28 January 2012

ΙΟΥΔIΘ, ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


" Η Ιουδίθ σκοτώνει τον Ολοφέρνη", ένα συγκλονιστικό έργο της Artemisia Gentileschi judith (1593–1652) ανταγωνιστικό του αριστουργήματος  του Caravaggo!



Οι άφθονες κάρες των Αγίων και οι θρησκευτικού νοήματος καρατομήσεις ανήκουν στο αφηγηματικό δένδρο των δια -της αποκοπής- ιερών εκπληρώσεων, του οποίου η ρίζα ποτίζεται από την «πρωταρχική πηγή»  των θαυμαστών καρατομήσεων (υπάρχουν και τέτοιες) στην οποία εμπλέκονται καίρια και οι πραγματικές πηγές (των υδάτων) όσο και τα σπαθιά των ανθρώπων.
Στην αρχή λοιπόν - όπως σχεδόν πάντα- υπάρχει μια εκπληκτική βιβλική ιστορία!  Το τρομερό εγχείρημα της Ιουδήθ ανήκει σε μια σχετικά άγνωστη πτυχή της αρχαίας ιστορίας των Ισραηλιτών εφόσον αναφέρεται μόνο στην βιβλική εκδοχή των Εβδομήκοντα.
Κατά της πολιορκίας της μικρής πόλης Βαιτυλούα από ένα τεράστιο στρατό με στρατηγό τον Ολοφέρνη, απεσταλμένο του Ναβουχοδονόσορα, οι κάτοικοί (της) -με απόφαση των ιερέων τους οι οποίοι ανέμεναν το συνηθισμένο σωτήριο θαύμα από τον Κύριο- αρνήθηκαν την παράδοσή. [«εκατόν εβδομήντα χιλιάδες (170.000) δυνατών πολεμιστών και δώδεκα χιλιάδες (12.000) ιππείς. Εκτός αυτών μέγα πλήθος ακολουθούσε για τις αποσκευές» Ιουδίθ  Ζ΄2-4 ]. Επιπλέον, τον Ολοφέρνη βοηθούσαν οι σατράπες της Φιλισταιο-Φοινικικής παραλίας, οι οποίοι του  είχαν ήδη παραδοθεί. Αυτοί τον συμβούλευαν πώς να χειριστεί την υπόθεση ώστε να κάμψει την παράλογη αποφασιστικότητα των απόγονων των Χαλδαίων. Μέσα απ’ τα τείχη, οι Ισραηλίτες με αγωνία παρακολουθούσαν το μέγα εχθρικό πλήθος που υπέταξε αμαχητί όλη σχεδόν την Παλαιστίνη, να στρατοπεδεύει απειλητικά χαμηλά στη κοιλάδα τους 
Όμως κάποιοι Φιλισταίοι απ’ την γύρω περιοχή, [«στρατηγοί των παραλίων χωρών»]   έδωσαν στον Ολοφέρνη μια σημαντική συμβουλή, [«άκουσε ένα λόγο και από μας μεγάλε Ολοφέρνη, για να μη συμβεί μεγάλη θραύση (χαμός) στη στρατιωτική σου δύναμη. Ο λαός αυτών των Ισραηλιτών, δεν στηρίζεται στα δόρατα και στην στρατιωτική του δύναμη, αλλά στο ύψος των ορέων, όπου αυτοί κατοικούν... Λοιπόν δέσποτα Ολοφέρνη, μην πολεμήσεις εναντίον αυτών, όπως συνήθως γίνεται ο πόλεμος κατά παράταξιν, και δεν θα χάσεις ούτε έναν στρατιώτη. Μείνε στο στρατόπεδόν σου, προφύλαξε από κάθε φθορά τους άνδρες σου, και ας βαδίσουν μερικοί απ’ τους στρατιώτες σου δια να καταλάβουν την πηγήν του ύδατος, η οποία αναβλύζει από του όρους. Διότι εκείθεν υδρεύονται πάντες οι κάτοικοι της Βαιτυλούα».[3] Ιουδίθ Ζ΄ 9-13]. Τέτοια κατά το συνήθειο, ρουφιάνεψαν οι γείτονες για τους γείτονες τους,  [«Και ήρεσαν οι λόγοι αυτών εις τον Ολοφέρνη... και κατέλαβαν τα ύδατα και τας πηγάς των υδάτων των Ισραηλιτών... και εστρατοπέδευσαν εις την ορεινήν...(στις ορεινές πηγές δηλαδή) και απέστειλαν τμήμα εξ αυτών (των στρατιωτών) προς νότον  και προς ανατολάς... εις τον χείμαρρον... (κατέλαβαν κάθε άλλη πηγή ύδρευσης) και η λοιπή στρατιά των Ασσυρρίων εστρατοπέδευσεν εις την πεδιάδαν και εσκέπασαν (με τον στρατό τους) όλην την χώραν. Και ανεβόησαν προς τον Κύριον οι υιοί Ισραήλ, ότι εκύκλωσαν πάντες οι εχθροί αυτών». Ιουδίθ Ζ΄ 16-19].  
Ο Ολοφέρνης απέκλεισε με φρουρές όλες τις πηγές στη γύρω χώρα, και το πλήγμα για τους πολιορκημένους ήταν διπλό. Όχι μόνο αποκλείστηκαν από το πολύτιμο νερό των πηγών τους, αλλά άθελά του ο Ολοφέρνης, αχρήστευσε απολύτως κάθε δυνατότητα  επιβολής των γνωστών μας νεροπληγών, (υδατομαγγανείας) στους στρατοπεδευμένους στρατιώτες του κάτω στην κοιλάδα, απ’ τη μεριά των πολιορκημένων!
Διψασμένοι οι πολιορκημένοι άντεξαν για τριάντα τέσσερις ημέρες, περιμένοντας κάποιο "θαύμα" που αυτή τη φορά δεν έλεγε να φανεί. Το αποθηκευμένο νερό τέλειωσε και πολλοί κατέρρεαν μέσα στις οδούς. Εξοργισμένοι οι προεστοί με την απόφαση των ιερέων να μην παραδώσουν την πόλη, στην παντοδύναμη στρατιά, απαιτούν την άμεση παράδοση της πόλης στα χέρια του Ολοφέρνη. Οι ιεράρχες κι αυτοί πανικόβλητοι ζητούν μια μικρή ολιγοήμερη παράταση, με την ελπίδα πως ο "θεός", τελικώς δεν θα τους εγκαταλείψει. [«Απλώθηκε δε εις όλη την πόλην θλίψις μεγάλη και ταπείνωσις»].
Όμως κανένα θαύμα και κανένας άγγελος κυρίου δεν στέργει να λυτρώσει τους απελπισμένους, των οποίων ούτε τα φανερά ή μυστικά όπλα μπορούν να τους υπερασπίσουν, ούτε καν ο συνηθισμένος στα Βιβλικά αλληλοσπαραγμός των αντιπάλων δεν εμφανίζεται αυτή τη φορά. Ακριβώς εκεί όμως, πάνω στο όριο του αφανισμού, εμφανίζεται η αστείρευτη δύναμη του λαού, που δίνει τους δικούς του ήρωες, τη στιγμή της έσχατης ανάγκης! Ο ήρωας αυτής της ιστορίας είναι γυναίκα, η Ιουδίθ! Τι γυναίκα όμως!
Η Ιουδίθ, ήταν μια πανέμορφη χήρα, που πενθούσε για τρία χρόνια και τέσσερις μήνες, αλλά που ξαφνικά είναι εκείνη που παίρνει πρωτοβουλία να σώσει την πόλη και παρουσιάζει στους ιερείς το σχέδιο της. Η προσευχή της αποκαλύπτει μια αποφασισμένη για όλα γυναίκα: [«Κύριε εξαπέστειλε την οργή σου εις τας κεφαλάς αυτών και δώσε εις το χέρι εμού της χήρας, να πράξω εκείνο το μεγάλο έργον... με τα απατηλά λόγια που θα βγουν από το χείλη μου (εκ χειλέων απάτης μου) πλήξε δούλο μαζί με τον αφέντη του και αρχηγό με τον υπηρέτη του μαζί, και σύντριψε την αλαζονεία τους με το χέρι μιας γυναικός». Ιουδίθ Θ΄ 9-10.
 «Ω θεέ των πατέρων μου, θεέ της κληρονομιάς του Ισραήλ... δώσε εις τον στόμα μου λόγια απατηλά, εις όλεθρο και καταστροφή αυτών (δός λόγον μου και απάτην εις τραύμα και μώλωπα αυτών)... ότι συ είσαι ο θεός πάσης δυνάμεως και ισχύος». Ιουδίθ Θ΄ 12,14.]
Η αφήγηση δείχνει με κάθε λεπτομέρεια τις προετοιμασίες της. Η πανέμορφη χήρα έβγαλε τα ρούχα της χηρείας. Έλουσε το σώμα της και το άλειψε με ακριβό μύρο. Χτένισε περίτεχνα τα μαλλιά της. Έβαλε τα καλύτερά της ενδύματα, δαχτυλίδια, ενώτια και πάσης φύσεως στολισμούς. Φόρεσε τα σανδάλια της και πάνω απ’ όλα, ζώστηκε το πλέον ακαταμάχητο όπλο της, την πλανερή γοητεία: [«εκαλλωπίσθη σφόδρα εις (εξ)απάτησιν οφθαλμών ανδρών, όσοι αν ίδωσιν αυτήν». Ιουδίθ Ι΄3,4]. 
Όταν η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε, η Ιουδίθ ήταν πια αήττητη, πρωταγωνίστρια σ’ όλο το επιτηδευμένο θηλυκό μεγαλείο της είναι έτοιμη να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της, για το οποίο δεν θα έφθαναν μόνο τα απατηλά της λόγια και τα όπλα της αρωματισμένης θηλυκότητάς της. Μαζί της παίρνει: [«ασκοπυτίνην οίνου, και καψάκην (κασελάκι) ελαίου», ένα σάκο ψωμί και σύκα]. 
Όμως, σε μια δούλη της, που θα την ακολουθήσει πιστά ως το τέλος, παραδίδει και άγνωστο αριθμό αγγείων: [«και περιεδίπλωσεν πάντα τα αγγεία αυτής και τα επέθηκεν (φόρτωσε) έπ’ αυτήν». Ιουδίθ Ι΄5]. Ούτε ο αριθμός των αγγείων ούτε το περιεχόμενό τους γίνεται γνωστός στο Βιβλικό κείμενο! Όλα αυτά τα πράγματα λοιπόν, τα φορτώνει στη δούλη της και ξεκινά με τις ευχές των ιερέων της πόλεως, που μένουν άναυδοι από την ομορφιά της και της λέγουν: [«Ο θεός, ο θεός των πατέρων μας ευχόμεθα να σου δώσει χάριν ώστε να φέρεις εις πέρας το έργον σου (τα επιτηδεύματά σου)»].
Η Ιουδίθ, τους απάντησε αποφασισμένη: [«ανοίξατε μου την πύλην της πόλεως, να εξέλθω και να φέρω εις πέρας τα έργα δια τα οποία είχατε (συν)ομιλήσει μαζί μου» Ιουδίθ Ι΄8,9.]
Η πεντάμορφη, μυρωδάτη χήρα, θαρραλέα κατηφόρισε προς το στρατόπεδο του εχθρού, δείχνοντας από μακριά σ’ όλους, πως όχι μόνο δεν φοβάται κανέναν, αλλά και ότι γνώριζε πολύ καλά τις εντυπώσεις που σκορπούσε στους αντίπαλους στρατιώτες, που έκπληκτοι την παρακολουθούσαν καθώς πλησίαζε λικνιστή σαν γιορτοστόλιστη φρεγάτα.
Στο στρατόπεδο μαζεύτηκε ανδρομάνι [«συρροή ανδρών»!], όλοι ήθελαν να την δουν και να την θαυμάσουν! Επαινούσαν δε ενθουσιασμένοι το γένος των Εβραίων, που ανάμεσά τους έχουν τέτοιες θαυμαστές και αξιοπόθητες γυναίκες!
Η Ιουδίθ, μαζί με την φορτωμένη δούλα της, οδηγείται ενώπιον του Ολοφέρνη, ο οποίος  δεν αργεί να παγιδευτεί, στην επιθυμία που του γέννησε αυτό το λαχταριστό θηλυκό,  μια ανεπανάληπτη φαντασίωση την οποία κανένας άνδρας δεν θα κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να αποφύγει! Η Ιουδίθ,  με ατέλειωτες κολακείες, φουσκώνει με υπερηφάνεια τα μυαλά του στρατηγού Ολοφέρνη, τυλίγοντάς τον αργά αλλά σταθερά, στο αρωματισμένο πέπλο της γοητείας και των πλανερών της στόχων.
Με προσποιητή σεμνότητά παρουσιάζεται ως ιέρεια της πόλης, απ’ την οποίαν ξέφυγε καθώς του λέει πολύ οργισμένη για τις άπειρες ασέβειες και αδικίες που της είχαν κάνει, και του προσφέρει ολόκληρο σχέδιο καταλήψεως της ίδιας της πόλεώς της! Όλοι γνωρίζουν, του λέει, ότι αυτή η πόλη θα πέσει μόνο αν οι κάτοικοί της αμαρτήσουν στο θεό τους, και αυτό άρχισε ήδη να συμβαίνει, καθώς άρχισαν, αμαρτάνοντας, να καταναλώνουν τις "ιερές τροφές" και τα απαγορευμένα "άγια" αποθέματα νερού απ’ τον ναό!
Ο Ολοφέρνης ευχαριστεί την τύχη που του έφερε τέτοιο θηλυκό κελεπούρι, το οποίο πέραν των πόθων θα του χαρίσει μια ανώδυνη νίκη, ενάντια στην πεισματάρα πόλη!  
Η Ιουδίθ, μετά από τόσες ευφάνταστες ψευτιές, που σαν γλυκά φιλιά  τις άφησε απαλά στ’ αυτιά του Ολοφέρνη, περνά έντεχνα σε ένα μοναδικό... "ασήμαντο"... δικό της αίτημα. Ένα εντελώς απλό αίτημα, που αν και λίγο ιδιόμορφο της χαρίζει πρόσθετη αίγλη και θηλυκότητα, αφού απορρέει απ’ την ευσεβέστατη και ιδιότυπη ζωή της... ιέρειας! Του λέει λοιπόν:[ «ότι η δούλη σου θεοσεβής εστί και λατρεύω νύκτα και ημέρα τον θεόν του ουρανού...], θα μείνω λοιπόν μαζί σου... αλλά παρακαλώ την άδειά σου, ώστε να εκτελώ τα νυχτερινά ιερά μου καθήκοντα, σε κάποιο παρακείμενο φαράγγι, όπου μάλιστα θα μου αποκαλυφθεί, και το πότε ακριβώς θα πρέπει να εξορμήσεις κατά της πόλεως, αφού ολοκληρωθεί η αμαρτία της, που είναι και η μόνη αιτία της πτώσεώς της!
Η ισχύ της γοητείας της πεντάμορφης χήρας ήταν τέτοια που έφτασε να "υπόσχεται", με ανεπανάληπτη χάρη και φιλοφρονήσεις, στον Ολοφέρνη όχι μόνο τη μικρή Βαιτυλούα αλλά ακόμα και τον μέγα πόθο του Στρατηγού την άλωση της Ιερουσαλήμ,  κάνοντας τον μαζί και όλους τους παρευρισκόμενους, να ανταποδώσουν ενθουσιασμένοι τις φιλοφρονήσεις, τονίζοντας καταγοητευμένοι, ότι ποτέ τους δεν ξανάδαν τέτοιο ανεπανάληπτο σύνολο σοφίας και ομορφιάς ταυτόχρονα! Στο τέλος της μέρας, 0ι γλυκές λέξεις και τα κρυφά καλέσματα της γοητείας της, είχαν σφηνωθεί γερά στις πιο κρυφέςς φαντασιώσεις του Ολοφέρνη!
Η πρώτη αυτή επαφή, τελειώσε με τις αναμενόμενες διαταγές για περιποίηση καταλύματος και τροφών εκ μέρους του καταγοητευμένου στρατηγού. Εκεί όμως στο περιθώριο των τακτοποιήσεων, η Ιουδίθ σαν κάτι ασήμαντο και αυτονόητο, περνά και τον δεύτερο όρο για την ιεροπρεπή διατροφή της:[ «Δεν θέλω φάγει απ’ αυτών (των εκλεκτών τροφών σου Ολοφέρνη) δια να μην παραβώ το θέλημα του Κυρίου, αλλά θα φάγω από τα φαγητά εκείνα τα οποία εγώ φρόντισα να φέρω μαζί μου». Ιουδίθ ΙΒ΄2.]
Ο Ολοφέρνης, σ’ αυτήν την περίεργη ανάγκη της, ρωτά παραξενεμένος, τι θα γίνει άμα τελειώσουν τα τρόφιμα που έχει μαζί της, και εκείνη (γνωρίζοντας τις εξελίξεις) τον καθησυχάζει λέγοντά του ότι, πολύ προτού τα τρόφιμα αυτά τελειώσουν, τα θαυμαστά πράγματα που του υποσχέθηκε, θα έχουν όλα συντελεστεί.
Κανείς δεν θέλησε να δώσει περισσότερη σημασία στις θρησκευτικές αυτές, γλυκύτατες παραξενιές, της λαχταριστής ιέρειας... που όμως δικαιολογούσαν άριστα ολόκληρο τον συρφετό από παράξενα αγγεία που είχε φέρει μαζί της!
Η πρώτη νύχτα στο στρατόπεδο των Ασσυρρίων, έπεσε ήσυχα, η Ιουδίθ όμως, κοιμήθηκε μόνο μέχρι τα μεσάνυχτα. Πολύ πριν ξημερώσει, έστειλε μήνυμα να της επιτρέψουν να εξέλθει προς εκτέλεση της απαραίτητης νυχτερινής της λατρείας! Οι θρησκευτικές της ανάγκες, που δήθεν μια ζωή τώρα απαρέγκλιτα είχε τηρήσει, την καλούσαν στο απαράβλεπτο αυτό καθήκον! Ο Ολοφέρνης νυσταγμένος παραγγέλνει, να μην την εμποδίζουν στα περίεργα αυτά θρησκευτικά της καθήκοντα: [«και έμεινεν η Ιουδίθ εις το στρατόπεδο των Ασσυρρίων τρεις ημέρας. Κάθε νύκτα δε εξήρχετο εις την φάραγγα Βαιτυλούα και εβαπτίζετο (ελούετο, προσέξτε όχι οπουδήποτε αλλά) εις την πηγήν του ύδατος που ευρίσκετο πλησίον του στρατοπέδου των Ασσυρίων». Ιουδίθ ΙΒ΄7].   Ο στόχος της Ιουδίθ επετεύχθη. Τα πολύτιμα ύδατα της πηγής του στρατοπέδου... είναι επιτέλους προσεγγίσημα. Η μεταμεσονύχτια ελεύθερη πρόσβαση στο πόσιμο νερό των στρατευμάτων του Ολοφέρνη, είναι το αληθινό ζητούμενο της θαρραλέας αυτής γυναίκας.
Η τελευταία νύχτα είναι συναρπαστική. Ο Ολοφέρνης υποκύπτοντας στον καυτό πόθο του για την Ιουδίθ την προσκαλεί, κυριευμένος από την επιθυμία σε δείπνο!
Η Ιουδίθ απαντά με ανυπέρβλητη πουτανιά, ώστε τα διφορούμενα υπονοούμενα της να βρούνε το στόχος τους άμεσα και να ενθαρρύνουν όλους τους κρυφούς πόθους του στρατηγού: [«και ποιά είμαι εγώ, που θα φέρω αντίρρησιν εις τον κύριόν μου; Κάθε τι που είναι εις αυτόν αρεστό, εγώ θα το εκτελέσω αμέσως». Ιουδίθ ΙΒ΄14] ! Στο δείπνο, μετά το άφθονο κρασί, ο πόθος άναψε: [«και άναψε η καρδία (ο πόθος) του Ολοφέρνη δι’ αυτήν και [εξέστη και εσαλεύθη η καρδία Ολοφέρνους έπ’ αυτήν και κατελήφθη η ψυχή αυτού από σφοδράν επιθυμίαν, να έλθη εις ένωσιν μετ’ αυτής». Ιουδίθ ΙΒ΄16.] Ο Ολοφέρνης δηλαδή "την έχει πατήσει", δίχως επιστροφή! Η αφήγηση κορυφώνεται, οι συνδαιτυμόνες και οι δούλοι αποχώρησαν, μέσα στη σκηνή έμεινε μόνο η Ιουδίθ και ο ποθοπλάνταχτος στρατηγός. Τότε, εκείνη ξέχασε τους "ιερατικούς" της περιορισμούς, έφαγε και ήπιε μαζί του, άφησε τα τρεισήμισι χρόνια της χηρείας της, και αφέθηκε στον αμοιβαίο γλυκύτατο πόθο: [«Το σανδάλιον αυτής ήρπασεν τον οφθαλμόν αυτού»]! Και φυσικά δεν του έδειξε μόνον το "σανδάλι" της, αφού [«το κάλος αυτής παρέλυσεν αυτόν»] και όταν η νύχτα έπεσε για τα καλά, [«ευφράνθη Ολοφέρνης απ’ αυτής και έπιεν οίνον πολύν σφόδρα, όσον ουκ έπιεν πώποτε εν ημέρα μία αφ’ ου εγεννήθη». Ιουδίθ ΙΒ΄20].  "Λιώμα" λοιπόν ο κραταιός στρατηγός στα χέρια της! Και αφού κατευχαριστήθηκε [την... ένωσιν μετ’ αυτής], έπεσε σε έναν μακάριο ύπνο που έμελλε να μην έχει ξυπνημό. Το τρυφερό χεράκι της αποφασισμένης Ιουδίθ, κρατώντας σφιχτά το ίδιο το κοφτερό σπαθί του,  έπεσε, δύο φορές, με δύναμη στον τράχηλο του κοιμισμένου στρατηγού! Το κεφάλι κύλησε στο πάτωμα της σκηνής, χαμογελώντας ακόμα ευτυχισμένα! Ο Ολοφέρνης, ούτε που μπορούσε να φανταστεί, πόσο ευτυχισμένος μπορεί να πεθάνει κανείς, περιστοιχισμένος από εκατοντάδες χιλιάδες δικούς του πάνοπλους ανθρώπους, όταν ασυλλόγιστα για να ξεδιψάσει το πάθος του, αγκαλιάζει τα υπέροχα δώρα των εχθρών του!                                                     
Η Ιουδίθ κάθισε μέσα στη σκηνή περιμένοντας. Είχε ατσαλώσει απ’ το πείσμα. Η ώρα έφτασε, κατά πως είχε συνηθίσει τους φρουρούς, πριν από το χάραμα, την πιο κατάλληλη ώρα της δολιοφθοράς, σηκώθηκε. Έξω από τη σκηνή, στον απόγειο της θεατρικότητάς της, με ευάλωτη και νωχελική τσαχπινιά, βεβαίωσε τους φρουρούς ότι ο στρατηγός κοιμάται βαριά κι ευτυχισμένα, κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα ταράξει έναν τέτοιο μακάριο ύπνο! Ύστερα, μαζί με την δούλα της, που κατ’ εντολή της περίμενε υπομονετικά έξω κάπου στον προθάλαμο της σκηνής, ξεκίνησε έχοντας στο ταγάρι της το κεφάλι του στρατηγού!

[ «Έπειτα (η Ιουδίθ) εκτύπησε τον τράχηλο του Ολοφέρνη δύο φορές με όλην την δύναμή της και απέκοψε απ’ αυτόν την κεφαλήν του... και παρέδωκεν εις την δούλην αυτής την κεφαλήν του Ολοφέρνη. Εκείνη έβαλεν την κεφαλήν εις τον σάκον....και εξήλθον και οι δύο μαζί, κατά την συνήθειάν των δια την προσευχήν. Επέρασαν δια μέσου του στρατοπέδου, έκαμαν τον κύκλον της φάραγγος και  ανέβησαν εις το όρος». Ιουδίθ ΙΓ΄8,10.]



Michelangelo Merisi da Caravaggio (1571-1610)

Η Ιουδίθ, αλώνισε κυριολεκτικά νυχτιάτικα το στρατόπεδο των Ασσυρρίων με το θάρρος του ανθρώπου που έχει για όλα μια δικαιολογία, και γνωρίζει πολύ καλά πόσα πράγματα εξαρτώνται απ’ αυτόν, δεν παράλειψε να επισκεφθεί για τελευταία φορά... την πηγή, απ’ όπου ξεδιψούσε ολόκληρο το στρατόπεδο των μισητών εχθρών της, και μετά νωχελικά βγήκε από αυτό! Ο Ολοφέρνης είχε διατάξει να αφήνουν ανενόχλητη την πεντάμορφη αυτή μάγισσα της νύχτας, να λούζεται ακίνδυνα και να προσεύχεται κάθε βράδυ στην πηγή του στρατοπέδου. Άλλωστε, τί θα μπορούσε να κάνει μια μόνη γυναίκα σε ένα ολόκληρο στρατόπεδο;! Έτσι, την τέταρτη αυτή νύχτα, μετά το τρικούβερτο γλέντι, κανένας δεν έλεγξε τις δύο γυναίκες, που ανενόχλητες πια επισκέπτονται για τελευταία φορά τους σημαντικούς χώρους του στρατοπέδου, αλλά και την πηγή! Μαζί με το κομμένο κεφάλι του εχθρού, μεταφέρουν και τα καλοτυλιγμένα δοχεία με το άγνωστο περιεχόμενό τους! Ιουδίθ... ο δόλος αυτοπροσώπως!

