Η
20η Ιουλίου 1974 είναι μια αποφράδα ημερομηνία
για τους Έλληνες. Το δράμα της Κύπρου,
που κορυφώθηκε εκείνη την ημέρα, έγινε
φανερό και στην Ελλάδα η οποία μέχρι
τότε βρίσκονταν στα μαύρα σκοτάδια της
χουντικής λογοκρινόμενης ενημέρωσης.
Λίγα πράγματα είχαν γίνει προηγουμένως
γνωστά και σχεδόν κανείς δεν περίμενε
να ξυπνήσει με τις δραματικές ανακοινώσεις
για γενική επιστράτευση.
Αν
θυμάμαι καλά, εκείνο το πρωί οι ανάσες
έγιναν ξαφνικά ρηχές κι όλοι ήταν
κολλημένοι στο ραδιόφωνο προσπαθώντας
να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβαινε,
κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Μια
δραματική αντρική φωνή - που νομίζω
ότι έχω συγκρατήσει τη χροιά της
- εκφωνητή του ραδιοφώνου έδινε λίγες,
επιλεγμένες από την Χούντα, ειδήσεις
από τη Κύπρο οι οποίες πάντα κατέληγαν
στο ότι "οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις
αμύνονται σθεναρά απέναντι στην άνανδρη
τουρκική εισβολή". "Άρα όπου
να είναι τους παίρνουμε φαλάγγι",
σχολίαζαν με φαινομενική βεβαιότητα,
που έκρυβε το φόβο και φούσκωνε την
επιθυμία τους, οι ακροατές που είχαν
μαζευτεί στο διπλανό καφενείο για να
ακούνε και να σχολιάζουν όλοι μαζί, και
όταν κάποιος διαφωνούσε λέγοντας "δεν
τους ξέρετε καλά τους τουρκαλάδες, ολόκληρη θα
την πάρουν", τον έδιωχναν με
φωνές παραπέρα, χάβρα κανονική, και
εκείνος ξαναπλησίαζε μόλις το ραδιόφωνο
έλεγε την επόμενη ανακοίνωση... Ενδιάμεσα
μπαινόβγαιναν για αλλαγή και
στο καπελάδικο μας.
Αρκετοί
έτρεχαν στα μπακάλικα για προμήθειες
εν' όψη του επικείμενου πολέμου τα οποία
γρήγορα ξέμειναν, αφού έτσι κι αλλιώς
δεν είχαν και πολλά πράγματα και τα
άδεια ράφια τους γρήγορα τροφοδότησαν
τον πανικό μιας μισοξεχασμένης πείνας.
Αργότερα,
μέχρι το μεσημέρι η επαναλαμβανόμενη
ανακοίνωση που καλούσε τους εφέδρους
να παρουσιαστούν στα κέντρα επιστρατεύσεως
δημιούργησε μεγάλο εκνευρισμό, διότι
όσοι παρουσιάζονταν δεν μπορούσαν να
επικοινωνήσουν εύκολα με τους δικούς
τους, ενώ κάποιοι που γύριζαν τα
πίσω μπρος, αισθάνονταν κάπως
ντροπιασμένοι αλλά και κρυφο-ανακουφισμένοι
που δεν τους πήρανε λόγω
χρώματος απολυτηρίου και αυτό
με το χρώμα ήταν θέμα που σήκωνε
έντονη κουβέντα. Άλλους τους έδιωχναν ανεξήγητα
"γυρίστε στα σπίτια σας καλύτερα", αφού
δεν ήξεραν τι να τους κάνουν, είτε
δεν έβρισκαν τα κέντρα επιστρατεύσεως
που μάλλον είχαν μεταφερθεί κάπου αλλού,
άλλους τους έψαχνε η αστυνομία και άλλοι
έψαχναν οι ίδιοι που και πως θα
επιστρατευτούν, και άκρη δεν έβγαινε.
Έβγαιναν
όμως στις εξώπορτες οι γυναίκες και οι
μανάδες κουβαλώντας ξέχειλα σακβουαγιάζ
ή πλαστικές βαλίτσες που έκλειναν με
ξεχαρβαλωμένα φερμουάρ και είχαν μέσα
όλα τα πιθανά χρειαζούμενα του επίστρατου,
και έστηναν τρυφερούς καυγάδες με
τον φαντάρο τους ενώ εκείνος
έδινε οδηγίες και εξηγούσε βιαστικά το
ένα ή τ΄άλλο επείγον ζήτημα, ενώ ταυτόχρονα
τον σταυροκοπούσαν και έχωναν
χαρτονομίσματα και φυλακτά στις
τσέπες, μερικές έκλαιγαν, και η κυρία
Έλλη που το ΄χε πάρει πιο προσωπικά
τσίριζε κι έσπερνε τον πανικό.
Αυτά
συνέβαιναν εκείνο το πρωί μέχρι που
βράδιασε στο δρόμο μας με τα ισόγεια
προσφυγικά και τα διώροφα νεόκτιστα,
στον ασθενικό ίσκιο από τις μεγάλες
πιπεριές στα πεζοδρόμια, ο οποίος - χωρίς
πλάκα – ονομαζόταν ΟΔΟΣ ΚΥΠΡΟΥ. Μέχρι
σήμερα έτσι ονομάζεται αλλά το συγκεκριμένο
πρωινό όσο να πεις αποκτούσε άλλο νόημα
που κανείς όμως δεν το πρόσεξε, εκτός
ίσως από έναν λίγο μεγαλύτερο φίλο μου.
Ο Νίκος λοιπόν μέσα σε όλο αυτό τον χαμό
είχε αράξει στην γωνία Κύπρου και
Βασιλέως Παύλου ακουμπώντας τη πλάτη
στο τοίχο του ξενοδοχείου ΑΣΤΡΑ και
έπαιζε τα χαρτάκια με τους ποδοσφαιριστές
που είχαν διαπρέψει ένα μήνα νωρίτερα
στο Μουντιάλ της Γερμανίας, τα 'ριχνε
κάτω ένα ένα επαναλαμβάνοντας τα
ονόματα των αστέρων (για να μην τα
ξεχάσει; ίσως), "Ντίνο Τζοφ, Γιόχαν
Κρόϊφ, Φραντς Μπεκενμπάουερ" και
κατέληγε τραγουδιστά "ποιος είναι
καλύτερος όμως; ο Πελέ ή ο Ζαϊρζίνιο;"
Κι αυτό το όμως μας έμπλεκε
όλους και, κοντά στα άλλα, ψάχναμε την
απάντηση.
Γιατί
το έκανε αυτό δεν κατάλαβα, αλλά σήμερα
νοιώθω ότι εν αγνοία του έκανε κάτι
σπουδαίο για εμένα, ήταν σαν πάτησε ένα
κουμπί που διέκοψε τη ροή του δράματος
που ζούσαμε για να κράτησω μια
μοναδική εικόνα της οδού Κύπρου εκείνης
της ημέρας, καθώς δεν μπορώ να θυμηθώ
την τραγωδία της Κύπρου και τον ΑΤΤΙΛΑ
χωρίς τη γειτονιά, τον φίλο μου
και εκείνη την απίθανη ερώτηση.
Έτσι
συνήθως μπερδεύονται οι μικρές ιστορίες
των προσώπων και αποκτούν γεωχρονικό
στίγμα μέσα στην Ιστορία. Αυτή ήταν μόνο
η αρχή της Κυπριακής τραγωδίας αλλά
εκείνο το πρωί ούτε τα πράγματα ήταν
σίγουρο πως θα γίνουν έτσι που έγιναν,
ούτε εμείς το ξέραμε.
Εδώ
δεν ξέραμε καν αν ήταν καλύτερος ο
Πελέ, για ο Ζαϊρζίνιο!