30 March 2013

Όταν η Σιμόν θα έβαζε τα κλάματα

[Οι σημερινές γυναίκες έχουν σχεδόν εκθρονίσει τον μύθο της θηλυκότητας· αρχίζουν να κάνουν αισθητή την ανεξαρτησία τους με πολύ συγκεκριμένους τρόπους· δεν καταφέρνουν όμως εύκολα να βιώσουν απόλυτα την κατάστασή τους ως ανθρώπινα όντα. Έχοντας ανατραφεί από γυναίκες, μέσα στους κόλπους ενός γυναικείου κόσμου, ο φυσιολογικός προορισμός τους είναι ο γάμος, ο οποίος στην πραγματικότητα τις υποδουλώνει ακόμα και σήμερα στον άντρα· το ανδρικό κύρος κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί: στηρίζεται ακόμα σε γερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις. Είναι συνεπώς αναγκαίο να μελετήσουμε πολύ προσεκτικά την παραδοσιακή μοίρα της γυναίκας. Θα προσπαθήσω να περιγράψω πώς η γυναίκα μαθαίνει την κατάστασή της, πώς τη βιώνει, σε τι είδος σύμπαντος βρίσκεται εγκλωβισμένη, ποιους τρόπους διαφυγής έχει. Και μόνο αν όλα αυτά γίνουν κατανοητά, μόνο τότε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που, έχοντας κληρονομήσει ένα βαρύ παρελθόν, προσπαθούν να χτίσουν ένα καινούργιο μέλλον.]
Έτσι προλόγισε η Σιμόν ντε Μποβουάρ το "Δεύτερο φύλο" που κυκλοφόρησε το 1949 και αποτέλεσε το απόλυτο έργο αναφοράς του φεμινιστικού κινήματος. Εξήντα χρόνια μετά, η φεμινιστική ουτοπία ξεφτάει καθώς σεξιστικές αντιλήψεις και πρακτικές επανέρχονται σε πολλά σημεία της δημόσιας ζωής.

Το σημείωμα αυτό δεν περιέχει τίποτα παραπάνω από σκόρπιες σκέψεις, περισσότερο γράφω για την αίσθηση ενός αδιεξόδου που βρέθηκε αναπάντεχα στο τέλος ενός μεγάλου δρόμου, όπως σε κάποιες ταινίες δράσης που η καταδίωξη των αυτοκινήτων καταλήγει στο κενό μιας υπό κατασκευή γέφυρας και τότε το πρώτο, το καταδιωκόμενο, αυτοκίνητο με τέρμα τα γκάζια επιχειρεί το άλμα στο κενό... Χόλιγουντ είναι αυτό, και έτσι το άλμα πετυχαίνει ενώ ο διώκτης μένει φρενάροντας στην απέναντι όχθη.  Σε ένα τέτοιο αδιέξοδο έχει βρεθεί συνολικά η κοινωνία, αλλά, εδώ, το θέμα είναι ο κόσμος της τέχνης. 
Η αφορμή, χθες βράδυ βρέθηκα σε μια εικαστική έκθεση, από όπου έφυγα για πολλοστή φορά απογοητευμένος, σχεδόν θυμωμένος, κάτι που μάλλον το έχω συνηθίσει την τελευταία δεκαετία, όπου η τέχνη μοιάζει αμήχανη, σχεδόν άναρθρη μπροστά στις ραγδαίες αλλαγές της ζωής.
Δεν γνωρίζουμε από την ιστορία, εκτός ίσως από τις περιπτώσεις των δικτατορικών ρεαλισμών, εποχές που η τέχνη ακολουθούσε τόσο κουρασμένη τις εξελίξεις στη ζωή.  Σε αυτή την έκθεση τυχαίας αναφοράς οι καλλιτέχνες ήταν νέες γυναίκες, και το φύλο τους ήταν το κοινό νήμα που γύρω του εξελίχθηκε η έκθεση, κάτι που βέβαια από μόνο του δεν πειράζει, αν και δεν έχω ακούσει για έκθεση με αποκλειστικά άντρες καλλιτέχνες εξαιτίας του φύλου τους!
(anyway) Εξήντα χρόνια μετά την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος φαίνεται πως οι νέες καλλιτέχνιδες φτιάχνουν τα έργα τους με τους τρόπους της υποδούλωσης των μητέρων και των γιαγιάδων τους, κεντούν, ράβουν, πλέκουν, υφαίνουν, καμιά φορά μαγειρεύουν ή ανοίγουν φύλλο, αλλά αποκομμένους από κάθε πλαίσιο κοινωνικής αναγκαιότητας ή τουλάχιστον νοσταλγίας. Οι καλλιτέχνες κάθε φύλου καθώς έχουν απαρνηθεί την επιθυμία αναμέτρησης τους με τα μεγάλα έργα του παρελθόντος, ψελλίζουν πια άναρθρες κραυγές και υπεκφυγές, και μοιάζουν εντελώς παγιδευμένοι στον επιδερμικό τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας που έχει επιβληθεί έτσι κι αλλιώς σε όλους τους ανθρώπους από την κυρίαρχη αγοραία αντίληψη.
Σχεδόν σύσσωμη η καλλιτεχνική κοινότητα έχει περιπέσει σε έναν ιδιότυπο αυτισμό γεμάτο με μικρές, αδέξιες χειρονομίες πάνω στα υλικά ή δίχως στοχασμό στις ιδέες, ο οποίος εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της εποχής, την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τους πολέμους των δυτικών στο Ιράκ. Μέχρι τότε η Ιστορία μπορούσε να δίνει στην Τέχνη το ρόλο της πρωτοπορίας, αλλά καθώς άρχισαν να καταρρέουν οι μύθοι του μοντερνισμού, φάνηκε ο αυξανόμενος βαθμός απομάκρυνσης και υστέρησης της από την πραγματικότητα. Όταν δε οι Ιρακινοί ή Αφγανοί φανατικοί ανέβασαν στο διαδίκτυο ακόμα και απευθείας αποκεφαλισμούς, μόνο οι ανεπαρκείς δεν κατάλαβαν ότι μαζί με τα κεφάλια των δύστυχων ομήρων έπεσε και ο μύθος της τέχνης ως γροθιάς στο στομάχι των εφησυχασμένων αστών
Από τότε, στρατιές νέων καλλιτεχνών που έλαβαν το μήνυμα της επικράτησης των αγορών, άρχισαν να παράγουν σωρηδόν έργα και εργάκια προορισμένα είτε να στολίζουν τα νεόδμητα καθιστικά των προαστίων, είτε να γεμίζουν τα λόμπι των νέων μουσείων, (αυτά όμως τα περιγράφει πολύ καλά ο Ζαν Κλαιρ). Η αγορά βλέπετε απαιτούσε πολλά έργα και αν οι καλλιτέχνες ακολουθούσαν τους στοχαστικούς ρυθμούς των προγόνων τους δεν θα προλάβαιναν να τα παράξουν ποτέ, ο Βερμέερ για παράδειγμα ζωγράφισε περίπου 50 έργα σε όλη του ζωή, η υπερβολική ζήτηση και η επιτάχυνση του κύκλου παραγωγής του έργου έφερε και την πτώση στην ποιότητα αλλά ποιος νοιαζόταν, εδώ ανέλαβε η θολότητα μιας κατευθυνόμενης πλευράς της θεωρίας να "εξηγήσει" και να καλύψει το φαινόμενο. 
Τώρα έχει γίνει σαφές πως ο καιρός αυτός πάει πέρασε και οι καλλιτέχνες που παρόλα αυτά είναι οι πιο ευαίσθητοι δέκτες της κοινωνίας το ΄χουν μεν νοιώσει εγκαίρως αλλά δυστυχώς παραμένουν εγκλωβισμένοι από αδράνεια σε  παρωχημένες πρακτικές. Σίγουρα κάτι καινούργιο θα γεννηθεί όπως συμβαίνει πάντα, αλλά ίσως αυτό δεν βγει από τις δικές μας κοινωνίες ή δεν συμπεριλάβει στο νέο σκάφος όσους από εμάς τους καλλιτέχνες δεν κοιτάξουμε να βρούμε εκείνα που παραλείψαμε από τεμπελιά ή από ευδαιμονία. Νομίζω πως τώρα είναι ο καιρός να ρωτήσουμε τα πάντα εξαρχής και να αναζητήσουμε νέες αφηγήσεις, αντί να φτιάχνουμε μισά σκίτσα, βιαστικές φωτογραφίες και ψελλίσματα.  

1 comment:

Γυναίκα said...

Η τελευταία παράγραφος μου έδωσε τέτοια δύναμη και ορμή, που νιώθω λες και μπορώ να καταφέρω τα πάντα!