24 June 2014

[φαγιούμ]

Αντήχησε απόμακρα η σιωπή σου καθώς σύρθηκες, και γαντζώθηκες στη κουπαστή
Άσπρο σεντόνι που έπεσε και ησύχασαν τα σερβίτσια, όπως σωπαίνουν τα πουλιά
Κροτάλιζαν κάθε τόσο προηγουμένως, συγχυσμένα απαρέμφατα που δεν λένε κάτι
ποιείν αγαθόν  ψέλλισες· βέβαια, αλλά με το χέρι κομμένο στον αγκώνα πως;
Ήταν μεσοκαλόκαιρο, όμως έκανε κρύο τα βράδια κι ανάβαμε φωτιές και έθιμα

Δεν γνώριζες τίποτα, κοίταξες με θάρρος κι ανατρίχιασα, δεν είπες άλλη λέξη, κι όμως
Εκείνα τα άδεια γυαλιστερά όπλα που παίζουν τα μικρά παιδιά, ήταν εκεί, αινίγματα
Αφημένα άσκοπα, οικεία και άδεια, βαριά που αλάφρωναν όμως αν ήξερες· ήταν κρότος;
Όταν έξαφνα, ένα, άλλο, παιδί μας κοίταξε απορώντας, βουβό· μίλα βρε, μη σωπαίνεις
δίχως να ξέρει εκείνο που βλέπαμε εμείς, ένα μικρό μπουμπουκάκι που ξάνοιγε, μίλα
μια μικρή κατακόκκινη τρύπα, βαθιά ρούφαγε όλο το φως του κόσμου, άνοιξε το στόμα
Ένας ανθός είχε ζωγραφιστεί, έξαφνα, αυτό να το ξαναπούμε, στο μέτωπο του, σκάσε

σαν εκείνα που άφηνα στον καθρέφτη σου, εσύ τα πέταγες έξω μα αυτά έπεφταν κάτω

Τις επόμενες μέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς ποια, μάζεψαν τα παιδιά στη πλατεία, όλα
Ήρθαν με φορτηγά, με διάλεξαν, θυμάσαι;, με ανέβασαν στη καρότσα κι έτσι έφυγα
Οι δικοί τους θέριζαν κάτω στον κάμπο, να μην τα κουράσουν είπαν͘· έτσι τα 'χασαν
Αλλά εσύ κι εγώ χάσαμε εκείνο που στάθηκε τότε και μας κοίταξε, έξαφνα, σωπαίνοντας
με ένα ολοζώντανο ζωγραφιστό λουλούδι στο μέτωπο που σα Φαγιούμ ρούφηξε το φως
Είχαμε δει από μακριά τη σκόνη που σήκωναν, αλλά δεν πήγαινε ο νους μας.

Έτσι, λέω, έγιναν τα πράγματα· όταν κάθισε η σκόνη είχαμε όλοι άλλες θέσεις πια.

(Σώτος Δασκαλόπουλος)


No comments: