31 January 2018

Ο γεωφυσικός χάρτης φταίει.

Ανέκαθεν αγαπούσα τους χάρτες, από τις πρώτες ιχνογραφίες μου ως σήμερα, από τους αρχαιολογικούς και τους ναυτικούς ως τους μετεωρολογικούς οι χάρτες συνεχίζουν να με γοητεύουν, και η εξοικείωση μαζί τους έχει δημιουργήσει στο μυαλό μου ένα απόθεμα από νοητικούς χάρτες στους οποίους ανατρέχω και δεν χάνομαι ποτέ όπως ισχυρίζομαι, με έπαρση καμιά φορά. Έχω όμως μια παράδοξη δυσκολία με μια μεγάλη αλλά κοντινή περιοχή: πάντα μου διέφευγε ένας ακριβής νοητικός χάρτη της Μακεδονίας - και της Θράκης, ίσως γενικά της βορείου Ελλάδας. Σε γενικές γραμμές μπορώ να σχηματίζω μια εικόνα της περιοχής, αλλά μου διαφεύγει πλήθος από σημαντικές λεπτομέρειες προσανατολισμού.
Ίσως, εξαιτίας της νησιωτικής καταγωγής μου να αναγνωρίζω ως πατρίδα μια συγκεκριμένη γη που βρέχεται ολόγυρα από θάλασσα, και η έκταση που αρχίζει από τον Όλυμπο είναι ατελείωτη προς βορρά και κάπως με συγχύζει καθώς δεν περιβρέχεται από θάλασσα - κι αν ο Όλυμπος παίρνει μια αντάξια του κύρους του θέση στο μυαλό, άντε κι η Θεσσαλονίκη, η υπόλοιπη ενδοχώρα δεν φαίνεται να βρίσκει εύκολα κάποια αυτόνομη και σταθερή θέση ή σχήμα, παρά ετεροκαθορίζεται σχετικά με διάφορες τιμές: ξέρω ας πούμε πως, η Νάουσα είναι βόρεια της Βέροιας, αλλά ποια είναι η θέση της Έδεσσας ανάμεσα τους και που ακριβώς βρίσκονται αυτές οι τρεις σε σχέση με το Κιλκίς δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. 
Την Μακεδονία την έμαθα πρώτα από τη πατριδογνωσία και από άλλα αναγνώσματα και σχημάτισα μια ρευστή εικόνα η οποία όμως υπονομεύεται από τα εγγειοβελτιωτικά και αναπτυξιακά έργα κάθε εποχής που διαρκώς μετασχηματίζουν τη γεωγραφία: πως μπορούσα να φανταστώ όταν διάβαζα Π. Δέλτα ότι η λίμνη, στην οποία κρύβονταν μαχόμενοι με τους κομιτατζήδες ο Τέλλος Άγρας και ο καπετάν Νικηφόρος, δεν υπήρχε ήδη στις μέρες μου; και πως χάνεται μια ολόκληρη λίμνη χωρίς να αφήσει ίχνη; Είχα μια γραμματεία συγκροτημένη από παγωμένες ομίχλες σε χαοτικούς καλαμιώνες γεμάτους με παλικάρια Έλληνες και πονηρούς Βούλγαρους πάνω σε μονόξυλα, που έκαναν τις δουλειές τους κάτω από τη μύτη των Τούρκων. Βέβαια, με τον καιρό αν και κατάλαβα τις ιστορικές αλλαγές δεν μπορώ να ισχυριστώ το ίδιο για τις γεωγραφικές, και μη με ρωτήσει κάποιος πως πάνε στα Γιαννιτσά ή στη Νιγρίτα. Ιδιαίτερα τώρα πια με την Εγνατία νοιώθω πως το έχασα οριστικά το παιχνίδι - οι καινούριοι αυτοκινητόδρομοι είναι καλοί όταν ξέρεις που πηγαίνεις, όμως αν δεν ξέρεις δεν πρόκειται με αυτούς να ανακαλύψεις άγνωστη πόλη παρά μόνο από λάθος έξοδο. 