Γιατί λοιπόν η Ιουδίθ, μπαίνει σε τέτοιο περιττό κίνδυνο με το κεφάλι του στρατηγού στο ταγάρι της, να τριγυρνάει μέσ’ το στρατόπεδο χωρίς να παραλείψει ούτε την τελευταία αυτή φορά την επίσκεψη στην πηγή; Τα περί νυχτερινών λατρευτικών συνηθειών ήταν εντελώς ψέμα. Τέτοια συνήθεια ουδέποτε ορίστηκε από οποιεσδήποτε ιουδαϊκές εντολές. Ήταν λοιπόν ένα ευφυές εφεύρημα, που όμως εξυπηρετούσε τέλεια, την δυνατότητα ελεύθερης νυχτερινής διέλευσης του στρατοπέδου!
Αν λοιπόν, (όπως διατείνονται οι εξουσιοδοτημένοι ερμηνευτές των γραφών), αποκλειστικός στόχος της ήταν μόνο ο φόνος του Ολοφέρνη, αυτός είχε εντελώς εκπληρωθεί. Λοιπόν... την τελευταία αυτή νύχτα, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να διακινδυνεύει με παραπανίσιες ψευτοπροσευχές και νυχτερινές ιερατικές προσποιήσεις. Κανέναν λόγο δεν είχε, την τελευταία αυτή νύχτα, να επισκεφθεί και την πηγή! Ακριβώς όμως αυτή η τελευταία επίσκεψη στην πηγή, είναι που δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία, για το ποιός ήταν αληθινά ο πρωταρχικός στόχος, της θαρραλέας κατά τα άλλα Ιουδίθ.
Κοντά στην πηγή και κατά μήκος του στρατοπέδου, που ανενόχλητη διέσχισε η Ιουδίθ, υπήρχαν προφανώς σε πρόχειρες εγκαταστάσεις, συγκεντρωμένα τα απαραίτητα αποθέματα νερού, που εξυπηρετούσαν τις βασικές ανάγκες δεκάδων χιλιάδων στρατοπεδευμένων στρατιωτών. Αυτά, δέχθηκαν το περιεχόμενο των αγγείων, που με τόσο προσοχή είχε περιτυλίξει και με πολύ φροντίδα έφερε μαζί της, για να γίνουν τα απαραίτητα εργαλεία του σωτήριου νυχτερινού ["αγιασμού των υδάτων"! «Ο εξηπλωμένος βραχίων του Κυρίου»], δηλαδή, το μακρύ απλωμένο χέρι του Κυρίου, βρήκε στο πρόσωπο της Ιουδίθ, τον πλέον κατάλληλο, ευφυέστατο, θαρραλέο, πεντάμορφο και χαμογελαστό "άγγελο εκδίκησης"!
Όταν η ηρωίδα επιστρέφει στο πολιορκημένο κάστρο, ενθουσιασμένη τραγουδάει: [«Ζη Κύριος διότι δια του προσώπου μου εξαπάτησε τον Ολοφέρνη». Ιουδίθ ΙΓ΄16].
Και οι ιερείς αναγνωρίζοντας ότι ο "Κύριος" κάπου-κάπου χρειάζεται παρόμοια βοήθεια, απαντούν: [«η δύναμις του Κυρίου εξεδηλώθη δια της χειρός σου». Ιουδίθ ΙΓ΄19].
Η επόμενη μέρα… είναι η μέρα της νίκης και η ημέρα της επέμβασης του "Κυρίου", αλλά η αφήγηση είναι εξαιρετικά φειδωλή, μας αποκαλύπτει λίγα από τον χαμό που επακολούθησε. Τη σύγχυση που επικράτησε στο στρατόπεδο, αρχικά την αποδίδει μόνο στην απώλεια του στρατηγού Ολοφέρνη. Περισσότερο όμως ξεκάθαρα είναι τα λόγια της ίδιας της Ιουδίθ, καθώς υμνεί το θεό του Ισραήλ λέγοντας: [«Τότε έβγαλαν αλαλαγμούς χαράς οι αδελφοί μου. Εκείνοι δε (οι Ασσύριοι) ασθένησαν, κατελήφθησαν από φόβο και κατεπτοήθησαν... ετράπησαν εις φυγήν. Μικρά παιδιά ετρύπησαν αυτούς με τας λόγχας των (μικρά παιδιά μπορούσαν να τρυπήσουν εκλεκτούς σκληροτράχηλους πολεμιστές με τις δικές τους λόγχες!) και σαν δούλους αυτοπαραδιδόμενους τους εφόνευσαν. (Όπως ο δούλος δηλαδή, που δεν αντιστέκεται στην κακοποίησή του!)  Εξολοθρεύθησαν από τον στρατό του Κυρίου... (εδώ υπαινίσσεται εξολοθρευτές "αγγέλους"). Αλίμονο στα έθνη που επαναστατούν εναντίον του ισραηλιτικού μου γένους... ο Κύριος θα στείλει πυρ και σκώληκας[8] να καταφάγουν τας σάρκας αυτών»!!! Ιουδίθ ΙΣΤ΄11,12,17]. 
Οι λέξεις είναι προσεκτικά διαλεγμένες, για να δείχνουν στους μυημένους την αληθινή εικόνα της νίκης. Μικρά παιδιά κατέβηκαν λοιπόν και εφόνευαν το υπόλοιπο της ατέλειωτης στρατιάς, όσους δηλαδή ανήμπορους (ασθενούντες) που δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν την άτακτη φυγή των δικών τους. Τα λάφυρα της αποδεκατισμένης στρατιάς ήταν ατέλειωτα: [«Όλος ο λαός λεηλατούσε το στρατόπεδο των Ασσυρίων, επί τριάκοντα συνεχείς ημέρας και έδωκαν τη Ιουδίθ την σκηνή του Ολοφέρνη και τας κλίνας (που τόσο... τις τίμησε) και πάντα τα σκεύη αυτού». Ιουδίθ ΙΕ΄11].
Αν σκεφτούμε λοιπόν για λίγο, τα πραγματικά δεδομένα αυτής της αφήγησης, θα δούμε ότι η αφήγηση που θέλει τους Εβραίους να καταδιώκουν τους εχθρούς τους, σε μια ένδοξη έξοδο πολιορκημένων, δεν μπορεί να σταθεί. Παρά την ξαφνική απώλεια του αρχηγού Ολοφέρνη, μια χούφτα άνθρωποι, δεν μπορούν να καταδιώξουν μια στρατιά από 182.000 επαγγελματίες στρατιώτες, με εκλεκτό ιππικό και άρματα μάχης. Στις περιπτώσεις αυτές. υπάρχουν εκείνοι που αναπληρώνουν την ξαφνική απουσία του αρχηγού, που άλλωστε δεν είναι παρά μια συνηθισμένη διαδικασία, μια και η ξαφνική απώλεια του αρχηγού στην μάχη, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστη την εποχή εκείνη. Αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι. Στην χειρότερη αυτή περίπτωση, θα περιμέναμε να δούμε μια συντεταγμένη αποχώρηση της πανίσχυρης αυτής στρατιάς, που με ντροπιασμένο τρόπο έχασε τον αρχηγό της. "Κάτι" λοιπόν περισσότερο απ’ την ξαφνική απώλεια του αρχηγού, πρέπει να συντρέχει για να υποστούν πανωλεθρία όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι εχθροί, ώστε ακόμα και παιδάκια να τους τρυπούν θανάσιμα και σαν δούλοι να δέχονται μοιρολατρικά τον θάνατο.
Να λοιπόν, που παρά τους ευφυείς εχθρικούς αποκλεισμούς των υδάτων, ο δόλος και πάλι νίκησε! Ο μακροχέρης Κύριος, έδωκεν πνεύμα σοφίας και συνέσεως σε μια δούλη του, που με όλων των ειδών τα τσαλίμια αναμόχλευσε τις αλόγιστες επιθυμίες του εχθρού σε βαθμό που εκείνος να αποξεχαστεί και να αφεθεί απροστάτευτος στα χέρια της δολερής λαγνείας της. Η Ιουδίθ πήρε το κεφάλι του Ολοφέρνη, γονάτισε και κατασύντριψε μια ολόκληρη στρατιά εμπειροπόλεμων ανδρών, εξοπλισμένη μόνο με θέλγητρα, δόλια γλώσσα και μικρά χαριτωμένα βαζάκια... γεμάτα ατιμωτικό θάνατο!

1 comment:

Anonymous said...

Ωραία ιστορία
αλλά ακόμα καλύτερη η διήγησή σου.
!!
Κ.Μανωλίδης