01 June 2014

κρεμ καραμελέ

Όμως, ήμουν μάρτυρας πως ο κόσμος αυτός, ο άθλιος,
υπήρξε μεγαλύτερος κάποτε, κι ίσως είχε μια στιγμή
μοναδική, σαν τον οργασμό κουνουπιού τα ξημερώματα.

Ισχυρίζομαι πως ήταν απόγευμα κι έκανε ζέστη, αρχές καλοκαιριού μπορεί,
μπορεί και τέλος, αλλά σίγουρα καθόμουν μόνος στο μπαρ της ταράτσας του Μινιόν,
ψηλά κάπως φύσαγε, λίγοι όμως το είχαν υποψιαστεί, και λιγότεροι είχαν ανέβει
εκείνη την ώρα όλοι τους έπιναν φραπέ,
μέτρησα τα ποτήρια με τις θήκες από μεταλλικό κεντητό κάλυμμα, κι ήταν πέντε.
Είχα παραγγείλει μια από εκείνες τις κρεμ καραμελέ που είχαν στο ψυγείο,
χλωμές και φυλαγμένες μέσα στις πάντα ιδρωμένες ανοξείδωτες φόρμες τους.
Την έφερε ένα γκαρσόνι που φορούσε μαύρο πανταλόνι από τριμμένη καμπαρντίνα,
και άσπρο πουκάμισο, όλα δυο νούμερα μεγαλύτερα του,
ένα όροφο παρακάτω, κρεμάστρες με ρούχα σε όλα τα νούμερα περίμεναν,
αλλά μάλλον θα το είχε σκεφτεί κι εκείνος.
Μια κοίταζα την ακρόπολη, και μια την κρέμα με την στέψη της από λιωμένη καραμέλα,
τρεμουλιαστή, δυσκολευόταν γυμνή έξω από τη φόρμα της,
σήκωσα το πιατάκι χωρίς να αποφασίζω, από τότε, πού να εστιάσω το βλέμμα.
Στα μακρινά, τα πάγια, στους γαλαξίες, ή στα εφήμερα μπροστά μου;

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η προσοχή μου αποσπάστηκε.
Ένα μικροσκοπικό, εξ αιτίας της απόστασης, αεροπλάνο,
αλλά έντονο λόγω της αντίθεσης του με τον καθαρό ουρανό, εμφανίστηκε στα δεξιά,
ψηλά στο οπτικό μου πεδίο, σχεδόν πάνω από την Ακρόπολη.
Ήταν φανερό, πετούσε προς το Πολυτεχνείο, αλλά ήταν πολύ ψηλά,
δεν προλάβαινε να κατέβει ώστε να προσγειωθεί εκεί που πήγαινε,
έστω μπροστά στο Μουσείο μερικά μέτρα μακρύτερα.
Ωραία που θα ήταν αν το κατάφερνε πάντως, σκέφτηκα
και έτσι βάλθηκα να φανταστώ τις λεπτομέρειες, την έκπληξη,
το θόρυβο από τις τουρμπίνες, το φρενάρισμα στη Πατησίων,
τις φωνές και τα σηκωμένα μαλλιά των περαστικών,
τη μύτη στη Μιχαήλ Βόδα, τη πτέρυγα μπροστά στον Ηνίοχο
και την ουρά στη στάση της Τοσίτσα.

Τζάμπο 747! τεράστιο, διώροφο, υπερπολυτελές, μάλιστα,
και τώρα παίρνει τη στροφή,
εξήγησε με σιγουριά, που ακούστηκε ανόητη σε εκείνη την ταράτσα,
ένας κύριος πενήντα ετών, ίσως,
σε μια εντυπωσιασμένη όσο κι εντυπωσιακή κοπέλα που έπινε φραπέ με καλαμάκι.
Και που πηγαίνει όμως; ρώτησε περιπαιχτικά εκείνη,
η ερώτηση έφερε σε αμηχανία τον άλλον που δίστασε κάπως,
Φρανκφούρτη, ή Μόναχο, εε Γερμανία σίγουρα,
τελικά απάντησε, αλλά χωρίς σιγουριά αυτή τη φορά.
Η κοπέλα γέλασε· γιατί δεν ξέρω, ίσως θυμήθηκε κάτι αστείο με τη Γερμανία,
ενώ το αεροπλάνο πέρασε ταχύτατα πάνω από τη Ομόνοια, το Μινιόν, τα κεφάλια μας, δυστυχώς προσπέρασε και το πολυτεχνείο.
Όταν έγλυψα το κουτάλι το αεροπλάνο θα είχε κιόλας φτάσει στο Ράδιο Σίτυ,
η κρέμα είχε φαγωθεί,
Τι να παίζει άραγε απόψε; απόρησα και φώναξα για να πληρώσω.
Πήρα τις κυλιόμενες σκάλες. Μέχρι να κατέβω στη Πατησίων
η ξανθιά κοπέλα θα είχε ίσως τελειώσει το φραπέ της,
ο άλλος θα πάσχιζε πως να συνεχίσει τη κουβέντα μαζί της,
το τζάμπο θα ήταν μάλλον πάνω από το Βόλο,
κι από όλους μόνο εγώ ήθελα να πάω στο πολυτεχνείο.
Εκτός κι αν πηγαίνει Αμερική, ακούστηκε περιπαιχτικά μια φωνή πίσω μου.
Αμερική, χα, Αμερικής πηγαίνει, είπα γελώντας δυνατά.

Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι για το Μινιόν, που λίγους μήνες μετά κάηκε ολοσχερώς, επρόκειτο για εμπρησμό, και το αεροπλάνο δεν ξαναφάνηκε·
αυτά όλα, ισχυρίζομαι, έγιναν ακριβώς έτσι, όπως έπεσαν τότε στην αντίληψη μου.

Κώστας Μπομπός


Pan Am 747

No comments: