Η αυλή, είναι κάτι πιο εσωτερικό κι από
το ίδιο το άβατο, είναι ίσως εκείνος ο μεταβατικός χώρος που χρειάζεται ο άνθρωπος για να κατανοεί τη διαφορά του μέσα από το έξω του σπιτιού του. Εκεί, περίπου, που μπορείς να σταθείς και να υπερασπιστείς το σπίτι σου, γράφει ο A. Baricco. (Έζησα κάποτε σε μια τέτοια αυλή στα Πετράλωνα όπου είχαμε εγκαταστήσει το εργαστήριο μας, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.)
Σήμερα θυμήθηκα, μια γειτονιά του Πειραιά, χαμηλά στα Μανιάτικα προς τη Νίκαια, που είχε τόσες αυλές κάποτε όσα και τα μικρά σπίτια της, μικροσκοπικές κι αυτές και σχεδόν αναγκαστικά λειτουργικές. Όλα τα σπίτια εκεί είχαν τέτοιες αυλές, άλλες πρόσχαρες με λουλούδια και καναρίνια σε κλουβιά, κι άλλες πιο σκοτεινές, πιο δυσοίωνες αφού κατά κάποιον τρόπο έτσι είχε τύχει γι' αυτές κι είχαν πάρει την τύχη όσων ζούσαν κοντά τους.
Μια τέτοια, από τις γκρίζες αυλές, ήταν απαγορευμένος χώρος, ρητά, εκεί μέσα έμενε ένας τρελός που είχε εκτός της τρέλας του και μια καραμπίνα που την έβγαζε άμα του την έδινε και πυροβολούσε ασκόπως, δεν θυμάμαι πάντως να σκότωσε κανέναν. Στην άλλη, απέναντι, που ήταν περισσότερο ένα υπόστεγο, ένας κόκορας είχε φάει, έλεγαν, το μάτι ενός μωρού, και εγώ προτιμούσα την αυλή του τρελού πάρα εκείνη του μοβόρου κόκορα, άλλοι όμως προτιμούσαν του κόκορα, διότι ο φόβος είναι όπως το γούστο, προσωπικός.
Το μπλέξιμο όμως με τον κόκορα κανείς δεν το γλύτωσε.
Ήταν μια αυλή, και ακόμα είναι, άλλοι το θυμούνται άλλοι το άκουσαν,
όχι τόσο όμορφή αλλά ήταν η αυλή τους, εκεί μέσα έμεναν, και τα καλοκαίρια καθόντουσαν
έξω, ψιθυριστά, τα πρωινά νωρίς νωρίς να πιούνε τον πρώτο καφέ, εκεί άραζαν
πιο φωνακλάδικα τα βράδια με φίλους και παιδιά μαζί. Στον όροφο από πάνω έμενε μια μοναχική γυναίκα, τρελή (κι αυτή) από έρωτα ή κάτι τέτοιο, που απειλούσε πότε πότε να πέσει στην αυλή να σκοτωθεί, κι ανατρίχιαζαν στη σκέψη οι γείτονες, αλλά δεν την φοβόντουσαν όσο τον Θαλή με την καραμπίνα του. Τέλος πάντων, έτσι ήταν τότε, τρελοί και λογικοί ζούσαν μαζί.
Κάποτε, οι ένοικοι σκέφτηκαν
πως θα τους άρεσε να τρώνε φρέσκα αυγά, να δίνουν στο παιδί, κι αφού είχαν αρκετό χώρο, πήρανε 2-3 κότες. Φτιάχτηκε κι ένα ωραίο κοτέτσι και περίμεναν τα αυγά.
Έλα όμως που
η μια κότα ένα πρωί, ναι έτσι ισχυρίζονται όσοι ακόμα υπάρχουν σήμερα παρ' όλο που 'χει περάσει μισός αιώνας, ότι η μια κότα έγινε κόκορας! έβγαλε δηλαδή κραυγή κόκορα, κικιρίκου.
Μεγάλη
γρουσουζιά, είπαν ομόφωνα οι γείτονες, κι εκείνος που όλα αυτά οι άλλοι τα λογάριαζαν για δικά του, τι να κάνει, πήρε ένα μαχαίρι και τις έσφαξε
όλες, και τις κότες και τον έναν κόκορα, που προηγουμένως ήταν κότα.