08 March 2013

ΩΦ


   Γεννήθηκε μια ζεστή μέρα του 1914, κι αν ήταν δυνατόν θα θυμόταν ως κακό οιωνό τα δυο επιβλητικά Γερμανικά καταδρομικά που ήρθαν κι αγκυροβόλησαν απέναντι από την κούνια της, στον κόλπο της Προύσας, λίγο πριν από τον βομβαρδισμό της Οδησσού,  "γεννήθηκες μέσα στο μεγάλο πόλεμο", της έλεγε η μάνα της.
"Ελιές κι αμπέλια" είχαν, κι ένα σπίτι "περιθαλάσσιο" στην Προποντίδα θυμόταν. Μεγάλωσε στα Μουντανιά ήσυχα ως που ήρθε ο Ελληνικός στρατός, "το σύνταγμα ευζώνων" και έκπληκτη είδε τα αδέλφια της να ενθουσιάζονται, "όλα τα νέα παιδιά πήγανε τότε εθελοντές", "κι αγύμναστους τους στείλανε στη πρώτη γραμμή", τον Σαγγάριο", και γύρισαν, όσα γύρισαν, ντροπιασμένα με τον τρόμο στο βλέμμα, για να τους κρύψει η μάνα τους στη σοφίτα, λιποτάκτες τον Σεπτέμβριο του 1921!
Οι εύζωνες του Πλαστήρα όμως κράτησαν τους τσέτες και τους έσωσαν μέχρι να έρθουν τα βαπόρια να τους πάρουν. Θυμόταν τη θάλασσα τους κόκκινη από το αίμα των στρατιωτών, και το εγγλέζικο πλοίο που τους έφερε στην Ελλάδα και τον αδελφό της "τον Φουντούκο" την τελευταία στιγμή, "την ώρα που το πλοίο σάλπαρε" να επιβιβάζεται "ντυμένος γριά, με μαύρο το πετσί του από τις κακουχίες", γιατί αν τον έπιαναν, είτε οι Τούρκοι είτε οι Έλληνες, θα τον σκότωναν ή θα τον εκτελούσαν για λιποταξία. Τη νύχτα πέρασαν, "σεριάνισαν", τα στενά πιστεύοντας πως αργά ή γρήγορα θα επέστρεφαν. Δεν επέστρεψαν, έγιναν άλλα κι άλλα. Πολλά είδε, για μια σφαγμένη γάτα μίλαγε, πάλι καλά...
Στην αρχή έμειναν ενάμιση χρόνο φιλοξενούμενοι στον Πειραιά, στο σπίτι του αξιωματικού που είχαν πριν εκείνοι φιλοξενήσει στoν τόπο τους, και αργότερα τους έδωσαν προσφυγικό στην Κοκκινιά, "από τα αψηλά με το πάτωμα, περηφανευόταν, γιατί τα χαμηλά είχαν χώμα κάτω", τον πρώτο καιρό μια ξύλινη διαολόσκαλα υπήρχε για όλη τη γειτονιά, και τότε για να κατέβει κάποιος από το σπίτι του φώναζε σε όποιον περαστικό έβλεπε να του την φέρει... και μία μόνο βρύση για νερό στην πλατεία, αλλά ζήσανε.
Όταν θυμόταν τον μπαμπά της έκλαιγε, ήταν πράος, "αμπελόβοδο, τον έλεγε η μάνα μου", πόσο δυσκολεύτηκε στην Ελλάδα, κι πώς αν έπινε κάνα ούζο παραπάνω έβγαζε κι "έσκιζε την τραγιάσκα που τον έφερε εδώ" και καταριόταν Βενιζέλο και Βασιλιά, τότε νοσταλγούσε το φεσάκι του και χάιδευε το κλειδί από το σπίτι τους στα Μουδανιά που έκρυβε αντί για ρολόι στο τσεπάκι του γιλέκου του.
Εκείνη όμως ήταν νέα και πολύ πολύ όμορφη όπως λέγανε όλοι, και παντρεύτηκε νωρίς, τον Σωτήρη, τον όμορφο Ανατολίτη από την Σπάρτα που ήταν καλλιτέχνης, σχεδίαζε χαλιά, και είχε φαίνεται τον τρόπο να την ρίξει. Έκαναν δυο κόρες αλλά ο Σωτήρης αρρώστησε από φθίση και πέθανε λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος. Χήρα με δυο μικρά γύρισε τότε στη μάνα της στο προσφυγικό, εν τω μεταξύ είχε πεθάνει κι ο πατέρας της, κι ο πόλεμος έκανε τα πάντα δυσοίωνα αλλά εκείνη είπε πως θα ζήσουν, εκείνη και τα παιδιά της! Έτρεξε, μάλωσε, αλλά κατάφερε και πήρε από την αποθήκη του οργανισμού τα χαλιά του Σωτήρη, που θέλανε κάποιοι να της τα “φάνε”, ωραία χαλιά χειροποίητα δικά του σχέδια. Από εκείνα τα χαλιά ζήσανε στην κατοχή, εμπόριο, μαύρη αγορά. Άφηνε τα παιδιά στη Φρόσω και γύριζε ακόμα και με τα πόδια την επαρχία, μέχρι τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία έφτανε, έδινε χαλιά έπαιρνε λάδι ή στάρι, χιόνια και βροχές θυμόταν, έδωσε όλη της την προίκα της, μεταξωτά και δαντέλες, κρύο και λάσπη, "έπαιρναν οι χωριάτισσες τα μεταξωτά κομπινεζόν και τα φόραγαν πάνω από τα ρούχα τους, για στολίδι, δεν είχαν ξαναδεί τέτοια", "αλλού μας έδιωχναν οι άντρες με τα στειλιάρια" - μόνο δυο τάπητες απόμειναν από εκείνα τα εμπόρια της επιβίωσης, ένα για κάθε κόρη του Σωτήρη, να θυμούνται εκείνον που δεν πρόλαβαν.  
Έζησαν όμως, κι εκεί στις κομπανίες που έκαναν για να ταξιδεύουν με κάποια ασφάλεια συνάντησε τον Στέφανο, αυτός είχε έρθει από τη Ρωσία, άντρουκλας με άγρια όψη αψηλός, και τον παντρεύτηκε, για να αποκτήσει από εκεί και πέρα όλη η οικογένεια κάτι εξωτικό, ένα επίθετο που τέλειωνε σε ωφ και έβαζε σε υποψίες, αργότερα, την κρατική ασφάλεια. Και ίσως όχι άδικα γιατί τότε κοντά στο τέλος της κατοχής που ήταν και το πιο επικίνδυνο, ο Στέφος φαίνεται πως είχε κάποιες παρτίδες με τον ΕΛΑΣ και κουβαλούσε εκρηκτικά, του έκοψε όμως μόλις άκουσε τα χωνιά των μπουραντάδων και κρύφτηκε, και έτσι γλύτωσε από το μπλόκο της Κοκκινιάς. Έκαναν άλλο ένα κορίτσι, αλλά ο Στέφος αρρώστησε βαριά, πάλι η φυματίωση ήταν που απειλούσε να την αφήσει χήρα, θέριζε τότε, αλλά όχι τον Στέφανο που σώθηκε χάρη στην “αμερικανική βοήθεια”. Ήταν από μεγάλο σόι που σκόρπισε το 17 από τη Ρωσία, εμιγρέδες, και κάποιοι είχαν φτάσει στην Αμερική, έκατσε λοιπόν και τους έγραψε την κατάσταση, εκεί μόλις είχε βγει η στρεπτομυκίνη. Οι ρώσοι συγγενείς  από την Αμερική έστειλαν 10 ενέσεις, και ο Στέφος θεραπεύτηκε, δούλεψε μάλιστα οικοδόμος μετά την κατοχή! Κάπως ηρέμησαν τα πράγματα μετά κι από τον εμφύλιο, έπιασε δουλειά τραπεζοκόμος στην αεροπορία στο Τατόι και πήγαινε με τα πόδια από την Κοκκινιά ως την Ομόνοια, για να γλυτώνει το εισιτήριο, και από ΄κεί μετά έπαιρνε το υπηρεσιακό
Ο Στέφος όμως την ζήλευε, ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, και την σταμάτησε από τη δουλειά, έκατσε εκείνη τότε στη βεράντα της, φρόντιζε τις τριανταφυλλιές της και κοίταζε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν από ψηλά.
Πέρασαν τα χρόνια, μα δεν σταμάτησε να την ζηλεύει, ιδίως όταν την έβλεπε να λούζει και να χτενίζει τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της, που όταν τα έλυνε έφταναν μέχρι τις βελουδένιες γάμπες της που ποτέ δεν χρειάστηκαν αποτρίχωση. Δεν τα είχε κόψει ποτέ, έτσι έλεγε, τα χτένιζε μπροστά του κάθε βράδυ και το πρωί τα τύλιγε στον κότσο που έβλεπαν όλοι, εκείνος τρελαινόταν. Καυγάδες και πείσματα, μάζευε τότε τα πράγματα του και πήγαινε  να μείνει στη μάντρα που φύλαγε την ξυλεία του, μέχρι που ξεθύμαινε και γύριζε μετανιωμένος. Μια μέρα γύρισε από το καφενείο και της έκανε καυγά για το ραβασάκι, "ποιο ραβασάκι βρε τρελέ ;", με τα πολλά της είπε πως ένας άγνωστος ομορφάντρας έγραφε ένα γράμμα στο καφενείο και εκείνος νόμισε..., άρρωστος τρελά ερωτευμένος μαζί της μέχρι τα εβδομηνταπέντε του, το 1975 που πέθανε, κι εκείνη έμεινε πάλι μόνη.  
