17 November 2013

Το παράθυρο

Τον σταθμό του πολυτεχνείου δεν τον πιάσαμε εκείνες τις μέρες, νομίζω ήμασταν εκτός της εμβέλειας του, ανέγγιχτοι από τα αναρχικά ραδιοκύματα, αλλά κάπως, με μισόλογα, ψιθυριστά, τα νέα μαθεύτηκαν, πως έγινε μακελειό τη νύχτα στο πολυτεχνείο. Ακούγαμε σπαράγματα, και χουντική προπαγάνδα. Ολόκληρη την ιστορία τη διαβάσαμε αργότερα, αργότερα κι από τα Κυπριακά που έριξαν την Χούντα του Ιωαννίδη, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο επετειακό τεύχος των "Επίκαιρων". 
Τότε όμως, το επόμενο πρωί ο Παπαδόπουλος έγδερνε αφτιά παραληρώντας από το κρατικό ραδιόφωνο, και οι λογοκριμένες εφημερίδες κυκλοφορούσαν με ξερή την επιβεβαίωση, το πολυτεχνείο εκκενώθηκε, επενέβησαν άρματα και κατέστειλαν την αναρχία, και πλέον οι Έλληνες θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι, αλλά με απαγόρευση της κυκλοφορίας και των συναθροίσεων από την 6η απογευματινή, βεβαίως, αφού είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.
Όμως η παρέα των παιδιών, εκείνο το απόγευμα, δεν μαζεύτηκε μέσα, τι μας ένοιαζε εμάς ο στρατιωτικός νόμος; η μπάλα μας ένοιαζε, και όταν εμφανίστηκε προς γνώση και συμμόρφωση ένας χοντρός κακοσούσουμος αστυφύλακας, από τους λίγους που είχαν ξεμείνει στο τοπικό τμήμα, ξεκίνησε ένα αλλιώτικο παιχνίδι, μπρος η μπάλα πίσω εμείς τον τρέχαμε από δρόμο σε δρόμο, σε κάθε στροφή στήναμε πάλι τα τέρματα, πέτρες που κουβαλούσαμε από την προηγούμενο στενό, μέχρι που τον σκάσαμε, μέχρι που ίδρωσε και μας παράτησε, απειλώντας με φυλάκιση μας μέχρι τρίτης γενεάς.
Έτσι έγινε εκείνο το απόγευμα, το παιχνίδι των παιδιών έσπασε, πρώτο, τον στρατιωτικό νόμο.
Ο Βαγγέλης όμως, έκλεισε το καπελάδικο, κι έφυγε με κάποιους άλλους να πάνε στην Αθήνα, να δουν τι είχε συμβεί - εκείνο τον καιρό τα οκτώ χιλιόμετρα ήταν απόσταση. Γύρισαν αργά, είχε βραδιάσει, κάθισαν στο καφενείο απέναντι που ούτε αυτό είχε πειθαρχήσει, και πιάσανε να πίνουν ούζα, χωρίς να μιλούν μεταξύ τους, μόνο έπιναν χωρίς σταματημό. Όταν ήρθε σπίτι δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του, έκλαιγε, παραληρούσε, σαράντα ούζα μέτραγε, ξερνούσε και φώναζε για νεκρούς φοιτητές πάνω σε πόρτες, έβριζε γαμώ το φασίστα τον Παπαδόπουλο, φονιάδες γαμώ τη μάνα σας, ούρλιαζε, και μέχρι το άλλο μεσημέρι έτσι πήγε.
Η Σούλα έκλεινε τα παράθυρα σφιχτά να μην βγει λέξη έξω, φοβόταν, εκείνος αγρίευε, και απαιτούσε να μένουν τα παράθυρα ανοιχτα να παίρνει αέρα, δεν σταματούσε τα κλάματα και τις βρισιές μέχρι που ξεραινόταν σε ένα ύπνο πιο ταραγμένο και από τον ξύπνιο του, ο οποίος δεν κράταγε πολύ και πάλι ξύπναγε και φώναζε.
Εκείνο το γλυκό φθινόπωρο που τα παράθυρα ανοιγοκλείνανε από φόβο, οι καρδιές μας ήταν τόσο σφιγμένες που μπορούσαμε να τις πιάσουμε, να τις σφίξουμε κι άλλο, και να τις πετάξουμε, να πάνε μακριά μας να σπάσουν.
Πολλά από όσα είδε δεν τα έμαθα ποτέ. Κάποια στιγμή με στείλανε έξω στο πεζοδρόμιο, να προσέχω μην περάσει κανένας περίεργος, ακούσει τις βρισιές και βρούμε το μπελά μας. 
Την άλλη, ή μπορεί και την παρ άλλη, μέρα κατάφερε να σηκωθεί από το κρεβάτι, και νωρίς πήγε στο καφενείο, ήπιε καφέ, και μετά άνοιξε το μαγαζί. Όταν τον είδα, καθόταν σκοτεινός, σχεδόν κρυμμένος πίσω από το μαύρο κασινάκι στο βάθος του μαγαζιού, δεν έραβε κάτι, κάπνιζε αμίλητος, και δεν τον ρώτησα τίποτα, ήμουν κι εγώ τρομοκρατημένος, τέτοιο άγριο μεθύσι δεν είχα δει ξανά.
Αργότερα, όταν ερχόταν η κουβέντα σ' αυτά, σπάνια μιλούσε αλλά θυμάμαι, πως πάντα βούρκωνε, κι εγώ, που πια τα είχα μάθει, δεν του είπα ποτέ πως, τότε κλοτσούσα μια μπάλα στο τοίχο, έξω από το παράθυρο, για να φτιάχνω ένα θόρυβο που πίστευα ότι τον φύλαγε από τη φρίκη.