22 October 2015

Τέλος Οκτωβρίου


Ο καιρός αγρίεψε, η βροχή δέρνει και σπάζει τα ξεραμένα του καλοκαιριού στον κάμπο, αλλά στα βουνά αδειάζει ο τόπος με τέτοια αντάρα. Φαινόταν.

Παλιότερα, βόρεια από τη Μελούνα, αν τύχαινε τέτοιος καιρός, έβρισκε τα κοπάδια στο κατέβασμα, στο δρόμο για τα χειμαδιά, οι τσοπάνηδες λούφαζαν και ζούσαν κάτω από την κάπα τους, τραγόμαλλο αδιαπέραστο, κετσές ήταν. Πρώτα όμως έχωναν τα ζώα σε όποια τρύπα έβρισκαν, το τόπο τον ήξεραν σαν το χέρι τους.
Τα πρόβατα σπρώχνονταν με τα μικρά τους κάτω από τις κοιλιές τους στο βάθος μιας σπηλιάς, σφιχτά, βέλαζαν σιγανά, με γουρλωμένα μάτια σαν να 'ταν εκεί του Κύκλωπα. Σμήνος από στρουθία της γης, μαλλιαρό κύμα που τρεμούλιαζε τα κουδούνια του στους κεραυνούς. Όλα ακινητούσαν να περάσει η καταιγίδα.
Αν ο καιρός κρατούσε, την άλλη μέρα, άρμεγαν σε δυο πέτρες για στρούγκα, και τυροκομούσαν όπως ήξεραν σε μια καλύβα φτιαγμένη από κλαδιά. 
Την τρίτη μέρα, που ο καιρός προς τα Καμβούνια ξάνοιγε, δεν ήταν και χειμώνας δα, έβγαζαν τα πρόβατα, που πήδαγαν έξω σπασμωδικά με πιασμένα μέλη, να βοσκήσουν. Παρατηρούσαν σοβαροί για ώρα τις κορυφές, τα πουλιά, και τις σπάλες από τα ψητό, για να καταλάβουν τι θα γίνει. Κοίταζαν ανήσυχοι μακριά τα μονοπάτια, είχαν το νου τους, τα αγρίμια μπορεί να ήταν ακόμα στα ψηλά, αλλά κάποιες φορές, τα σκυλιά περισσότερο, έπιαναν στον αέρα τη μυρωδιά από άγριους άντρες που τους ακολουθούσαν. Ετοιμάζονταν τότε, όχι για μάχη, ήταν ήμεροι άνθρωποι, μα για φιλοξενία, να τους πάρουν με το καλό, να τους ταΐσουν, να τους ζεστάνουν, να μιλήσουν τις γλώσσες τους, να τους δώσουν νέα, να τους ησυχάσουν, για να πάνε στο καλό να γυρέψουν αλλού τον πλούτο που θα κλέψουν, αρκεί να φύγουν από τη στράτα τους, να γλυτώσουν, να μείνει το κοπάδι ολάκερο. Μόνο μην έσερναν μαζί τους τραυματισμένο, ή χειρότερα, κανέναν κακομοίρη για λύτρα. Τότε έμπλεκαν, να κατεβάσουν ραβασάκια, να περιμένουν να ανεβάσουν απαντήσεις. Σβέλτα έδιναν ότι τους ζητούσαν, τσαρούχια, μυζήθρες, και καμιά πληροφορία με κοφτές λέξεις, να μην τους πάρει κανένα μάτι μαζί, και μπλέξουν με την χωροφυλακή παρακάτω, τούτοι ήταν χειρότεροι, δεν θα τους σκότωναν αλλά δεν το είχαν σε τίποτα να τους δέρνουν τρεις μέρες για να μαρτυρήσουν, ήξεραν δεν ήξεραν, κι άμα είχαν τα διαόλια τους ή έβρισκαν κανένα ίχνος να τους τραβολογούν ως τη Λάρισα, στο δικαστήριο, κι από εκεί στο Βόλο και φόρτωμα σε κανένα καΐκι, εξορία, στα νησιά.
Όταν έβλεπαν τέτοια κακοσημαδιά, μάζευαν τα συμπράγκαλα άρον άρον, παρατούσαν βιαστικά τη στρούγκα και τη σπηλιά, ούτε τη φρέσκια βοσκή σκεφτόντουσαν ούτε τα αστέγνωτα τυριά, φόρτωναν τα μουλάρια φτύνοντας τη γη, και έσπρωχναν τα πρόβατα, με φωνές και σφυρίγματα στα σκλια, στη κατηφόρα, να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στον Τύρναβο, κι ακόμα παραπέρα, να περάσουν το χειμώνα.

No comments: