Η Χατσεπσούτ κοιμάται με ανοιχτή την τηλεόραση
τραντάζεται από όνειρα που δεν θέλει να θυμάται,
πριν ξημερώσει ακινητεί, της πέφτει βαριά η μάσκα,
την βγάζει, αργά, χρυσά , στενάχωρα.
σαν πως η ίδια δηλητηρίασε με χάδια τον εαυτό της.
Δεν
τολμούσαμε πια τις βόλτες ως την χαμένη
άκρη του δρόμου,
τα
άδεια όστρακα που έτριβαν στα χρωματοπωλεία
σε 'κάναν να κλαις, ή έτσι ευχόμουν τότε
σε 'κάναν να κλαις, ή έτσι ευχόμουν τότε
πάνω
από ένα γουδί γεμάτο με ήλεκτρο και
ζάχαρη,
όταν
ένα ανατρίχιασμα έσταξε στη ράχη σου.
Το
απομεσήμερο, χρυσό φως
φυτρώνει
ανάμεσα στις ωμοπλάτες της,
κάθε
τόσο, κοράκια ανοίγουν φτερούγες
πάνω
από τα χωράφια με τη σίκαλη,
Ιούνης
μήνας, που κοροϊδεύει σαν περαστικός
ύπνος.
Το
χνούδι αυτό ήταν ο χάρτης.
Ζυγιάστηκαν
για μια στιγμή,
και
μια στιγμή είναι πάντα μια στιγμή
είτε
ρουφάς τη μύτη σου είτε πέφτει η Πόλη,
μετά
όλα γίνονται αμετάκλητα,
ποιος
άλλος τα ξέρει; ρώτησε,
ούτε
εκείνος ο διάβολος που ζούσε στις
αντηρίδες.
Ήτανε
τέλος της άνοιξης,
κοίταζε
τα βράχια και τα μάτια της σκούρυναν,
έσπαζαν
τα φυτρωμένα τη γη,
κι
ήτανε τόσα όμορφα μαζεμένα γύρω της,
κι
αυτό ήταν κάτι που δεν το άντεχε.
Ξυπνώ
τραχύς και μουσκεμένος,
καθαρή
παραξενιά φτιαγμένη από σμυρίδα
κρυμμένη
στη καμπούρα της φάρα μου,
τριακόσια
χρόνια, να ακονίζει στιλέτα
τόσα
λεπτεπίλεπτα
που
χάνονταν κάποτε στα σώματα των σκοτωμένων.
Χωρίς
αίμα.
(Σώτος
Δασκαλόπουλος)
(Jon Estward)
No comments:
Post a Comment