Τρόπος του λέγειν μόνη, αφού το προσφυγικό της γνώρισε δόξες και πολυκοσμία, η μεγάλη βεράντα με τις τριανταφυλλιές έγινε κέντρο διερχομένων από κόρες, γαμπρούς, φίλες, συγγενείς και κυρίως εγγόνια. Καφέδες και καφέδες καθημερινά και τραπεζώματα στις γιορτές, με λίγα συνήθως αλλά και με πολλά μερικές φορές όπως τα σπάταλα μπορς, τα πιροσκί και η σπλήνα η γεμιστή, που την έφτιαχνε με μεράκι σε σπέσιαλ τραπέζια. Ο φρεσκοκομμένος καφές ήταν το δώρο των καλεσμένων που εκτιμούσε περισσότερο από όλα.
Τα είχε καταφέρει περνώντας δια πυρός και σιδήρου όπως πέρασαν πολλοί της σειρά της. Δεν χαλάρωσε όμως ποτέ  μέχρι τα 92 της χρόνια που έζησε, και δεν ξεχνούσε τον αγώνα της, δεν γκρίνιαζε όμως για όσα της έλειψαν, αλλά επαναλάμβανε τις ιστορήσεις με όσα εκείνη είχε κάνει για να μην αφεθεί στη μοίρα της, λες και ήθελε να είναι πάντα σε ετοιμότητα, "έζησα τρεις πολέμους" έλεγε, "αν βάλεις και την Κύπρο τέσσερις". Φοβόταν μόνο τον σεισμό, εκεί έτρεμε κατουριόταν κι έχανε τη μιλιά της. Κάθε χρόνο έβαφε το σπίτι μόνη της, σκούπιζε και σφουγγάριζε κάθε μέρα την βεράντα και τα σκαλιά μέχρι κάτω το δρόμο, έτρωγε λίγο αλλά πάντα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό.
Επτά λύπες τρεις χαρές η ζωή της αλλά είχε μια έμφυτη αρχοντιά που την χαρά την πολλαπλασίαζε. Είχε ένα χιούμορ πηγαίο, τρομερό, έλεγε όσα τράβηξε, διωγμούς, κατοχή, στο μπλόκο ράγιζε αυτό δεν ήθελε να το θυμάται, και όλα τα βάσανα, λέξη προς λέξη, αλλά όσοι ακούγαμε κρατούσαμε την κοιλιά από τα γέλια. Έλεγε όλη την ιστορία, τη ζωή της, ανάλαφρα, μα δίχως να παραλείπει τίποτα, κι εκείνη απορούσε με τα γέλια και την αναισθησία μας, "εγώ σας λέω τι τράβηξα κι εσείς γελάτε!"
Κάποια μέρα που την επισκέφτηκα, ήταν 90 ετών και είχε εργάτες στο σπίτι που άλλαζαν τη στέγη, στεκόταν σαν ναοκολώνα στη μέση της κάμαρας και τους κοίταζε από κάτω, μόλις με κατάλαβε γυρίζει και μου λέει, "αν μετά από αυτό, πεθάνω... δεν θα μου το συγχωρήσω ποτέ".
Έφυγε δυο χρόνια μετά , τον Φεβρουάριο του 2006. 
Ήταν η Άννα από τα Μουδανιά της Προποντίδας, κόρη του Παναγιώτη και της Φρόσως Γιασιμάκου, ήταν η γυναίκα του Σωτήρη Δασκαλόπουλου και του Στέφανου Ταχμαζώφ, ήταν η γιαγιά μου και ήταν η σπουδαιότερη γυναίκα που γνώρισα.

4 comments:

Γυναίκα said...

...τι να πω..

θαυμάζω τη δύναμη και την ψυχική αντοχή!!!

Ευάγγελος said...

'Αλλη μια υπέροχη ιστορία, Κώστα!

Με κράτησες και με συγκίνησες (και δεν είναι που έχω κι εγώ προσφυγικές ρίζες!)

Μιλάμε για ανθρώπους μιας 'Αλλης Εποχής...

Να είσαι καλά!

Anonymous said...

Είναι μπανάλ αλλά θα το πω:
respect!

Κώστας Μανωλίδης

Χριστίνα Κουκουράκη said...

Πραγματικος υμνος στη Γυναικα. Ομορφος λογος Κωστα. Ρευστος, αμεσος, αληθινος. Δε νομιζω να "βγαινουν" τωρα πια τετοιες αρχοντισσες...θα πρεπει να σκεφτεις σοβαρα να τη...σωσεις απο τη ληθη.