30 June 2014

Η αυλή

Η αυλή, είναι κάτι πιο εσωτερικό κι από το ίδιο το άβατο, είναι ίσως εκείνος ο μεταβατικός χώρος που χρειάζεται ο άνθρωπος για να κατανοεί τη διαφορά του μέσα από το έξω του σπιτιού του. Εκεί, περίπου, που μπορείς να σταθείς και να υπερασπιστείς το σπίτι σου, γράφει ο A. Baricco. (Έζησα κάποτε σε μια τέτοια αυλή στα Πετράλωνα όπου είχαμε εγκαταστήσει το εργαστήριο μας, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.)
Σήμερα θυμήθηκα, μια γειτονιά του Πειραιά, χαμηλά στα Μανιάτικα προς τη Νίκαια, που είχε τόσες αυλές κάποτε όσα και τα μικρά σπίτια της, μικροσκοπικές κι αυτές και σχεδόν αναγκαστικά λειτουργικές. Όλα τα σπίτια εκεί είχαν τέτοιες αυλές, άλλες πρόσχαρες με λουλούδια και καναρίνια σε κλουβιά, κι άλλες πιο σκοτεινές, πιο δυσοίωνες αφού κατά κάποιον τρόπο έτσι είχε τύχει γι' αυτές κι είχαν πάρει την τύχη όσων ζούσαν κοντά τους.
Μια τέτοια, από τις γκρίζες αυλές, ήταν απαγορευμένος χώρος, ρητά, εκεί μέσα έμενε ένας τρελός που είχε εκτός της τρέλας του και μια καραμπίνα που την έβγαζε άμα του την έδινε και πυροβολούσε ασκόπως, δεν θυμάμαι πάντως να σκότωσε κανέναν. Στην άλλη, απέναντι, που ήταν περισσότερο ένα υπόστεγο, ένας κόκορας είχε φάει, έλεγαν, το μάτι ενός μωρού, και εγώ προτιμούσα την αυλή του τρελού πάρα εκείνη του μοβόρου κόκορα, άλλοι όμως προτιμούσαν του κόκορα, διότι ο φόβος είναι όπως το γούστο, προσωπικός. 
Το μπλέξιμο όμως με τον κόκορα κανείς δεν το γλύτωσε. 
Ήταν μια αυλή, και ακόμα είναι, άλλοι το θυμούνται άλλοι το άκουσαν, όχι τόσο όμορφή αλλά ήταν η αυλή τους, εκεί μέσα έμεναν, και τα καλοκαίρια καθόντουσαν έξω, ψιθυριστά, τα πρωινά νωρίς νωρίς να πιούνε τον πρώτο καφέ, εκεί άραζαν πιο φωνακλάδικα τα βράδια με φίλους και παιδιά μαζί. Στον όροφο από πάνω έμενε μια μοναχική γυναίκα, τρελή (κι αυτή) από έρωτα ή κάτι τέτοιο, που απειλούσε πότε πότε να πέσει στην αυλή να σκοτωθεί, κι ανατρίχιαζαν στη σκέψη οι γείτονες, αλλά δεν την φοβόντουσαν όσο τον Θαλή με την καραμπίνα του. Τέλος πάντων, έτσι ήταν τότε, τρελοί και λογικοί ζούσαν μαζί.
Κάποτε, οι ένοικοι σκέφτηκαν πως θα τους άρεσε να τρώνε φρέσκα αυγά, να δίνουν στο παιδί, κι αφού είχαν αρκετό χώρο, πήρανε 2-3 κότες. Φτιάχτηκε κι ένα ωραίο κοτέτσι και περίμεναν τα αυγά. 
Έλα όμως που η μια κότα ένα πρωί, ναι έτσι ισχυρίζονται όσοι ακόμα υπάρχουν σήμερα παρ' όλο που 'χει περάσει μισός αιώνας, ότι η μια κότα έγινε κόκορας! έβγαλε δηλαδή κραυγή κόκορα, κικιρίκου. 
Μεγάλη γρουσουζιά, είπαν ομόφωνα οι γείτονες, κι εκείνος που όλα αυτά οι άλλοι τα λογάριαζαν για δικά του, τι να κάνει, πήρε ένα μαχαίρι και τις έσφαξε όλες, και τις κότες και τον έναν κόκορα, που προηγουμένως ήταν κότα.

29 June 2014

[αρκαδία]

Απόκαμα
Το καλοκαίρι απογυμνώνει τη γη
ξυραφίζει τις σκιές, στεγνώνει τις σταγόνες, ξασπρίζει τα χρώματα
Το φως καίει σα φώσφορος, και μετατρέπει τις αναμνήσεις σε πληγές
βαθιά στεγνά καφεδιά εγκαύματα που δεν βγάζουν ούτε βόγκο
Ακούνητα τα σώματα λουφάζουν στα βάτα˙ ένα γεράκι σαρώνει τη γη
αγωνιούν για μια ανάσα ακόμα, τέτοιος γίνεται ο βίος καμιά φορά
Μόνο τα μάτια μένουν υγρά, δακρύζουν, και τρεμουλιάζουν σαν έκπληκτα ζωάκια
είναι που κρατάνε εικόνες παλιές και προσεύχονται για τις πιο κρυφές επιθυμίες
Οιμωγές που ακούγονται, και δεν ακούγονται καλά καλά˙ πολύ μακριά, στήνω αυτί

Αλλά πως είναι δυνατόν, να μην είχα δει το ίδιο το κομμένο κεφάλι μου, που ήμουν;
κρεμόταν από το μανίκι μου, έτρωγα, έγραφα, έριχνα χαστούκια, ή σταυροκοπιόμουν
Τώρα ακούω την φωνή μου που διηγείται την ιστορία και παραξενεύομαι
η φωνή, λοιπόν, ισχυρίζεται πως, στην αρχή, χάθηκαν οι ήχοι του κόσμου
το νερό κυλούσε, το έβλεπα, λέει η φωνή, αλλά αν έκλεινα τα μάτια μπορούσα να πνιγώ
κανείς φλοίσβος δεν ακούστηκε, κανένα φτεροκόπημα, ούτε γδούπος πτώσης, ούτε
Μετά ξεράθηκε το ρυάκι, φάνηκε ο πάτος του με την άμμο ανάμεσα στις πέτρες
Αλλά θυμάμαι καλά, πριν συμβούν αυτά, το πόδι της που σκάλιζε την άμμο
αχ, τι έκανε με αυτό το πόδι
Πώς μάζευε το μεγάλο δάκτυλο, πώς το έστρεφε επιδέξια, σαν φίδι, και τρύπαγε τον πηλό
πώς θόλωνε το νερό τότε, μια χρυσόσκονη αιωρούνταν, λες, χανόταν η βαρύτητα ολότελα
Το νερό αργοπορούσε γύρω από τους αστραγάλους της, η ροή σιγά σταματούσε, σιρόπιαζε
φτιαχνόταν γη, αλλιώτικη, με πόλεις αντικατοπτρισμένες, με στρατούς κι επαναστάσεις,
άλλαζε ο τόπος σα βούταγε τα πόδια της στο ρυάκι
άπλωνα τα χέρια τότε κι έπιανα θαύματα
Χα, έκανε, και τράβαγε απότομα το πόδι της έξω, και, λες, μια μπόρα ξεκίναγε από ψηλά
από τις βουνοκορφές, με μπουμπουνητά, με αστραπές, με αέρα, καταιγίδα σκληρή
Κι έφευγε, έτσι, ξυπόλητη, ανενόχλητη από τα καλάμια που κόλλαγαν στο δέρμα της
Μέχρι εκεί, στον πρώτο βράχο που έβρησκε στη σκιά
εκεί καθόταν και τίναζε τις πατούσες της προσεχτικά

Εκεί ήταν που με ονειρεύτηκα με τραγίσια πόδια και ουρά
ήμουν εκείνος που τίναζε τη σκόνη από πάνω της
κι εκείνη έκπληκτη μισόκλεινε τα μάτια της˙ μισάνοιγε το στόμα
μια μικρή εισπνοή και το μαρτύριο, να, γινόταν η ίδια η απόλαυση
Στην Αρκαδία δεν φύτρωναν τότε αγκάθια και τριβόλια και μπορούσαμε αν θέλαμε
να κυλιόμαστε καταγής, με τις ώρες, με τις μέρες, με τους χρόνους
Ούτε χρόνος υπήρχε
μέχρι να γκαστρωθούν οι μέρες και να γεννήσουν άλλες παιδιά κι άλλες δαίμονες
Άφηνα τα παιδιά να τα θηλάσει, έπαιρνα τους δαίμονες και ανεβαίναμε στις πηγές, ψηλά
εκεί τους μάθαινα ό,τι ήξερα˙ όχι σπουδαία αλλά ό,τι χρειάζονταν χωρίς να λείπει κάτι
γυρνούσα αργοπορημένος, μα έφερνα βελανίδια ή βατόμουρα μέσα σε φρέσκα φύλλα

Κάποτε, ο τόπος συλλήθηκε και μας έπιασε το καλοκαίρι στο δρόμο
φυσσούσε λίβας, η δίψα στην αρχή νταγιαντιόταν, μετά μας θέρισε
δεν βρήκαμε νερό όσο κι αν γυρνούσαμε απελπισμένοι από γούρνα σε γούρνα, άδειες όλες
Το τελευταίο βράδυ η δίψα χειροτέρεψε αλλά μας πήρε ένας ύπνος αλλόκοτος, θανατερός
Και τώρα που τα διηγούμαι αυτά, δεν ξέρω, αν, αν εγώ ξύπνησα τότε
την άλλη μέρα, κι όντως έβρεχε ή το ονειρεύτηκα
και την είδα, που δεν πρόλαβε, σκόνη, κι έσκαγαν οβίδες οι σταγόνες πάνω της;
ή ξύπνησε εκείνη πρώτη και με είδε στάχτη που σκούρυνε πριν να γίνει λάσπη και χαθεί
ή κανένας.

(Σώτος Δασκαλόπουλος)


φωτογραφία Judy Dater

24 June 2014

[φαγιούμ]

Αντήχησε απόμακρα η σιωπή σου καθώς σύρθηκες, και γαντζώθηκες στη κουπαστή
Άσπρο σεντόνι που έπεσε και ησύχασαν τα σερβίτσια, όπως σωπαίνουν τα πουλιά
Κροτάλιζαν κάθε τόσο προηγουμένως, συγχυσμένα απαρέμφατα που δεν λένε κάτι
ποιείν αγαθόν  ψέλλισες· βέβαια, αλλά με το χέρι κομμένο στον αγκώνα πως;
Ήταν μεσοκαλόκαιρο, όμως έκανε κρύο τα βράδια κι ανάβαμε φωτιές και έθιμα

Δεν γνώριζες τίποτα, κοίταξες με θάρρος κι ανατρίχιασα, δεν είπες άλλη λέξη, κι όμως
Εκείνα τα άδεια γυαλιστερά όπλα που παίζουν τα μικρά παιδιά, ήταν εκεί, αινίγματα
Αφημένα άσκοπα, οικεία και άδεια, βαριά που αλάφρωναν όμως αν ήξερες· ήταν κρότος;
Όταν έξαφνα, ένα, άλλο, παιδί μας κοίταξε απορώντας, βουβό· μίλα βρε, μη σωπαίνεις
δίχως να ξέρει εκείνο που βλέπαμε εμείς, ένα μικρό μπουμπουκάκι που ξάνοιγε, μίλα
μια μικρή κατακόκκινη τρύπα, βαθιά ρούφαγε όλο το φως του κόσμου, άνοιξε το στόμα
Ένας ανθός είχε ζωγραφιστεί, έξαφνα, αυτό να το ξαναπούμε, στο μέτωπο του, σκάσε

σαν εκείνα που άφηνα στον καθρέφτη σου, εσύ τα πέταγες έξω μα αυτά έπεφταν κάτω

Τις επόμενες μέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς ποια, μάζεψαν τα παιδιά στη πλατεία, όλα
Ήρθαν με φορτηγά, με διάλεξαν, θυμάσαι;, με ανέβασαν στη καρότσα κι έτσι έφυγα
Οι δικοί τους θέριζαν κάτω στον κάμπο, να μην τα κουράσουν είπαν͘· έτσι τα 'χασαν
Αλλά εσύ κι εγώ χάσαμε εκείνο που στάθηκε τότε και μας κοίταξε, έξαφνα, σωπαίνοντας
με ένα ολοζώντανο ζωγραφιστό λουλούδι στο μέτωπο που σα Φαγιούμ ρούφηξε το φως
Είχαμε δει από μακριά τη σκόνη που σήκωναν, αλλά δεν πήγαινε ο νους μας.

Έτσι, λέω, έγιναν τα πράγματα· όταν κάθισε η σκόνη είχαμε όλοι άλλες θέσεις πια.

(Σώτος Δασκαλόπουλος)


22 June 2014

A Dream Within A Dream

Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?


E d g a r   A l l a n   P o e  (1809-1849)

21 June 2014

O χρόνος

Κάποτε ήρθε ο χρόνος, κι έμεινε να με κοιτάζει
Tι θέλεις; ρώτησα
Mεγάλωσα, είπε

δεν μπορείς να μη με βλέπεις.

χαμογέλασα, 
είναι που δεν βλέπω τόσο καλά πια.


Kazuo Ohno dance in Yokohama port

13 June 2014

οι στρατιώτες κάθονται


Η μνήμη απεχθάνεται την κίνηση, προτιμά να διατηρεί τα πράγματα σε ακινησία, γι αυτό οι άνθρωποι αγαπούν τις φωτογραφίες γιατί σταματούν τη ζωή και έτσι γίνονται χάρτες με τους οποίους μπορούν να γυρνούν προς τα πίσω στο χρόνο για να πιάνουν το νήμα από εκεί που συνήθως κόβεται, ή έτσι πιστεύουν, αρκεί να μην μπερδευτούν ή ξεθωριάσουν πολύ οι φωτογραφίες κι οι χάρτες γίνουν άλλοι αντί άλλων.
Από τον πατέρα μου έχω πολλές αναμνήσεις, άμεσες δικές μου, αλλά κι άλλες κληροδοτημένες όπως αυτή η φωτογραφία, σε δυο αντίτυπα μάλιστα με εμφανείς τις ομοιότητες αλλά αφανείς διαφορές. Ποιος όμως απεικονίζεται σε αυτή τη φωτογραφία; Είναι όντως ο πατέρας μου; Αφού τότε, ο Άγγελος ήταν δεκαεννέα χρονών και δεν είχε ιδέα πως θα γνωριζόμασταν... Για εμένα είναι βέβαιο πως πρόκειται για τον πατέρα μου, αλλά όχι για εκείνον, εκείνη τη στιγμή αυτό θα ήταν αδιανόητο για όλη την παρέα των σμηνιτών της φωτογραφίας. Πόσο όμως απόλυτα και αμετάκλητα η πατρότητα, όπως κι η μητρότητα, μετασχηματίζει τον άνθρωπό, ακόμα και ως το παρελθόν ενός που φωτογραφίζεται ανυποψίαστος.
Ακόμα κι αν προσπαθήσω να τη δω όπως τόσες άλλες αναμνήσεις, σαν αυτό που απλώς σίγουρα είναι, δηλαδή ένα αποκρυσταλλωμένο στιγμιότυπο, στο οποίο συμμετείχαν τέσσερα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο ένας συγγενής μου, πάλι η ίδια η εικόνα δημιουργεί συνειρμούς παράξενους που φτιάχνουν απίθανες ερμηνείες. Στο ενσταντανέ ο πατέρας μου βρίσκεται καθισμένος δεξιά, αντίκρυ από κάποιον σμηνίτη κάπου έξω σε ανοιχτό αλλά παραδόξως απροσπέλαστο στο μάτι χώρο, που μοιάζει ακριβώς γι αυτό θεόκλειστος. Επίσης σε αντίφαση με τους φωτογραφικούς τρόπους της εποχής στην εικόνα εμφανίζονται ακόμα δυο πρόσωπα, σχεδόν δηλαδή αφού πρόκειται για τις σκιές τους, εκ των οποίων ο ένας πρέπει να είναι σμηνίτης εφόσον η σκιά του φοράει το χαρακτηριστικό δίκοχο, σκιά κι αυτό, ενώ ο άλλος τραβάει τη φωτογραφία, σκέφτομαι πως ίσως να ήταν αξιωματικός, αφού η μηχανή που κρατάει είναι μικρή άρα όχι από τις επαγγελματικές της εποχής κι Αμερικάνικη μάλλον, κι εκείνοι που είχαν αλισβερίσια με τους Αμερικάνους τότε ήταν κυρίως οι αξιωματικοί, και επίσης θα ήταν μάλλον απίθανο να είχε φωτογραφική μηχανή κάποιος σμηνίτης στα 1954 μέσα σε στρατόπεδο.


Χιλιάδες θα είναι οι παρόμοιες φωτογραφίες με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους πατεράδες σε προτέρα κατάσταση άγνοιας, αυτή όμως έχει μια ορισμένη ιδιαιτερότητα, περιέχει συνειρμούς που με οδηγούν ως τη Ρωσία 50 χρόνια νωρίτερα: Το όλο στήσιμο, η ατμόσφαιρά της και οι συνειρμοί της με κάνουν, κατά έναν περίεργο όσο και σαφή τρόπο κοιτώντας την σχεδόν να βλέπω μπροστά μου το έργο  οι στρατιώτες του Mikhail Larionov. Είναι εντελώς απίθανο κάποιος από τους τέσσερις εκείνης της παρέας στον Άραξο (ή στη Πάτρα, στην πραγματικότητα δεν ξέρω που ακριβώς ήταν στην περιοχή η λέσχη υπαξιωματικών της τότε Βασιλικής Αεροπορίας) να γνώριζε τον Λαριόνοφ και το έργο του ώστε να έπαιξε με την φωτογραφική διασκευή του. Παιχνίδι της τύχης είναι, ή ένδειξη του ότι οι άνθρωποι ενσαρκώνουν ρόλους και στάσεις μιμούμενοι πρότυπα, ακόμα κι αν δεν τα γνωρίζουν συνειδητά. Με δυο λόγια έτσι κάθονται οι στρατιώτες όταν φωτογραφίζονται στο διάλειμμα τους.
Θέμα και στις δυο εικόνες, ζωγραφιά και φωτογραφία, είναι η ανάπαυλα του στρατιώτη η οποία δίνει αφορμή για χαλάρωση, για οινοποσία, για τραγούδι, για χαρτοπαίγνιο και γι' αστεϊσμούς. Ο κενός χρόνος για τους στρατιώτες έχει κάτι ισοδύναμο με τις φωτογραφίες, αφού κόβει και σταμάτα τον χρόνο υπηρεσίας, τον κάνει έτσι ταξινομήσιμο και διαχειρίσιμο, κάνοντας κατανοητό το παράλογο της θητείας, κι αυτό δεν είναι λίγο τότε που κάποιος νιώθει ότι δεν ορίζει τον χρόνο του. Έτσι στο διάλειμμα ο φαντάρος, όπως ο μαθητής που ήταν πρωτύτερα ή ο εργαζόμενος που θα γίνει αργότερα, ανακτά την κυριαρχία επί του χρόνου του ή έτσι νομίζει. Ο ελεύθερος χρόνος, σίγουρα από κει πηγάζει το φυσικό αίσθημα ξεκούρασης ακόμα και τότε που τα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας είναι πιο κουραστικά κι από την κανονικότητα του εγκλεισμού.

Στο ζωγραφικό έργο, τώρα εκ των υστέρων, φαίνεται ξεκάθαρα η διαλυμένη πειθαρχία του τσαρικού στρατώνα: ποτά, χαρτιά, μουσικές, γενική ευθυμία, κόκκινο χρώμα και γραψίματα στον τοίχο όπου είναι αφημένα σε μια γωνιά μαζί με διάφορα άλλα και τα όπλα, έτσι που σε περίπτωση που δεχθούν αιφνιδιασμό, αυτοί οι στρατιώτες δεν θα ξέρουν τι να πιάσουν, τα σπαθιά ή τις μποτίλιες.
Ο Λαριόνοφ, σαν άλλος Ντοστογιέφσκι του ορατού, εμφανίζει εύθυμα την αποσάθρωση της συνοχής του στρατού, ίσως και της κοινωνίας, και "προβλέπει" έτσι την ήττα της Ρωσίας στον επερχόμενο πόλεμο, ήττα που οδήγησε γρηγορότερα στην επανάσταση των μπολσεβίκων.
Στην φωτογραφία όμως το κλίμα είναι διαφορετικό, σαφώς πιο συγκρατημένο, η πειθαρχία είναι εμφανής ακόμα κι εκτός υπηρεσίας, οι φαντάροι αν και κάθονται χαλαροί φορούν καθαρές και σιδερωμένες στολές, ο χώρος είναι λιτός και καθαρός σχεδόν με το ζόρι ανέχεται τους δυο ανθρώπους και τις δυο σκιές που δεν εκτελούν καμία υπηρεσία εκείνη την ώρα. Είμαστε στα 1954, έχει τελειώσει ο εμφύλιος, ο Μπελογιάννης και ο Πλουμπίδης έχουν, ήδη, διαδοχικά εκτελεστεί ως επικυρώση της απόλυτης κυριαρχίας τους άγριου μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, για το θεαθήναι δηλαδή. Οι στρατιώτες δεν έχουν περιθώρια για χαλαρότητα, μόνο τα σώματα αφήνονται για λίγο, ίσως για μια φωτογραφία μόνον, σε στάσεις εκτός κανονισμού, αλλά ούτε κρασιά ούτε τραγούδια. Παρά ταύτα όμως κι αυτοί οι στρατιώτες είναι άοπλοι, όχι αφοπλισμένοι σαν τους Ρώσους αλλά άοπλοι, αλλά εδώ και λόγω της συνολικής τακτοποιημένης εικόνας αυτό το στοιχείο μοιάζει ελεγχόμενο.

