29 June 2014

[αρκαδία]

Απόκαμα
Το καλοκαίρι απογυμνώνει τη γη
ξυραφίζει τις σκιές, στεγνώνει τις σταγόνες, ξασπρίζει τα χρώματα
Το φως καίει σα φώσφορος, και μετατρέπει τις αναμνήσεις σε πληγές
βαθιά στεγνά καφεδιά εγκαύματα που δεν βγάζουν ούτε βόγκο
Ακούνητα τα σώματα λουφάζουν στα βάτα˙ ένα γεράκι σαρώνει τη γη
αγωνιούν για μια ανάσα ακόμα, τέτοιος γίνεται ο βίος καμιά φορά
Μόνο τα μάτια μένουν υγρά, δακρύζουν, και τρεμουλιάζουν σαν έκπληκτα ζωάκια
είναι που κρατάνε εικόνες παλιές και προσεύχονται για τις πιο κρυφές επιθυμίες
Οιμωγές που ακούγονται, και δεν ακούγονται καλά καλά˙ πολύ μακριά, στήνω αυτί

Αλλά πως είναι δυνατόν, να μην είχα δει το ίδιο το κομμένο κεφάλι μου, που ήμουν;
κρεμόταν από το μανίκι μου, έτρωγα, έγραφα, έριχνα χαστούκια, ή σταυροκοπιόμουν
Τώρα ακούω την φωνή μου που διηγείται την ιστορία και παραξενεύομαι
η φωνή, λοιπόν, ισχυρίζεται πως, στην αρχή, χάθηκαν οι ήχοι του κόσμου
το νερό κυλούσε, το έβλεπα, λέει η φωνή, αλλά αν έκλεινα τα μάτια μπορούσα να πνιγώ
κανείς φλοίσβος δεν ακούστηκε, κανένα φτεροκόπημα, ούτε γδούπος πτώσης, ούτε
Μετά ξεράθηκε το ρυάκι, φάνηκε ο πάτος του με την άμμο ανάμεσα στις πέτρες
Αλλά θυμάμαι καλά, πριν συμβούν αυτά, το πόδι της που σκάλιζε την άμμο
αχ, τι έκανε με αυτό το πόδι
Πώς μάζευε το μεγάλο δάκτυλο, πώς το έστρεφε επιδέξια, σαν φίδι, και τρύπαγε τον πηλό
πώς θόλωνε το νερό τότε, μια χρυσόσκονη αιωρούνταν, λες, χανόταν η βαρύτητα ολότελα
Το νερό αργοπορούσε γύρω από τους αστραγάλους της, η ροή σιγά σταματούσε, σιρόπιαζε
φτιαχνόταν γη, αλλιώτικη, με πόλεις αντικατοπτρισμένες, με στρατούς κι επαναστάσεις,
άλλαζε ο τόπος σα βούταγε τα πόδια της στο ρυάκι
άπλωνα τα χέρια τότε κι έπιανα θαύματα
Χα, έκανε, και τράβαγε απότομα το πόδι της έξω, και, λες, μια μπόρα ξεκίναγε από ψηλά
από τις βουνοκορφές, με μπουμπουνητά, με αστραπές, με αέρα, καταιγίδα σκληρή
Κι έφευγε, έτσι, ξυπόλητη, ανενόχλητη από τα καλάμια που κόλλαγαν στο δέρμα της
Μέχρι εκεί, στον πρώτο βράχο που έβρησκε στη σκιά
εκεί καθόταν και τίναζε τις πατούσες της προσεχτικά

Εκεί ήταν που με ονειρεύτηκα με τραγίσια πόδια και ουρά
ήμουν εκείνος που τίναζε τη σκόνη από πάνω της
κι εκείνη έκπληκτη μισόκλεινε τα μάτια της˙ μισάνοιγε το στόμα
μια μικρή εισπνοή και το μαρτύριο, να, γινόταν η ίδια η απόλαυση
Στην Αρκαδία δεν φύτρωναν τότε αγκάθια και τριβόλια και μπορούσαμε αν θέλαμε
να κυλιόμαστε καταγής, με τις ώρες, με τις μέρες, με τους χρόνους
Ούτε χρόνος υπήρχε
μέχρι να γκαστρωθούν οι μέρες και να γεννήσουν άλλες παιδιά κι άλλες δαίμονες
Άφηνα τα παιδιά να τα θηλάσει, έπαιρνα τους δαίμονες και ανεβαίναμε στις πηγές, ψηλά
εκεί τους μάθαινα ό,τι ήξερα˙ όχι σπουδαία αλλά ό,τι χρειάζονταν χωρίς να λείπει κάτι
γυρνούσα αργοπορημένος, μα έφερνα βελανίδια ή βατόμουρα μέσα σε φρέσκα φύλλα

Κάποτε, ο τόπος συλλήθηκε και μας έπιασε το καλοκαίρι στο δρόμο
φυσσούσε λίβας, η δίψα στην αρχή νταγιαντιόταν, μετά μας θέρισε
δεν βρήκαμε νερό όσο κι αν γυρνούσαμε απελπισμένοι από γούρνα σε γούρνα, άδειες όλες
Το τελευταίο βράδυ η δίψα χειροτέρεψε αλλά μας πήρε ένας ύπνος αλλόκοτος, θανατερός
Και τώρα που τα διηγούμαι αυτά, δεν ξέρω, αν, αν εγώ ξύπνησα τότε
την άλλη μέρα, κι όντως έβρεχε ή το ονειρεύτηκα
και την είδα, που δεν πρόλαβε, σκόνη, κι έσκαγαν οβίδες οι σταγόνες πάνω της;
ή ξύπνησε εκείνη πρώτη και με είδε στάχτη που σκούρυνε πριν να γίνει λάσπη και χαθεί
ή κανένας.

(Σώτος Δασκαλόπουλος)


φωτογραφία Judy Dater

No comments: