Αρχές της δεκαετίας του 90 βρέθηκα ναύτης στο Πόρο, ήταν δεκαπενταύγουστος κι ήμουν "ένδον", γιορτή, σκαστοί είχαμε γυρίσει ξημερώματα και μας πήρε ο ύπνος μέχρι αργά, κατά τις εννιά παρά ορμάει πανικόβλητος ο βοηθός αξιωματικού φυλακής στο θάλαμο, ξυπνήστε ρε έχουμε να σηκώσουμε τη σημαία, ποια σημαία; του στρατοπέδου; σηκωμένη δεν την είχαμε;... όχι αυτή ρε, του λιμανιού, είναι Εθνική Εορτή βλάκες, μας φώναξε, που κι εκείνος μόλις το είχε μάθει. Τέλος πάντων σηκωθήκαμε βλαστημώντας, να ξυριστούμε να ντυθούμε να φτιάξουμε άγημα, χωρίς καφέ, έλα που δεν είχαμε προβλέψει να έχουμε καθαρές και σιδερωμένες άσπρες επίσημες στολές, κι αρχίσαμε να τραβολογάμε μπελαμάνες από τους σάκους και τα ερμάρια, με τα πολλά ντύθηκε ένα άγημα της κακιάς ώρας, εμένα μου έτυχε η μπελαμάνα κάποιου κοντύτερου με τα μανίκια να μου έρχονταν τρουακάρ και δεν μπορούσα να τεντώσω τα χέρια, πήραμε κι ένα στεφάνι που κάπου είχε αφήσει η χθεσινή βάρδια και ξεκινήσαμε ασύνταχτοι να διανύσουμε τα περίπου δυο χιλιόμετρα μέχρι το λιμάνι, ο "Φέτας" - ο ΒΑΦ ήταν ο υπόλογος της αποθήκης τροφίμων και τον φωναζαμε "Φέτα" - μια μας απειλούσε μια μας παρακαλούσε, για γέλια και για κλάματα ήμασταν.
Μόλις όμως φτασαμε στο ηρώο αντικρύσαμε τη σημαία σηκωμένη! Πανικός, ο Φέτας τα είχε παίξει, μάλλον κάποιος βαρκάρης την είχε σηκώσει, έβγαλε συμπέρασμα, και τι θα κάνουμε τώρα; θα τιμωρηθούμε όλοι, έλεγε "όλοι" αλλά έτρεμε σαν "εγώ. Κάναμε πηγαδάκι να κουβεντιάσουμε το θέμα, τι θα κάνουμε ρε; μας κοιτάζουν οι τουρίστες - το ηρώο βρίσκεται φάτσα στις καφετέριες του λιμανιού που εκείνη την ώρα ήταν γεμάτες, πρωινά. Έχω μια ιδέα, του είπα για να τον πειράξω γελώντας από μέσα μου, να πάμε να κρυφτούμε στο στενάκι εδώ δίπλα και να τηλεφωνήσουμε να 'ρθει κάποιος από το στρατόπεδο με πολιτικά να την κατεβάσει και μετά να εμφανιστούμε να κάνουμε τη δουλειά μας κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, η ώρα είχε πάει δέκα εν τω μεταξύ. Ωραία ιδέα, αναφώνησε ο απελπισμένος υπαξιωματικός, και μας οδήγησε στο στενάκι μπροστά από ένα φούρνο, κι έτσι πήραμε το πρωινό μας όσο περιμέναμε και κρυφοκοιτάζαμε από τη γωνία.
Μετά από είκοσι ολοκληρα λεπτά εμφανίστηκε ο δικός μας με ένα παπάκι, έκανε ένα γύρο το ηρώο, πάρκαρε και το πλησίασε σαστισμένος, ο υπαξιωματικός του έκανε νοήματα από τη γωνία που θα τα ζήλευε κι ο Λουί Ντεφινές, δυσκολεύτηκε να λύσει το σκοινί αλλά την κατέβασε. Δεν ήξερε τι να την κάνει, κοίταζε γύρω γύρω. Φέρε την εδώ, του έκανε στη νοηματική ο Φέτας.
Τη δίπλωσα εγώ που ήμουν σηματωρός κι ήξερα από σημαίες, ανασυνταχθήκαμε και βγήκαμε χορτάτοι και καμαρωτοί από το στενάκι, ο Φέτας μούσκεμα στον ιδρώτα, κι εμείς κοκκινομούρηδες από τη προσπάθεια για να μη γελάμε. Παραταχθήκαμε, ανέβηκε η σημαία, έδωσε ο Φέτας τα πρέποντα παραγγέλματα, κι ο ανθυποπλοίαρχος που εμφανίστηκε τελευταία στιγμή, και πιθανόν να αγνοούσε τι είχαμε περάσει, προχώρησε στητός σα κυπαρίσσι και κατέθεσε το κάπως μαραμένο στεφάνι στο ηρώο, ενώ μας φωτογράφιζαν γιαπωνέζοι τουρίστες.
Ήταν μια απολαυστική ημέρα. Είχαν γίνει όλα όπως έπρεπε, και η ώρα δεν ήταν ούτε δέκα και μισή.
Μόλις όμως φτασαμε στο ηρώο αντικρύσαμε τη σημαία σηκωμένη! Πανικός, ο Φέτας τα είχε παίξει, μάλλον κάποιος βαρκάρης την είχε σηκώσει, έβγαλε συμπέρασμα, και τι θα κάνουμε τώρα; θα τιμωρηθούμε όλοι, έλεγε "όλοι" αλλά έτρεμε σαν "εγώ. Κάναμε πηγαδάκι να κουβεντιάσουμε το θέμα, τι θα κάνουμε ρε; μας κοιτάζουν οι τουρίστες - το ηρώο βρίσκεται φάτσα στις καφετέριες του λιμανιού που εκείνη την ώρα ήταν γεμάτες, πρωινά. Έχω μια ιδέα, του είπα για να τον πειράξω γελώντας από μέσα μου, να πάμε να κρυφτούμε στο στενάκι εδώ δίπλα και να τηλεφωνήσουμε να 'ρθει κάποιος από το στρατόπεδο με πολιτικά να την κατεβάσει και μετά να εμφανιστούμε να κάνουμε τη δουλειά μας κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, η ώρα είχε πάει δέκα εν τω μεταξύ. Ωραία ιδέα, αναφώνησε ο απελπισμένος υπαξιωματικός, και μας οδήγησε στο στενάκι μπροστά από ένα φούρνο, κι έτσι πήραμε το πρωινό μας όσο περιμέναμε και κρυφοκοιτάζαμε από τη γωνία.
Μετά από είκοσι ολοκληρα λεπτά εμφανίστηκε ο δικός μας με ένα παπάκι, έκανε ένα γύρο το ηρώο, πάρκαρε και το πλησίασε σαστισμένος, ο υπαξιωματικός του έκανε νοήματα από τη γωνία που θα τα ζήλευε κι ο Λουί Ντεφινές, δυσκολεύτηκε να λύσει το σκοινί αλλά την κατέβασε. Δεν ήξερε τι να την κάνει, κοίταζε γύρω γύρω. Φέρε την εδώ, του έκανε στη νοηματική ο Φέτας.
Τη δίπλωσα εγώ που ήμουν σηματωρός κι ήξερα από σημαίες, ανασυνταχθήκαμε και βγήκαμε χορτάτοι και καμαρωτοί από το στενάκι, ο Φέτας μούσκεμα στον ιδρώτα, κι εμείς κοκκινομούρηδες από τη προσπάθεια για να μη γελάμε. Παραταχθήκαμε, ανέβηκε η σημαία, έδωσε ο Φέτας τα πρέποντα παραγγέλματα, κι ο ανθυποπλοίαρχος που εμφανίστηκε τελευταία στιγμή, και πιθανόν να αγνοούσε τι είχαμε περάσει, προχώρησε στητός σα κυπαρίσσι και κατέθεσε το κάπως μαραμένο στεφάνι στο ηρώο, ενώ μας φωτογράφιζαν γιαπωνέζοι τουρίστες.
Ήταν μια απολαυστική ημέρα. Είχαν γίνει όλα όπως έπρεπε, και η ώρα δεν ήταν ούτε δέκα και μισή.
* αν κατά τύχη κάποιος από τους Ιάπωνες φίλους μου έχει μια φωτογραφία ας την ανεβάσει. διότι εμείς δεν προκάναμε.
No comments:
Post a Comment