(...)
Βουνά, παιδιά γιγάντικα της Γης, βουνά ανυπόταχτα, βουνά αιώνια,
που έχετε τη λαμπράδα της αυγής για χαμογέλιο, για στολή τα χιόνια,
που χύνετε θυμό σας φλογερό την αστραπή, το μαύρο νέφος θλίψη,
και μίλημά σας το γοργό νερό που με βοή κατρακυλά απ'τα ύψη,
που έχετε χίλιες γνώμες και καρδιές κι αγάπη και χαρά και περηφάνια,
σαν τους ίσκιους σας και τις ευωδιές, σαν τα πουλιά, ταγρίμια, τα βοτάνια,
που έχετε τη δική μας τη ζωή και τα δικά μας έχετε πρωτάτα,
και μοναχά σας λείπουν, κ'είστε θεοί, τα γεράματα
πάντα είστε με νιάτα!(...)
Κωστής Παλαμάς, από ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ!
Το
τελευταίο βράδυ της Χούντας, τον Ιούλιο
του 1974, οι δυο τελευταίοι αντάρτες του
ΕΑΜ και του ΔΣΕ στα βουνά της Κρήτης,
δίνουν την τελευταία τους μάχη με ένα
καταδιωκτικό απόσπασμα των ΤΕΑ. Επτά
μήνες μετά, τα ξημερώματα της Κυριακής
23 Φεβρουαρίου 1975, κατεβαίνουν από την
κορυφή Όρνιο των Λευκών Ορέων όπου
κρύβονταν και εμφανίζονται κοντά στο
φαράγγι του Θερίσου.
Ο
Σπύρος Μπλαζάκης και ο Γιώργης Τζομπανάκης
κρύβονταν για καιρό σε σπηλιές στα βουνά
και σε γκρεμούς στη θάλασσα, σε στάνες,
σε κατώγια σπιτιών, συχνά οι απλοί
χωριάτες τους άνοιγαν τα σπίτια τους,
τους έκρυβαν, τους τάιζαν, ενώ κράτος
και παρακράτος λυσσάγανε για να τους
βρουν. Άντεχαν, αλλά τα χρόνια περνούσαν,
τα 33 στη παρανομία. Τρέφονταν με σαύρες,
σκορπιούς, ρίζες ή ακόμη και φώκιες, γιατρεύονταν με βότανα. πήγαιναν με τον καιρό.
Όταν κάποιος τσοπάνης τους χάριζε κανά
ζωντανό, το έψηναν και το έτρωγαν ολόκληρο
μέσα σε μια ημέρα. Το φαγητό όμως δεν
ήταν η μοναδική απόλαυση που στερούνταν,
επειδή φοβούνταν μην τους καταδώσουν
απέφευγαν και τις γυναίκες, ακόμη και
τα ζώα ζουν τον έρωτα, εμείς όχι,
διηγήθηκαν αργότερα οι δύο άντρες.
Ο
ήχος μιας λύρα που ένας τους γκρατζουνούσε
τους ανακούφιζε κάπως, αλλά για μας
όλα αυτά τα χρόνια ήταν σκοτάδι και δεν
φαινόταν να χαράζει η ποθητή ημέρα.
Καμιά φορά τραγουδούσαν μαζί και άλλοτε
πήγαιναν σε διάφορα πανηγύρια για να
ακούσουν κρυμμένοι και να χορέψουν από
μακριά.
Όταν
οι δημοσιογράφοι τους ζήτησαν να
αδειάσουν τους σάκους τους για να δουν
τι είχαν μέσα, ανάμεσα στα ρούχα, βρήκαν
μια ξυριστική μηχανή και μια κρέμα
ενυδάτωσης για τον ήλιο.
Την
επόμενη ημέρα της ελευθερίας τους
ταξίδεψαν στην Αθήνα όπου κατέθεσαν
ένα ματσάκι φασκομηλιάς και λίγα
αγριολούλουδα από τα Λευκά Όρη, στο
μνημείο των Ηρώων του Πολυτεχνείου.
Αρχικά
ανήκαν
σε μια αντάρτικη ομάδα
με 100 μαχητές που εγκλωβίστηκε το 1948 στα
βουνά και σταδιακά αποδεκατίστηκε, αλλά τρεις φορές αρνήθηκαν την
αμνηστία που τους προσφέρθηκε, για
λόγους πολιτικών αρχών, για να μην
υπογράψουν.