Οι ίδιες οι δυο φωτογραφίες, που στην πραγματικότητα είναι μια, αποκαλύπτουν διάφορα πράγματα για τις συνθήκες και για τα πρόσωπα, αλλά όχι στην μπροστινή εμφανή πλευρά τους, παρά στην από πίσω την ιδιωτική, διότι υπήρξε μια ολόκληρη εποχή όπου οι φωτογραφίες ήταν εικόνες, αλληλογραφία, ημερολόγια και ταυτότητες μαζί. 
Η πρώτη βρισκόταν στην κατοχή του πατέρα μου ως ενθύμιον, ενώ η δεύτερη ήταν ανάμεσα στις φωτογραφίες της θείας Χρυσάνθης, της αδελφής του, σίγουρα θα υπήρξε και μια ακόμα τουλάχιστον. Οι φωτογραφία είναι απλή, ασπρόμαυρη, ο χώρος της ορίζεται από το οριζόντιο δάπεδο κι ένα κάθετο ξύλινο τοίχο με μια πόρτα από εκείνες που δεν ανοίγουν, ένα ρείθρο στην συναρμογή τους εκτελεί χρέη αυτοσχέδιου καθίσματος για τα δυο πρόσωπα, κι αυτά είναι όλα κι όλα, και δεν συγκρίνεται με τον πλούτο των χρωμάτων της ζωγραφιάς του Λαριόνοφ, παρά μόνον στις στάσεις των σωμάτων που συνθέτουν το μοτίβο της ξεκούρασης του στρατιώτη. Στις πίσω πλευρές τους όμως υπάρχουν χειρόγραφα δυο διαφορετικά κειμενάκια που τις κάνουν, τις πίσω πλευρές, να υπερέχουν σαφώς έναντι της από πίσω μεριάς του έργου του Ρώσου πρωτοπόρου.

Αντιγράφω εδώ ακριβώς με όλη την σαφήνεια που διαθέτουν τα δυο μικρά κείμενα, διατηρώντας την ευφάνταστη ορθογραφία τους. 

Η φωτογραφία του Άγγελου γράφει: Εν 124η Π.Β.Ε. τη 24-10-54 / Ενθύμιων απώ την στρατιοτηκήν ρουτήνα. Μάζη με τον Αγαπημένομου Σηνάδελφον Κωσ. Μαραθονίτην εις Λέσχη ΗΠΑΞΙΟΜΑΤΗΚΟΝ /  Ντων ΗΠΑΡΞΗΣΤΕ και Ντων / Καρβουνιάρης Γύφτος.
(Αν ο Μαραθονίτης είναι ο αριστερά σμηνίτης τότε ποιος άραγε να είναι ο Καρβουνιάρης Γύφτος; Ο ίδιος και είναι το παρατσούκλι του ή είναι η τρίτη σκιά που αποκτά ονοματεπώνυμο; Απορία που δεν θα λυθεί ποτέ αλλά ξαφνικά κάνει την ίσως αδιάφορη φωτογραφία να παράγει αινίγματα!)

Η φωτογραφία της Χρυσάνθης έχει διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, άλλο χρώμα μελάνης, λεπτότερη πένα, και με καλλιγραφικά γράμματα γράφει: Εν 124η Π.Β.Ε. τη 24-10-54 / Χαρησμένη εις την αδελφούλα μου για να δη τα χάλια μου. Πρόσεξε μην τυχών και την δίξης πουθενά και γελάσουνε.
(Γιατί να μην δείξει πουθενά και για ποια χάλια μιλά; Τουλάχιστον σε όσα φαίνονται δεν υπάρχουν χάλια, οι στρατιώτες καθαροί και χαλαροί συνομιλούν ήσυχα, η δε σκηνή απογυμνωμένη από τα ηρωποιητικά σύμβολα της εποχής δεν μοιάζει στημένη. Η τρυφερότητα μεταξύ των δυο αδελφών αν και συγκρατημένη δεν κρύβεται. Η δεύτερη φωτογραφία με το μπροστά και πίσω μέρος της συγκροτεί μια συναισθηματική εικόνα).

Οι δυο αυτές σημειώσεις αποδεικνύουν, τουλάχιστον σε έμενα, πως κανείς από τους τέσσερις δεν είχε ιδέα για τους παρόμοια καθισμένους στρατιώτες του Λαριόνοφ και δεν τους πέρναγαν από τα μυαλά τους ιδέες για αναπαραστάσεις και τέτοια, κι ίσως ούτε και για εμένα όλα αυτά θα είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία, αν ένας από αυτούς δεν ήταν ο πατέρας μου που μου άφησε τους χάρτες του.

10 June 2014

ΕΛΛΑΣ

του Πάνου Σταθογιάννη



Τίποτε στην συγκεκριμένη φωτογραφία δεν είναι αληθινό.
Εγώ, ας πούμε, σ’ αυτή, δεν λέγομαι Πάνος αλλά Δήμος, και είμαι ξακουστός κλέφτης των ορέων του Μωριά. Δεν πατώ σε δυο τυχαίες σανίδες, αλλά σε υπαίθρια θεατρική σκηνή με γαλανόλευκες και δάφνες (φαίνονται κάποια δαφνόφυλλα στην κάτω αριστερή άκρη), η οποία έχει αρχίσει ήδη να ξηλώνεται – ίσα που πρόλαβα να φωτογραφηθώ.
Πριν δύο ώρες, εκεί, παραβαίνοντας τους κανόνες της τραγωδίας, είχα σκοτώσει επί σκηνής τον Αλτίν, που στην πραγματικότητα ήταν ο συμμαθητής μου ο Κωστής ο Γεωργαράς. Ήθελε να οδηγήσει στο χαρέμι του την Αγγελικούλα (που, εν προκειμένω εμφανιζόταν ως Χρυσαυγή) και ήταν αρραβωνιαστικιά μου. Άλλο ψέμα αυτό – εγώ, κρυφά απ’ όλο τον κόσμο, τότε ήμουν αρραβωνιασμένος με τη σγουρομάλλα Φανή.
Από ένα χρυσό σταυρουδάκι στο λαιμό του Αλτίν, αποκαλύπτεται ότι είναι ο αδερφός μου, ο Αλέξανδρος, που τον είχαν αρπάξει μικρό παιδί οι Τούρκοι και τον είχαν κάνει γενίτσαρο. Ναι, εντάξει, έχω κι εγώ έναν αδερφό που τον λένε Αλέξανδρο, αλλά αυτός χάθηκε τριάντα τριών χρονών στα πέρατα του κόσμου, και από τότε βγαίνει η αδερφή μας και τον ψάχνει στις θάλασσες, και σταματάει τα καράβια, και τα ρωτάει. Ουδεμία σχέση με τον Αλτίν.
Το σπαθί είναι μεταγενέστερο του 1821 – ξιφολόγχη απ’ τον καιρό της Μικρασιατικής εκστρατείας. Η δε φουστανέλα, μεταγενέστερη της ξιφολόγχης. Ανήκει στον γερμανοτσολιά παππού του Κωστή του Γεωργαρά. Θα τη φορούσε ο Κωστής, αλλά αυτός ήτανε Τούρκος κι έπρεπε να φοράει βράκα. Πήρε όμως τα τσαρούχια. Γι’ αυτό κι εγώ είμαι τα καλά μου παπούτσια (μη σας ξεγελά η σκόνη πάνω τους – πιο πριν είχαμε παρελάσει στο χωματόδρομο), με τις ωραίες κρεπ σόλες και τις εφημερίδες στον πάτο. Τα κορδονάκια κάτω απ’ το γόνατο ανήκουν κάτι παλιές λευκές κουρτίνες στο μικρό παραθυράκι του πατρικού μου. Απεσπάσθησαν και εβάφησαν μαύρα για τις ανάγκες της απατηλής παρουσίας του.
Στο αριστερό μου χέρι κρατάω πλαστικό πιστόλι με θορυβώδη καψούλια, ενώ στο σελάχι μου αναπαύεται κρητικό μαχαιράκι με μια πολύ χαριτωμένη μαντινάδα χαραγμένη στη λάμα του. Δεν θυμάμαι ποιανού είναι η άσπρη σκελέα και το φεσάκι. Πάντως, το μαντήλι στο λαιμό ανήκει στη μητέρα μου. Μυρίζω διαρκώς το άρωμά της. Όμορφο πολύ. Αν και, ως αρματωλός, θα έπρεπε να φοράω ένα λερωμένο, σαν εκείνο του Γιάννη, που το έπλυναν πέντε ποτάμια κι εβάψαν και τα πέντε, κι έβαψε η άκρη του γιαλού, και η μέση του πελάγου.
Τα δέντρα πίσω από το συρματόπλεγμα δεν είναι δέντρα. Όποιο παιδί σκαρφάλωνε στα κλαδιά τους, τον τίναζαν αμέσως στα λιθάρια και τον ποδοπατούσαν. Τοποθετήθηκαν εκεί μόνο και μόνο για να καλύπτουν τη βρωμερή σχολική τουαλέτα στο βάθος (την κρύβω όσο μπορώ κι εγώ με την πλάτη μου), όπου με τον Κωστή τον Γεωργαρά μετρούσαμε κάθε τόσο τα πουλιά μας. Το είχαμε κάνει και εκείνη τη μέρα, εγώ σηκώνοντας τη φουστανέλα μου κι εκείνος κατεβάζοντας τη βράκα του. Παρότι μόλις φονευθείς επί σκηνής, υπερτερούσε κατά τι.
Και, ασφαλώς, εκείνο το άσπρο πράγμα πάνω από το κεφάλι μου κι ανάμεσα στα φασματικά δέντρα δεν είναι ουρανός – ούτε έναν άγγελο δεν είχε φιλοτιμηθεί να φιλοξενήσει, ούτε καν χαρταετό.
Γι’ αυτό σας λέω, τα πάντα είναι ψεύτικα σ’ αυτή τη φωτογραφία. Όμως, δεν χρειάζονται και πολλά για να πεισθεί κανείς περί αυτού. Αρκεί το χαμόγελό μου.

Λευκάκια Ναυπλίου, 25 Μαρτίου 1970.


08 June 2014

Το παράδοξο του χελιδονόψαρου

(...) καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
καὶ τὸ τιτιβισμάτων πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.


από Τὸ φῶς/Κίχλη/Γιῶργος Σεφέρης, 1946



σχέδια από την ΠΑΓΙΔΑ, μελάνι και γραφίτης σε χαρτί , 2014

Η πρώτη μου επαφή με τη ζωγραφική έγινε κατά τύχη, κι αργότερα ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω καλούτσικα. Στην αρχή, τη νόμισα εύκολη δουλειά και μέχρι να καταλάβω ότι δεν ήταν, ήταν πια πολύ αργά για να μάθω άλλη τέχνη. Πολλές γνώσεις δεν είχα αλλά κοίταζα να μαθαίνω συνεχώς, συνήθως από τα αντίθετα μου διότι εγκαίρως είδα πως, παράξενο ή όχι, δεν υπάρχει τίποτα πιο διδακτικό από το αντίθετο.
Σιγά σιγά έμαθα να κάνω έρευνα για το κάθε θέμα μου, τον χαρακτήρα του, την αγριότητα του, την ηλιθιότητα του, αυτή με τραβάει πιο πολύ, ή την τρέλα του, και κατόπιν να προσπαθώ να τα βάλω στο έργο με την μεγαλύτερη δυνατή ειλικρίνεια. Για να αποστάξω όμως, αφού μου αρέζουν τα αποστάγματα, σε μια εικόνα τον χαρακτήρα μιας ζωής χρειάζομαι ιστορίες που τις αναζητούσα και τις αναζητώ παντού, και στην παρατήρηση και στα κλισέ των ζωγράφων, πάνω από όλα βέβαια χρειάζομαι τις καλές πινελιές.
Τελευταία, για να φτιάξω αυτά που με απασχολούν εγκατέλειψα τους ανθρώπους, τις φιγούρες εννοώ, και γυρεύω ισοδύναμα για να πουν, να φανερώσουν, την ιστορία της ΠΑΓΙΔΑΣ, στην οποία εμπλέκομαι όπως κι εσείς, γυρεύω τις ιστορίες και τις ποιότητες από άλλα όντα ή αντικείμενα, κενταυρικούς πυκνωτές, όπως είναι τα σύνεργα, οι πεταλούδες ή τα χελιδονόψαρα, μορφές που φέρουν την εγγραφή μια αυθεντικότητας δίχως τον ναρκισσισμό της ευφυίας ή της μοναδικότητας του είδους μας.
Πως γίνεται ένα κασινάκι να είναι, διότι είναι, το πορτρέτο του χαμένου από καιρό πατέρα; Κι αν βάλω δυο ψάρια μαζί, που τα ενώνει ο τρόμος του θανάτου στα μάτια τους, θα φτιάξω έτσι ένα κοπάδι σαν τα δικά μας τα ανθρώπινα; Ή πόσες όμορφες μαύρες πεταλούδες χρειάζομαι για να φτιάξω μια κοινωνία σε παγίδευση;
Αφού δεν έγινα καπιταλούχος ας δοκιμάσω λοιπόν την τύχη μου στο παράδοξο του χελιδονόψαρου (πόσο ψάρι είναι όταν πετάει; Η κίχλη, μισή τσίχλα και μισή γύλος.), κι ίσως τότε μια αγορά ενδιαφερθεί για την τύχη τέτοιων χειροναξιών.

(Κώστας Μπομπός, 8/6/2014)



06 June 2014

[Κύκλωπας]

Τι του ψιθύριζες, σαν έσκυβε τρέμοντας με την ανάσα κρατημένη
πριν να φυσήξει να διώξει τον καπνό που δάκρυζε τα μάτια σου· τι
κι έγινε ο σπόγγος που ρούφηξε δέκα χρόνια, με όλες τις ημέρες τους
Εν τω μεταξύ, ο Πάτροκλος μεταμφιέστηκε και σκοτώθηκε έτσι, ως άλλος
ο Έκτωρ που τον σκότωσε, κι αυτός άπνους σύρθηκε εκεί, στο ίδιο χωράφι
Ακόμα κι ο Αχιλλέας αφανίστηκε από κάτι γελοίο, που δεν θυμάμαι

Τι του ψιθύρισες μάτια μου, Ποιος του ΄πες πως είναι;
κανείς δε λέει· που έφτασε κι έκανε άλλα δέκα χρόνια να επιστρέψει
θαλασσόδαρτος, μόνος κι έρημος, σαλός με ένα μάτι, αγνώριστος
Κανένας είμαι φώναζε, κανένας, ξέχασε το όνομα του εκεί μέσα
κι όταν γύρισε πήγε ίσια στον οίκο που νόμισε δικό του, πως στερήθηκε
Εκεί ήταν που τους έσφαξε όλους, τους παραστεκάμενους.

Σώτος Δασκαλόπουλος

Dostál František.1985

[το όνειρο]

Είδα ένα όνειρο
αλλά που να το πω

Tα όνειρα περνάνε εξετάσεις στις μέρες μας, καταγράφονται
για έρωτα τα πιο πολλά, βοηθάνε κι επιθυμίες
λέγονται την άλλη μέρα με παθιάρικη φωνή ή αργό γράψιμο
χθες σε είδα στο όνειρο μου... ήσουν όμως άλλος· πισινή.
Κανείς δεν βλέπει πια όνειρα για τραύμα ή για θάνατο
χάθηκε αυτός, κλείσανε τα μάτια και πάει, εξορίστηκε
θα συναντηθούμε δίχως πρόβες
γιαυτό ξυπνούν όλοι τα πρωινά έκπληκτοι με το φως
Κανείς δεν κάνει εγκλήματα κι όλοι ξυπνούν αθώοι
Ούτε κανείς βλέπει πια όνειρα για πλάκα
γιαυτό ξυπνούν όλοι μουτρωμένοι

Κι εγώ ένα που είδα δεν το θυμάμαι
κάτι όμως πρέπει να βρω να σας διηγηθώ.

Σώτος Δασκαλόπουλος


Lisette Model

01 June 2014

κρεμ καραμελέ

Όμως, ήμουν μάρτυρας πως ο κόσμος αυτός, ο άθλιος,
υπήρξε μεγαλύτερος κάποτε, κι ίσως είχε μια στιγμή
μοναδική, σαν τον οργασμό κουνουπιού τα ξημερώματα.

