10 June 2014

ΕΛΛΑΣ

του Πάνου Σταθογιάννη



Τίποτε στην συγκεκριμένη φωτογραφία δεν είναι αληθινό.
Εγώ, ας πούμε, σ’ αυτή, δεν λέγομαι Πάνος αλλά Δήμος, και είμαι ξακουστός κλέφτης των ορέων του Μωριά. Δεν πατώ σε δυο τυχαίες σανίδες, αλλά σε υπαίθρια θεατρική σκηνή με γαλανόλευκες και δάφνες (φαίνονται κάποια δαφνόφυλλα στην κάτω αριστερή άκρη), η οποία έχει αρχίσει ήδη να ξηλώνεται – ίσα που πρόλαβα να φωτογραφηθώ.
Πριν δύο ώρες, εκεί, παραβαίνοντας τους κανόνες της τραγωδίας, είχα σκοτώσει επί σκηνής τον Αλτίν, που στην πραγματικότητα ήταν ο συμμαθητής μου ο Κωστής ο Γεωργαράς. Ήθελε να οδηγήσει στο χαρέμι του την Αγγελικούλα (που, εν προκειμένω εμφανιζόταν ως Χρυσαυγή) και ήταν αρραβωνιαστικιά μου. Άλλο ψέμα αυτό – εγώ, κρυφά απ’ όλο τον κόσμο, τότε ήμουν αρραβωνιασμένος με τη σγουρομάλλα Φανή.
Από ένα χρυσό σταυρουδάκι στο λαιμό του Αλτίν, αποκαλύπτεται ότι είναι ο αδερφός μου, ο Αλέξανδρος, που τον είχαν αρπάξει μικρό παιδί οι Τούρκοι και τον είχαν κάνει γενίτσαρο. Ναι, εντάξει, έχω κι εγώ έναν αδερφό που τον λένε Αλέξανδρο, αλλά αυτός χάθηκε τριάντα τριών χρονών στα πέρατα του κόσμου, και από τότε βγαίνει η αδερφή μας και τον ψάχνει στις θάλασσες, και σταματάει τα καράβια, και τα ρωτάει. Ουδεμία σχέση με τον Αλτίν.
Το σπαθί είναι μεταγενέστερο του 1821 – ξιφολόγχη απ’ τον καιρό της Μικρασιατικής εκστρατείας. Η δε φουστανέλα, μεταγενέστερη της ξιφολόγχης. Ανήκει στον γερμανοτσολιά παππού του Κωστή του Γεωργαρά. Θα τη φορούσε ο Κωστής, αλλά αυτός ήτανε Τούρκος κι έπρεπε να φοράει βράκα. Πήρε όμως τα τσαρούχια. Γι’ αυτό κι εγώ είμαι τα καλά μου παπούτσια (μη σας ξεγελά η σκόνη πάνω τους – πιο πριν είχαμε παρελάσει στο χωματόδρομο), με τις ωραίες κρεπ σόλες και τις εφημερίδες στον πάτο. Τα κορδονάκια κάτω απ’ το γόνατο ανήκουν κάτι παλιές λευκές κουρτίνες στο μικρό παραθυράκι του πατρικού μου. Απεσπάσθησαν και εβάφησαν μαύρα για τις ανάγκες της απατηλής παρουσίας του.
Στο αριστερό μου χέρι κρατάω πλαστικό πιστόλι με θορυβώδη καψούλια, ενώ στο σελάχι μου αναπαύεται κρητικό μαχαιράκι με μια πολύ χαριτωμένη μαντινάδα χαραγμένη στη λάμα του. Δεν θυμάμαι ποιανού είναι η άσπρη σκελέα και το φεσάκι. Πάντως, το μαντήλι στο λαιμό ανήκει στη μητέρα μου. Μυρίζω διαρκώς το άρωμά της. Όμορφο πολύ. Αν και, ως αρματωλός, θα έπρεπε να φοράω ένα λερωμένο, σαν εκείνο του Γιάννη, που το έπλυναν πέντε ποτάμια κι εβάψαν και τα πέντε, κι έβαψε η άκρη του γιαλού, και η μέση του πελάγου.
Τα δέντρα πίσω από το συρματόπλεγμα δεν είναι δέντρα. Όποιο παιδί σκαρφάλωνε στα κλαδιά τους, τον τίναζαν αμέσως στα λιθάρια και τον ποδοπατούσαν. Τοποθετήθηκαν εκεί μόνο και μόνο για να καλύπτουν τη βρωμερή σχολική τουαλέτα στο βάθος (την κρύβω όσο μπορώ κι εγώ με την πλάτη μου), όπου με τον Κωστή τον Γεωργαρά μετρούσαμε κάθε τόσο τα πουλιά μας. Το είχαμε κάνει και εκείνη τη μέρα, εγώ σηκώνοντας τη φουστανέλα μου κι εκείνος κατεβάζοντας τη βράκα του. Παρότι μόλις φονευθείς επί σκηνής, υπερτερούσε κατά τι.
Και, ασφαλώς, εκείνο το άσπρο πράγμα πάνω από το κεφάλι μου κι ανάμεσα στα φασματικά δέντρα δεν είναι ουρανός – ούτε έναν άγγελο δεν είχε φιλοτιμηθεί να φιλοξενήσει, ούτε καν χαρταετό.
Γι’ αυτό σας λέω, τα πάντα είναι ψεύτικα σ’ αυτή τη φωτογραφία. Όμως, δεν χρειάζονται και πολλά για να πεισθεί κανείς περί αυτού. Αρκεί το χαμόγελό μου.

Λευκάκια Ναυπλίου, 25 Μαρτίου 1970.


No comments: