Σκάβω με τα χέρια
Βρίσκω τα πράγματα των
ανθρώπων στο χώμα
Τα βγάζω επάνω, διώχνω
τη σκόνη, βλέπω το χάλι τους, και τα
κουβαλάω
Στο σπίτι τα ξεπλένω
τα σκουπίζω και ζω ένα διάστημα μαζί
τους
Όπως ζούσανε άλλοι που
δεν γνώρισα, πριν
Τα βάζω σε στοίβες που
κάθε μέρα τις αλλάζω
Τα κρεμάω σε σακουλάκια
γύρω μου, όταν φυσάει, για να χαίρονται
Παρατηρώ πώς κάνουν
οικογένειες, και πώς χωρίζουν
Τα πράγματα συνέχεια
διαλέγουν άλλα πράγματα και ζουν μαζί
Γεμίζουν τον χώρο τους,
δεν έχουν ιδέα για τον χρόνο τους, που
πάει
Κάποιες φορές, μια λέξη
έρχεται και κάθεται επίμονα πάνω τους,
την αφήνω
Σιωπηλά για ώρες
στέκονται στην άκρη από τα δάχτυλα μου
Με κοιτάζουν που τα
κοιτώ, ιδρώνουν κι έξαφνα λένε,
είχα
χνούδι στα μάγουλα, είχα μακριές
βλεφαρίδες κι έκανα στράκες
Θυμάμαι τις ιστορίες
τους, τις ανασύρω δεν τις επινοώ
Τις φτιάχνω με τα υλικά
τους, όπως χτίζει κανείς μια γέφυρα
Πρώτα τα υποστυλώματα
και από πάνω κατάστρωμα, για να περνώ
Από την μια μέχρι την
άλλη, πάντα, οι γέφυρες σε πηγαίνουν σε
γιορτές
Αλλά από κάτω, στα ποτάμια
πλέουν τα πτώματα, γκρι θολό νερό
Όλες οι διαβαθμίσεις
της θολότητας μέχρι το αδιαπέραστο των
εκβολών.
Έχω όμως άλλα από το
χρώμα ή τους τονισμούς για να σκέφτομαι
Επισκέπτομαι εκείνον
που δεν καλέστηκε, ξεχνάω όμως τι θα ρώταγα,
Έτσι πάει στράφι το δώρο που έφερα και έχει σχέση με το ερώτημα, τι
Έτσι πάει στράφι το δώρο που έφερα και έχει σχέση με το ερώτημα, τι
Καθόμαστε λοιπόν
απέναντι απέναντι αμίλητοι, ούτε κομπολόι
δεν έχω
Αν θυμόμουν κάτι θα το ΄λεγα, για παράδειγμα το χρώμα της σκόνης στο φως
Κάθε πρωί βρίσκω φρέσκα
μπάζα, μουστάκια, νυφικά, κουμπιά, λέξεις
Τέτοια πράγματα, πεταμένα
νύχτα, το πολύ πολύ (τα) ξημερώματα
Γονατίζω και τα σκαλίζω
με τα χέρια, στην αρχή επιφυλακτικά, ιδέα δεν έχω
Τα νύχια μου σπάζουν,
γρήγορα δεν έχω πια νύχια και δεν είναι
καλό τούτο
Ό,τι αγγίζω πονάει μέχρι
που μαζεύω αρκετά και κοιμάμαι χορτασμένος πάνω τους
Ο ήλιος καίει τα βλέφαρα
μου, αλλά καθυστερώ να ανοίξω τα μάτια
Ό,τι βλέπω είναι μέσα
μου, ένα απέραντο κόκκινο βλέπω που πάλλεται
Καρμίνιο καθαρό που
απορροφά φως κι αναθυμιάσεις από τα
χώματα
Περισσότερο ακούω, αλλά
είναι όλα φρέσκα και φωνάζουν ακατάληπτα,
οχλαγωγία
Κάθε κομμάτι νομίζει
πως είναι ακόμα το ολόκληρο.
Που να τους εξηγώ...
(Σώτος Δασκαλόπουλος)
* φωτογραφία του Tony Ray-Jones με κόκκινο φίλτρο