Λίγο νωρίτερα ήταν εκείνος ο χάρτης. Ο δάσκαλος, στην πέμπτη ή στην έκτη (; ) με έβαλε τιμωρία να κάθομαι για μια ολόκληρη χρονιά μαζί με άλλον ρεμπεσκέ συμμαθητή σε ξέχωρο θρανίο, βαλμένο κάθετα προς τα άλλα στη γωνία της τάξης δίπλα στη πόρτα, έτσι που δύσκολα βλέπαμε τον πίνακα, και σύντομα χάσαμε κάθε επαφή με τα τρέχοντα μαθήματα. Μείναμε εκεί μόνοι, αλλά είχαμε τον χάρτη πάνω από τα κεφάλια μας: ένα παμπάλαιο μεγάλο γεωφυσικό χάρτη της βαλκανικής χερσονήσου, όπου η μορφολογία του εδάφους απεικονίζονταν: με γαλάζιο για τα ποτάμια και τις λίμνες με πράσινο οι πεδιάδες με καφέ και κίτρινο τα βουνά -χρώματα που περισσότερο τα υποθέταμε παρά τα βλέπαμε αφού το σύνολο ήταν κιτρινισμένο από την πολυκαιρία. Ήταν μια όμορφη ζωγραφιά, θα ήταν, όμως με όλα τα χωριά τις πόλεις τα ποτάμια ανάκατα, χωρίς διαφορά μεγέθους, χωρίς χώρες, χωρίς δρόμους, και χωρίς σύνορα, μια αυστηρά γεωγραφική θεώρηση που θα ταίριαζε περισσότερο στη κοινοβιακή άποψη του Ρήγα Βελεστινλή και όχι με τη σύγχρονη των ξεχωριστών κρατών. (αυτά για το Ρήγα δεν τα σκεφτόμουν τότε, τον απέφευγα άλλωστε καθώς η διδασκαλία τον συμψήφιζε στους ήρωες της ελληνικής επανάστασης πράγμα που επίσης με μπέρδευε). Τότε όμως, σε εκείνο το θρανίο του αποκλεισμού από το πρόγραμμα της τάξης, επινόησα ένα παιχνίδι στο οποίο συμφώνησε κι ο άλλος και έκτοτε παίζαμε όλες τις μέρες της σχολικής χρονιάς.
Ήταν ένα απλό παιχνίδι: «Που είναι το Λέσκοβατς, που η Βλάδοβα, και που το τάδε ή το δείνα;», ψιθύριζε ο ένας στον άλλον δίχως να κοιτάζει το χάρτη. 
Ψάχναμε, με κρυφά βλέματα.
«Εκεί», δείχναμε με το δάχτυλο όταν ο δάσκαλος γύριζε πλάτη.
Πράγματι ήταν όλα εκεί, και όλα εξαρτιόντουσαν από εμάς, από την παρατηρητικότητα και τη ταχύτητα μας, για να ανασυρθούν για μερικά λεπτά, ή και δευτερόλεπτα, από το χάος του χάρτη, και να πάρουν μια κάποια λεκτική υπόσταση, καταλαβαίνετε, χωρίς άλλη καμία ταυτότητα, η μόνη διάκριση που μέτραγε ήταν μεταξύ εξωτικών και συνηθισμένων ονομάτων. 
Τα συνηθισμένα ήταν τα καλύτερα, εκείνα δυσκόλευαν τον αντίπαλο να τα εντοπίσει και μπορούσαν να βγάζουν νικητή μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι: το Ηράκλειον η Ξυλόπολις η Νεόπολις το Ξηρολίβαδον …, αλλά όχι τα πασίγνωστα όπως Φλώρινα Σέρρες κλπ, αυτά ήταν καμένο χαρτί. 
Αλλά και τα εξωτικά όμως μπορούσαν να έκαναν το παιχνίδι συναρπαστικό: η Βισαλτία η Βένδενις Ραβένιτζα η Τερπίλος Δόγραν η Μυγδονία το Κόζιον η Λυχνιδία η Φύσκα η Άζιβος Ιζίπ το Πέργαμον Περγαμάρ. 
Εκατοντάδες τοποθεσίες, μόνο με τα ονόματα χωρίς την ιστορία τους ή κάποια άλλη πληροφορία, βρίσκονταν ασύνταχτες στο χάρτη μας κι επέκτειναν την ίδια του την ασάφεια από την οποία πολλές φορές μόνο κατά τύχη μπορούσαμε να δραπετεύσουμε, αλλά το όλο πράγμα το θυμάμαι απολαυστικό. Εν ολίγοις, είχαμε πορωθεί με το χάρτη. Ο άλλος ήταν καλύτερος, δεν ξέρω πώς μια που ήταν εντελώς σκράπας μαθητής αλλά κατάφερνε και τα έβρισκε γρήγορα, και στην αρχή έχανα. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, το παιχνίδι της παρατήρησης μεταβαλλόταν σε παιχνίδι οπτικής μνήμης στην οποία είχα το πλεονέκτημα, και το τέλος της χρονιάς με βρήκε πρωταθλητή.

Αργότερα, ξαναβρήκα τη γνώριμη ασάφεια του βορειοελλαδίτικου χώρου στα δελτία του ΠΡΟΠΟ, ιδιαίτερα στους αγώνες της Β και της Γ εθνικής, όπου ο Αλμωπός Αριδαίας ή ο Κολινδρός, προκαλούσαν με την άγνωστη γεωγραφία τους και τις ακόμα πιο άγνωστες φανέλες την αδυναμία να αποφασίζω 1, 2 ή Χ, και έπαιζα στα κουτουρού, χωρίς να κερδίσω ούτε μια φορά. 


Τέλος, σημαντικό ήταν που δεν υπηρέτησα στο πεζικό και δεν έμαθα να ξεχωρίζω το Σιδηρόκαστρο από το Ωραιόκαστρο. Θέλω να πω ότι, για ένα νότιο αυτοί οι τόποι είναι δύσκολα κατανοητοί και ότι έμαθα το έμαθα αργότερα από τα λιγοστά ταξίδια μου στο βορρά όταν σιγά σιγά κατάλαβα πως πάνω από τον 39ο παράλληλο σημασία έχουν τα επίθετα κι όχι τα ουσιαστικά, και γιατί στα χωριά των Αντιχασίων φερειπείν μου έλεγαν «τότε εδώ ήταν το τούρκικο» ή «το ελληνικό ήταν πέρα από τη Μελούνα», ή «οι ληστές περνούσαν για να σωθούν στο αλβανικό» κλπ. (η Μελούνα μάλιστα, ως βουνό είναι αιώνια και δικαιούται ουσιαστικό όνομα! Τα εθνικά όμως σε εκείνες τις περιοχές ήταν για αιώνες εφήμερα, και ένα επίθετο τους είναι αρκετό).
«Γιατί τα λέτε έτσι;
» ρωτούσα: «την Ελλάδα... ελληνικό και τη Τουρκία... τουρκικό;» Έδειχναν να απορρούν με την ερώτηση: «... έτσι τα λέγανε», απαντούσαν. 
Έτσι μιλούν ακόμα σε αρκετά μέρη, με επίθετα που είναι λιγότερο σταθερά από τα ουσιαστικά, τέτοιους νοητικούς χάρτες έχουν, αλλά που τους εξασφαλίζουν, κι ας τρομάζουμε οι υπόλοιποι, πως δεν θα κάνουν μεγάλο λάθος εάν κάτι έχει αλλάξει εν τω μεταξύ χωρίς οι ίδιοι να το έχουν πληροφορηθεί. Ή απλώς, κι εκείνοι είχαν μεγαλώσει με παρόμοιους γεωφυσικούς χάρτες που προάγουν το διεθνισμό και όχι με πολιτικούς που διακρίνουν με ανύπαρκτες γραμμές στο σώμα της γης, αλλά παρά τούτο ξεκάθαρες, τις εθνικές διαίρεσεις μιας περιοχής.
Πάντως, όταν ταξίδεψα στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια διαπίστωσα πως όλοι οι νοητικοί χάρτες μου ήταν για πέταμα, καθώς κανείς από αυτούς δεν περιείχε τη μυρωδιά του τόπου: γλυκάνισο.







No comments: