Η γη αναχωρεί,
ο ναύτης αποκόβεται,
απομεινάρια της ακολουθούν την κίνηση
την προλαβαίνουν με μανικές κραυγές
φτεροκοπήματα των γλάρων
φαίνονται
κι αλμυρές
σταγόνες
Mια αδίστακτη αλληλουχία ξεκινά,
ο αέρας δυναμώνει
οι κραυγές δυναμώνουν
η στεριά λανθάνει, αβέβαιη πάνω στα βάθη
η εικόνα όμως γνώριμη, αντέχει
σπαρταρά σαν ξίφος ματωμένο, ζεστό
παραπλανά τα μάτια
εκείνα το νου
κι ο νους εκείνα
στα αυτιά φτάνουν σπασμένοι ήχοι,
άλλοτε γέλια άλλοτε λέξεις μακρινές.
άλλοτε γέλια άλλοτε λέξεις μακρινές.
Αλλά, μια στιγμή μονάχα αρκεί
μια ματιά εμπρός επάνω ή κάτω,
στο χάρτη, να δει τη ρότα,
αν πήρε νερό ή νιτσεράδα,
κι όταν γυρίζει πίσω το βλέμμα
όλα έχουν χαθεί, χωρίς
ίχνη
κανένας ήχος
κανένα φτεροκόπημα
καμία μυρωδιά - πέρα από εκείνη,
που έχει
κρυμμένη στα ρουθούνια,
κι η στεριά μια βουλιαγμένη ανάμνηση,
φάντασμα, στοιχείο που νόμισε,
μόνη ελπίδα ο ορίζοντας
ελπίδα της ελπίδας δηλαδή,
αίνιγμα κι απάντηση,
το ξύλο που πατάει τρίζει σαν κάτι που υφαίνεται,
κι ο νόστος αγέννητος ακόμα,
κάτι απερίγραπτο συμβαίνει
Ο Οδυσσέας κλαίει.
(Σώτος Δασκαλόπουλος, 2018)
No comments:
Post a Comment