωρίτερα και μεταφερθεί μυστηριωδώς στο Βατοπέδι. Μάλιστα το αριστερό αυτί του παραμένει τάχα άφθαρτο γιατί λέει από αυτό το αυτί ο μαθητής του Χρυσοστόμου ο Πρόκλος, έβλεπε τον Απόστολο Παύλο να υπαγορεύει την ερμηνεία των Γραφών στον Χρυσόστομο (!!!). Αξιοπερίεργο είναι πως αν και υποτίθεται πως βρισκόταν ήδη στο Βατοπέδι, γι’αυτό και γλύτωσε από τους Σταυροφόρους,  φέρεται πως χαρίστηκε ξανά στο Βατοπέδι έναν αιώνα μετά από τον αισχρό αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄ Κατακουζηνό. Αυτός πριν να καλογερέψει,  δε δίστασε να συμμαχήσει με τους Οθωμανούς, στην πολιορκία (1353) της Ανδριανούπολης ενάντια στο συμβασιλιά του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Οι τουρκικές ορδές επιδόθηκαν τότε με την ανοχή του σε σφαγές  και λεηλασίες.
Όταν ο Ρώσος τσάρος   Μιχαήλ ο Α΄ ζήτησε περί τα 1614 το μαγικό κρανίο (κατ’άλλους ο γιός του Αλέξιος το 1655), οι σαμάνοι κοκαλέμποροι του Βατοπεδίου του έστειλαν τη νεκροκεφαλή αντί για 2000 ρούβλια, αλλά σήμερα οι Αγιορείτες φακίρηδες δηλώνουν πως η Μονή ήταν ανέκαθεν άντρο απατεώνων και ξεγέλασε τον τσάρο για να του αποσπάσει λεφτά  στέλνοντάς του κάλπικο κρανίο, γιατί ήθελε να συνεχίσει η ίδια την εμπορική εκμετάλλευση του φετίχ. Η ρωσική Εκκλησία όμως ισχυρίζεται ότι ο ευσεβής τσάρος Αλέξιος Μιχαήλοβιτς είχε το αυθεντικό κρανίο και ξεγέλασε το 1656 Βατοπέδι και δεν του επέστρεψε το καύκαλο όπως είχε υποσχεθεί.
Αυτές οι ιερές αλητείες είναι ευλογημένες από την Εκκλησία και δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν. Οι Βατοπεδινοί δεν το έβαλαν κάτω και το 1693, παρακάλεσαν τον Μεγάλο Πέτρο να τους επιστρέψει το κρανίο, ο τσάρος αρνήθηκε αλλά όρισε να πληρώνονται στους μαύρους μάγους του μοναστηριού 500 ρούβλια ανά 4ετία, γεγονός που συνεχίστηκε όπως προκύπτει από τα ρωσικά κρατικά αρχεία μέχρι το 1735.  Η νεκροκεφαλή τοποθετήθηκε το 1920 από τους Μπολσεβίκους στο μουσείο των ασημένιων παλαιοτήτων (λόγω της θήκης της), για να επιστρέψει με την πτώση του καθεστώτος στη Εκκλησία. Στο μεταξύ άλλα δυο κεφάλια του Χρυσόστομου φέρεται ότι βρίσκονται στη Βασιλική της Σάντα Μαρία (Φλωρεντία) και στο παρεκκλήσι Dal Pozzo (Πίζα).
Έτσι σήμερα τόσο οι τυμβωρύχοι του πατριαρχείου της Ιστανμπούλ όσο και της Μόσχας εμπορεύονται δυο διαφορετικά άγνωστης πατρότητας κρανία, και η Μόσχα  στέλνει το δικό της από το Ναό του Σωτήρα στη Μόσχα για τουρνέ στις ΗΠΑ (2/2010), ενώ το Βατοπέδι μη θέλοντας να αναμοχλεύσει αντιδικίες με τους ευσεβείς Ρώσους μαφιόζους και να προκαλέσει αδιάκριτα ερωτηματικά και  ιστορικές αναμοχλεύσεις, αρκείται στο διεθνή χώρο στο σουξέ της Βρακοζώνης και οργανώνει περιοδείες με το κεφάλι του Χρυσόστομου μόνο τοπικά στον ελληνικό χώρο, παραχωρώντας ευχαρίστως τη δυτική αγορά στους Ρώσους φίλους του, με τους οποίους περιέργως δεν βρίσκεται σε αντιδικία για τη γνησιότητα του φετίχ, αλλά κάνουν και οι δυό τους την πάπια. Είναι φανερό πως οι δυο ιερές Μαφίες, έχουν οριοθετήσει το χώρο που κινείται η κάθε μία. Μάλιστα στο ιερό τουρ στη Λέσβο (12/2007), το κρανίο που μανατζάρει ο Εφραίμ, το συνόδευσε και ο αντεισαγγελέας του Αρ.Πάγου κ.Ελ.Βορτσέλας, ενώ βρισκοταν σε ξέλιξη έρευνα που είχε ο ίδιος παραγγείλει για παραχώρηση εκτάσεων του Δημοσίου στη Μονή Βατοπεδίου. (Στρ.Μπαλάσκας-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 17/09/2008).  Η Θεία Χάρις φωτίζει συχνά πολλούς Εισαγγελείς όταν αναλαμβάνουν υποθέσεις του Βατοπεδίου. Υπενθυμίζω τον κ.Π.Ματζούνη, ο οποίος αρνήθηκε να ανοίξει στην «Εξεταστική» της Βουλής σχετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς (Ελευθεροτυπία-23/2/2010)  και διαφώνησε με την ανακρίτρια κα Ειρ.Καλού για την προφυλάκιση Εφραίμ.
Ως εκ θαύματος και οι δυο νεκροκεφαλές είναι αυθεντικές επειδή είναι θαυματουργές, με τη βατοπεδινή να έχει σπάσει ρεκόρ θαυμάτων κάτω από το φωτισμένο μάνατζμεντ του Εφραίμ (κελί 69 Κορυδαλλός). Δεν νομίζω πως τα δυο κεφάλια δημιουργούν πρόβλημα στην Εκκλησία που έχει για έμβλημά της χωρίς αιδώ, το αρπακτικό ρωμαϊκό δικέφαλο όρνεο. Άλλωστε ο Άγιος είχε και ένα κεφάλι λιγότερο από τον τρικέφαλο γίγαντα Γηρυόνη, ή όπως είδαμε πριν, το πολύ ένα παραπάνω.
Υποτιθέμενα κομματάκια του Χρυσόστομου βρίσκονται σκορπισμένα στις αγιορείτικες μονές  Μεγίστης Λαύρας, Φιλοθέου, Βατοπεδίου, Ιβήρων, Αγίου Διονυσίου και Δοχειαρίου, ενώ το Νοέμβρη του 2007 η νεκροκεφαλή του μεταφέρθηκε  με αεροσκάφος C 130 της Πολεμικής αεροπορίας μαζί με τον Εφραίμ, για να κάνει (αφορολόγητη) τουρνέ στην Κύπρο με τιμές αρχηγού κράτους, συνοδευόμενη από τον Υπ.Εθ.Αμύνης (ΝΔ) κ. Γ.Πλακιωτάκη (Υπήρχαν λεφτά).  Το κρανίο έσπασε ρεκόρ θαυμάτων στην Κύπρο όπου καταγράφηκαν τα ακόλουθα θαύματα, υπέρ αχάριστων δυστυχώς  που θέλησαν να μείνουν ανώνυμοι (σημ μπλογκ Βατοπεδίου [σεβόμενοι τήν επιθυμία τών παθόντων(sic)  τό θαύμα δέν δημοδιεύουμε τά ονόματά τους]:
α) «Θεραπεία γυναικός με κάταγμα στο δεξιό πόδι….».
β) «Θεραπεία δεκαεξάχρονου μαθητού από ημιπληγία….»
γ) «Εξαφάνιση μεγάλου όγκου στον αυχένα και θεραπεία ανθρώπου με νευρολογικά προβλήματα, προβλήματα σπονδύλου και δυσκινησία. Πρόκειται για ανδρόγυνο…».
δ) «Θεραπεία ανθρώπου με πρόβλημα δυσκινησίας της μέσης. Κατά ομολογία του ιδίου, σοβαρότατο πρόβλημα, το οποίο αντιμετώπιζε στη μέση του, κατά την προσκύνηση της κάρας και μετά από έντονο κραδασμό που ένιωσε όταν έσκυψε, για να προσκυνήσει, εξαφανίστηκε….».
ε) «Θεραπεία ετοιμοθάνατου παιδιού στη Σρι Λάνκα. Πρώην βουδίστρια, η οποία ασπάσθηκε την Ορθοδοξία στην Κύπρο και βαπτίσθηκε πρόσφατα, με θερμή πίστη προσευχήθηκε στην κάρα του Αγίου όταν την προσκυνούσε, παρακαλώντας τον για το ετοιμοθάνατο ανεψάκι της στη Σρι Λάνκα. Μετά απ’ αυτό δέκτηκε ένα τηλεφώνημα από την πατρίδα της, με το οποίο της γνωστοποιούσαν ότι δεν υπήρχεν πλέον λόγος να ανησυχεί, διότι το παιδί ξεπέρασε τον κίνδυνο…..».

Κύριε Ροΐδη,

Αναρωτιέμαι, μόνο οι τσιγγάνες διώκονται για μαγγανεία σε αυτή τη χώρα; Οι δυο συνεργαζόμενες ιερές  συμμορίες, στο Βατοπέδι και στη Μόσχα, λανσάρουν δυο διαφορετικές νεκροκεφαλές του ίδιου ανθρώπου και δεν ιδρώνει κανένα αυτί. Τόση παχυδερμία;

24 January 2012

Ψωροκώσταινα


                                  από 24grammata.com / ιστορία ασήμαντων  πραγμάτων

Η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα υπήρξε πραγματικό πρόσωπο της Ελληνικής Ιστορίας
Το παρατσούκλι της αποδίδει την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας. Η ίδια, όμως, υπήρξε φτωχή και περήφανη Ελληνίδα
Ψωροκώσταινα: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Το όνομα «Ψωροκώσταινα» το χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια και ειδικότερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάποιον ή κάτι ως τον «φτωχό συγγενή» ενός συνόλου, ή με άλλα λόγια τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά αυτή τη λέξη όταν πρόκειται να στηλιτευθεί μια κακομοιριά, υποχωρητικότητα, ανοργανωσιά, αδυναμία και φτώχια που κάποιοι θεωρούν ότι χαρακτηρίζει την Ελλάδα της νεότερης ιστορίας.
Όμως, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος.
Όταν το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών, της Μικράς Ασίας, μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή ψαριανά καράβια. Στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η Πανωραία Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Κατά αγαθή συγκυρία ένας ναύτης τη βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.

Τόσο τον άντρα της, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, που ήταν πάμπλουτος έμπορος, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι. Στα Ψαρά λοιπόν, όπου βρέθηκε (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν και την προστάτεψαν.
Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και φθάνει στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Εκεί την ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο,* ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824 όμως, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε για την Πανώρια άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.
Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Το 1826 έγινε έρανος** στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Αλλά λόγω της φτώχιας και της εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι. Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε «επίσημα» πλέον, με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα».
Η πλύστρα Πανωραία όμως, δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού, αλλά και ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών. Όταν μάλιστα ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις – να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.
Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.

Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.
Γιατί όμως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας; Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα. Ο συσχετισμός «άρεσε» και κάθε φορά που αναφερόντουσαν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκώσταινα». Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, η φράση «τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα;» πέρασε στην ιστορία. Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα» και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το παρατσούκλι το οποίο απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.
Μάλιστα το 1942, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε και πάλι την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Όλοι είχαν αποδεχθεί πλέον τον χαρακτηρισμό. Έναν περιφρονητικό χαρακτηρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός και στη σημερινή πολιτική ορολογία. Χαρακτηρισμός, που για όσους γνωρίζουν την ιστορία, δεν είναι απαξιωτικός, διότι η Πανωραία Χατζηκώστα η επονομασθείσα Ψαροκώσταινα και Ψωροκώσταινα υπήρξε μια αξιομίμητη πατριώτισσα με λεβεντιά και φιλότιμο.
Υποσημειώσεις
* Βενιαμίν Λέσβιος. Λόγιος και μοναχός με σαφή την επιρροή του πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, κατηγορήθηκε από εκκλησιαστικούς κύκλους για τη διδασκαλία της νέας φυσικής κοσμολογίας. Ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας συμμετείχε στην οργάνωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και στα πολιτικά δρώμενα της επαναστατημένης χώρας.
** Η έκκληση του Γ. Γεννάδιου στον πλάτανο της πλατείας του Ναυπλίου μετά την πτώση του Μεσολογγίου:
“Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι αυτοί (οι ήρωες – πρόσφυγες του Μεσολογγίου), οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας, και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ΄αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν ήμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει!”
“Αλλ’ όχι! Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ΄ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη δια τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!”
Πηγές
* Τάκης Νατσούλης, «Λεξικό Λαϊκής Σοφίας», Εκδ. Σμυρνιωτάκη, σελ. 581.
* Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα», τεύχος 13.
«Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», Υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, . Τόμος Β’: Παιδεία. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, 1870

23 January 2012

Ο ελασίτης γιατρός Δημοσθένης Γρίβας

   (από το  http://imiorofos.org/ )



Ο Δημοσθένης Γρίβας γεννήθηκε το 1912 και εκτελέστηκε από τους εθνικιστές το 1947, σε ηλικία 35 ετών. Ο πατέρας του, Βασίλης Γρίβας, γιατρός και διδάκτορας της ιατρικής (1899), ήταν «ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης των αγροτών της Θεσσαλίας» και των γεγονότων του Κιλελέρ (1910). Στις 19-6-1910 παραπέμφθηκε μαζί με 34 άλλους συντρόφους του στο κακουργιοδικείο της Χαλκίδας όπου στις 23-6-1910 οι ένορκοι αθώωσαν όλους τους κατηγορούμενους. [βλ. Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Αθήνα, 20ός Αιώνας, 1958, τόμ. 5, σελ. 185-194. Τα πρακτικά της δίκης και η απολογία του Βασίλη Γρίβα καταχωρούνται στο Γιώργος Καρανικόλας, Κιλελέρ, Αθήνα, Μπάυρον, 1980, σελ. 358-9]. 
Το 1941, ο Δημοσθένης αρνήθηκε, παρά τις πιέσεις, να καλωσορίσει τους Γερμανούς κατακτητές κατά την είσοδο τους στην Καρδίτσα (δεδομένου ότι τότε ήταν ο μόνος επιστήμονας στην πόλη που μιλούσε γερμανικά). Και, προκειμένου να αποφύγει τα αντίποινα των Γερμανών, που πληροφορήθηκαν βέβαια την άρνηση του γιατρού, βγήκε στο βουνό (συνοδευόμενος από τη γυναίκα του) πολύ πριν σχηματιστούν οι πρώτες αντάρτικες ομάδες. Ήταν μέλος του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) από τη στιγμή της δημιουργίας του και υπηρέτησε ως γιατρός στο «Υγειονομικό Σώμα» του ΕΛΑΣ μέχρι την απελευθέρωση.
 Η απολύτως ανιδιοτελής άσκηση της ιατρικής και η πολιτική και πολιτιστική του δραστηριότητα, του εξασφάλισαν το μίσος της ντόπιας ιατρικής συντεχνίας και των πολιτικών του αντιπάλων, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καταδίκη του σε θάνατο από το Έκτακτου Στρατοδικείο Καρδίτσας κατά τον εμφύλιο πόλεμο (Ιούνιος 1947), ύστερα από μια παρωδία «δίκης» που έγινε απροειδοποίητα, υπό καθεστώς τρομοκρατίας. Η δεξιά «λευκή τρομοκρατία» που κάλυψε τη χώρα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας τον ανάγκασε να βγει στο βουνό ως γιατρός του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», παρά τις εκφρασμένες διαφωνίες του με την απόφαση για Εμφύλιο Πόλεμο της αλλοπρόσαλλης και ολοκληρωτικής ηγεσίας του Νίκου Ζαχαριάδη στο ΚΚΕ.
Όπως σημειώνει ο Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, αρχίατρος του ΕΛΑΣ αρχικά και στη συνέχεια του ΔΣΕ: «Η ζωή του γιατρού στο Αντάρτικο έχει δραματικές εξελίξεις μεταξύ καθήκοντος και ζωής. Παράδειγμα ο γιατρός Δημοσθένης Γρίβας από την Καρδίτσα, ίσως και άλλοι που δεν περιέπεσαν στην αντίληψη μου... Ο γιατρός Δημοσθένης Γρίβας πιάστηκε στα Άγραφα μαζί με τραυματίες από τα κυβερνητικά στρατεύματα, πέρασε από Στρατοδικείο και με απόφαση του εκτελέστηκε στις 20 Ιουνίου του 1947… Ο γιατρός πιάστηκε μαζί με τους τραυματίες: αυτό δείχνει ότι τήρησε τον Ιατρικό Όρκο που έδωσε. Παρέμεινε μαζί τους και θυσιάστηκε, δεν τους εγκατέλειψε για να αποφύγει τη σύλληψη και την καταδίκη του από το Στρατοδικείο. Γι' αυτό νομίζω ότι επαξίως μπορεί να κηρυχθεί ως ήρωας, τηρητής του Ιατρικού Όρκου. Και θεωρώ πως το Κράτος πρέπει να επιληφθεί και να κατοχυρώσει με ειδική νομολογία τους ‘Ήρωες του Ιατρικού Όρκου’». [Βλ. Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, Διαθέσαμε τη ζωή μας, Θεσσαλονίκη, 1991, σ.. 12 και 108].
Δίκη και εκτέλεση κατά παραγγελία
Για να αποφευχθούν λαϊκές αντιδράσεις και να καταστεί αδύνατη η προετοιμασία της υπεράσπισης του, η δίκη του ορίστηκε αιφνιδιαστικά και έγινε στο Έκτακτο Στρατοδικείο στο «Κιέριον» της Καρδίτσας στις 13 Ιουνίου 1947. Στη διάρκεια της δίκης οι αρχές επέβαλαν το κλείσιμο των καταστημάτων της πόλης. Συνήγορός του ήταν ο δικηγόρος Αναγνωστόπουλος (πατέρας του μετέπειτα υπουρ­γού της ΝΔ, Θ. Αναγνωστόπουλου) που ειδοποιήθηκε λίγη ώρα πριν από τη δίκη. Μάρτυρες κατηγορίας δεν υπήρχαν, ενώ ορισμένοι στρατιώτες του «εθνικού» στρατού (που είχαν αιχμαλωτιστεί από τους αντάρτες, είχαν νοσηλευτεί από τον Δημοσθένη Γρίβα και στη συνέχεια ανταλλάχτηκαν με αντάρτες που είχαν πιαστεί από το στρατό) μετεξελίχτηκαν σε μάρτυρες υπεράσπισης του. Ανάμεσα τους ήταν και ο γιατρός Αθανάσιος Νασιάκος. Όλοι τους έπλεξαν το εγκώμιο του ήθους και της συμπεριφοράς του Δημοσθένη Γρίβα ο οποίος, όπως κατέθεσαν, «δεν έκανε καμιά διάκριση μεταξύ των αριστερών και των δεξιών».
Για αυτή την παρωδία δίκης, η ημερήσια εφημερίδα των Τρικάλων «Θάρρος» γράφει στις 14 Ιουνίου 1947: «Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος μίλησε επί μία ώρα ανα­φερθείς αρχικώς εις :ους λόγους οι οποίοι τον εξανάγκασαν να κρύπτεται εντός της πόλεως λόγω της αποφάσεως της Επιτροπής Ασφαλείας διά της οποίας είχε εκτοπισθεί επί ένα έτος. Ισχυρίστηκε, εν συνεχεία ότι αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Μπελοκομίτη, για να εργαστεί ως ιατρός εις την περιφέρεια. Καταλήγοντας, είπε ότι δεν αποδίδει σημασία στην καταδίκη του, αλλά ενδιαφέρεται αποκλειστικώς για τον μη χαρακτηρισμό του από το Στρατοδικείο ως κοινού ληστή, γεγονός το οποίο θα συνεπαγόταν την κηλίδωση της τιμής του. Ο Βασιλικός Επίτροπος μίλησε δι' ολίγων και ζήτησε την επιβολή της εσχάτης των ποινών. Το απόγευμα εξεδόθη η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε εις τον Δημοσθένη Γρίβα η ποινή του θανάτου. Αίτηση της υπερασπίσεως να εκφρασθεί η ευχή του Στρατοδικείου προς μετριασμό της ποινής απερρίφθη. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ απέστειλε τηλεγράφημα προς τον Βασιλέα έχον ούτω: ‘Υπτίαις χερσίν καθικετεύω Υμετέρα Μεγαλειότητα ευαρεστηθή διάταξη αναστολή ποι­νής δικασθέντος εις θάνατον ιατρού Γρίβα. Ταπεινός ευχέτης και ευπειθέστατος θε­ράπων, Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ». [Βλ. Εφημ. Θάρρος: «Εις θάνατον ο ιατρός Γρίβας», Τρίκαλα, 14 Ιουνίου 1947]. H καθ' υπαγόρευση δίκη συγκλόνισε την τοπική κοινωνία και παρότι η αντιπαλότητα και το μίσος της ντόπιας ιατρικής συντεχνίας και των πολιτικών αντιπάλων του γιατρού Δημοσθένη Γρίβα αποτέλεσαν τα ξύλα για το προσάναμμα της πυράς, οι ενοχές και η αμηχανία τους ήταν καθολική. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μετά την εκφώνηση της καταδικαστικής απόφασης, ο πρόεδρος του στρατοδικείου δήλωσε στη γυναίκα του Έλλη, παρουσία του δικηγόρου του, «Λυπάμαι πολύ κυρία Γρίβα. Ο άνδρας σας είναι αθώος. Πιέστηκα αφάνταστα για να βγάλω αυτή την απόφαση και δεν είχα άλλη εκλογή». Ενώ, ο αρχιμανδρίτης που τον εξομολόγησε πριν εκτελεστεί, είπε στους δικούς του: «Δεν ήμουν άξιος να εξομολογήσω έναν τέτοιο άνθρωπο».
Στις 20 Ιουνίου 1947, σε ηλικία 35 ετών, ο γιατρός Δημοσθένης Γρίβας οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, φορώντας τις πυτζάμες του, γιατί είχε χαρίσει το κοστούμι και το πανωφόρι του σε συγκρατούμενους τους («για να συνεχίσουν να είναι χρήσιμα»). Δυο αποσπάσματα κατά σειρά (που αποτελούνταν από συμπατριώτες του και τον γνώριζαν), αρνήθηκαν να εκτελέσουν τη διαταγή «Σκοπεύσατε. Πυρ» και αντικαταστάθηκαν από ένα τρίτο απόσπασμα που το αποτελούσαν στρατιώτες προερχόμενοι από άλλα μέρη της Ελλάδας. Θάφτηκε σε έναν ομαδικό τάφο που κρατήθηκε μυστικός από την οικογένεια του επί δύο εβδομάδες.
Τα περιουσιακά του στοιχεία και η διάθεση τους
Ο Δημοσθένης Γρίβας, αν και γιατρός ο ίδιος (και γιος διδάκτορα της ιατρικής σε μια εποχή που οι γιατροί με διδακτορικό στην Ελλάδα μπορούσαν να μετρηθούν στα δάκτυλα των δυο χεριών), τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που κατείχε την ώρα της εκτέλεσης του, είναι τα γυαλιά, το δακτυλίδι, η ταυτότητα, η βέρα, το ρολόι, η σιγαροθήκη, ο αναπτήρας, τα ξυριστικά εργαλεία, το πουλόβερ, το στυλό του και ένα χειροποίητο σκάκι, τα οποία, στο τελευταίο του γράμμα στη γυναίκα του, της ζητάει να τα μοιράσει στους δικούς του σαν ενθύμιο: «Από τα λίγα ατομικά μου πράγματα πού αφήνω, δώσε στους δικούς μας από κάτι για ενθύμιο. Στη μανούλα μας, τα γυαλιά μου, εσύ να κρατήσεις το δακτυλίδι και την ταυτότητα, τη βέρα μου να την κάνεις ενθύμιο στον Τούλη, το ρολόι μου στο Λάκη, στο Μήτσο μας, την μαύρη σιγαροθήκη, στον αδελφό μας Γιώργο, τον αναπτήρα μου, στον Κροίσο τα ξυριστικά εργαλεία, στον Βάγιο μας το πουλόβερ, στον Αποστολάκη της Πόπης το στυλογράφο. Το σκάκι καμωμένο από αγαπητούς φίλους συγκροτούμενους να το κρατήσεις για ενθύμιο». Ενώ για τα υπόλοιπα «περιουσιακά» του στοιχεία (δηλαδή τις μελέτες, εισηγήσεις και ομιλίες που έκανε σε λαϊκά σεμινάρια και δημόσιες εκδηλώσεις του ΕΑΜ), οι οδηγίες που αφήνει στη γυναίκα του είναι: «αφού τις αντιγράψεις να τις κρατήσεις για ενθύμιο και τα αντίγραφα να τα παραδώσεις εν καιρώ στον προορισμό τους».

(Στη διάρκεια του Εμφυλίου, από το σύνολο των γιατρών του Υγειονομικού Σώματος του ΔΣΕ πέντε έχασαν τη ζωή τους: δυο καταδικάστηκαν σε θάνατο από Εκτάκτα Στρατοδικεία και στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα (ο Δημοσθένης Γρίβας στην Καρδίτσα στις 20-6-1947 και ο Κουβαράς). Τρεις σκοτώθηκαν σε επιθέσεις του «εθνικού» στρατού κατά των ανταρτών (ο Νίκος Κουκουλιός ή Παλιούρας στον Κόζιακα την άνοιξη του 1947, ο Αθανάσιος Καράμπαμπας στην Κεντρική Μακεδονία το 1948 και ο Κουρδουκλάς στον Όλυμπο το 1949). 
[Βλ. Επαμ. Σακελλαρίου: Το Υγειονομικό του Δημοκρατικού Στρατού, Αθήνα, Τολίδης, χ.χ., σ. 8-9 και 31])