Ισχυρίζομαι πως ήταν απόγευμα κι έκανε ζέστη, αρχές καλοκαιριού μπορεί,
μπορεί και τέλος, αλλά σίγουρα καθόμουν μόνος στο μπαρ της ταράτσας του Μινιόν,
ψηλά κάπως φύσαγε, λίγοι όμως το είχαν υποψιαστεί, και λιγότεροι είχαν ανέβει
εκείνη την ώρα όλοι τους έπιναν φραπέ,
μέτρησα τα ποτήρια με τις θήκες από μεταλλικό κεντητό κάλυμμα, κι ήταν πέντε.
Είχα παραγγείλει μια από εκείνες τις κρεμ καραμελέ που είχαν στο ψυγείο,
χλωμές και φυλαγμένες μέσα στις πάντα ιδρωμένες ανοξείδωτες φόρμες τους.
Την έφερε ένα γκαρσόνι που φορούσε μαύρο πανταλόνι από τριμμένη καμπαρντίνα,
και άσπρο πουκάμισο, όλα δυο νούμερα μεγαλύτερα του,
ένα όροφο παρακάτω, κρεμάστρες με ρούχα σε όλα τα νούμερα περίμεναν,
αλλά μάλλον θα το είχε σκεφτεί κι εκείνος.
Μια κοίταζα την ακρόπολη, και μια την κρέμα με την στέψη της από λιωμένη καραμέλα,
τρεμουλιαστή, δυσκολευόταν γυμνή έξω από τη φόρμα της,
σήκωσα το πιατάκι χωρίς να αποφασίζω, από τότε, πού να εστιάσω το βλέμμα.
Στα μακρινά, τα πάγια, στους γαλαξίες, ή στα εφήμερα μπροστά μου;

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η προσοχή μου αποσπάστηκε.
Ένα μικροσκοπικό, εξ αιτίας της απόστασης, αεροπλάνο,
αλλά έντονο λόγω της αντίθεσης του με τον καθαρό ουρανό, εμφανίστηκε στα δεξιά,
ψηλά στο οπτικό μου πεδίο, σχεδόν πάνω από την Ακρόπολη.
Ήταν φανερό, πετούσε προς το Πολυτεχνείο, αλλά ήταν πολύ ψηλά,
δεν προλάβαινε να κατέβει ώστε να προσγειωθεί εκεί που πήγαινε,
έστω μπροστά στο Μουσείο μερικά μέτρα μακρύτερα.
Ωραία που θα ήταν αν το κατάφερνε πάντως, σκέφτηκα
και έτσι βάλθηκα να φανταστώ τις λεπτομέρειες, την έκπληξη,
το θόρυβο από τις τουρμπίνες, το φρενάρισμα στη Πατησίων,
τις φωνές και τα σηκωμένα μαλλιά των περαστικών,
τη μύτη στη Μιχαήλ Βόδα, τη πτέρυγα μπροστά στον Ηνίοχο
και την ουρά στη στάση της Τοσίτσα.

Τζάμπο 747! τεράστιο, διώροφο, υπερπολυτελές, μάλιστα,
και τώρα παίρνει τη στροφή,
εξήγησε με σιγουριά, που ακούστηκε ανόητη σε εκείνη την ταράτσα,
ένας κύριος πενήντα ετών, ίσως,
σε μια εντυπωσιασμένη όσο κι εντυπωσιακή κοπέλα που έπινε φραπέ με καλαμάκι.
Και που πηγαίνει όμως; ρώτησε περιπαιχτικά εκείνη,
η ερώτηση έφερε σε αμηχανία τον άλλον που δίστασε κάπως,
Φρανκφούρτη, ή Μόναχο, εε Γερμανία σίγουρα,
τελικά απάντησε, αλλά χωρίς σιγουριά αυτή τη φορά.
Η κοπέλα γέλασε· γιατί δεν ξέρω, ίσως θυμήθηκε κάτι αστείο με τη Γερμανία,
ενώ το αεροπλάνο πέρασε ταχύτατα πάνω από τη Ομόνοια, το Μινιόν, τα κεφάλια μας, δυστυχώς προσπέρασε και το πολυτεχνείο.
Όταν έγλυψα το κουτάλι το αεροπλάνο θα είχε κιόλας φτάσει στο Ράδιο Σίτυ,
η κρέμα είχε φαγωθεί,
Τι να παίζει άραγε απόψε; απόρησα και φώναξα για να πληρώσω.
Πήρα τις κυλιόμενες σκάλες. Μέχρι να κατέβω στη Πατησίων
η ξανθιά κοπέλα θα είχε ίσως τελειώσει το φραπέ της,
ο άλλος θα πάσχιζε πως να συνεχίσει τη κουβέντα μαζί της,
το τζάμπο θα ήταν μάλλον πάνω από το Βόλο,
κι από όλους μόνο εγώ ήθελα να πάω στο πολυτεχνείο.
Εκτός κι αν πηγαίνει Αμερική, ακούστηκε περιπαιχτικά μια φωνή πίσω μου.
Αμερική, χα, Αμερικής πηγαίνει, είπα γελώντας δυνατά.

Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι για το Μινιόν, που λίγους μήνες μετά κάηκε ολοσχερώς, επρόκειτο για εμπρησμό, και το αεροπλάνο δεν ξαναφάνηκε·
αυτά όλα, ισχυρίζομαι, έγιναν ακριβώς έτσι, όπως έπεσαν τότε στην αντίληψη μου.

Κώστας Μπομπός


Pan Am 747