Τι του ψιθύριζες, σαν
έσκυβε τρέμοντας με την ανάσα κρατημένη
πριν να φυσήξει να διώξει τον καπνό που δάκρυζε τα μάτια σου· τι
κι έγινε ο σπόγγος που ρούφηξε δέκα χρόνια, με όλες τις ημέρες τους
Εν τω μεταξύ, ο Πάτροκλος μεταμφιέστηκε και σκοτώθηκε έτσι, ως άλλος
ο Έκτωρ που τον
σκότωσε, κι αυτός άπνους σύρθηκε εκεί, στο ίδιο χωράφι
Ακόμα κι ο Αχιλλέας
αφανίστηκε από κάτι γελοίο, που δεν
θυμάμαι
Τι του ψιθύρισες μάτια
μου, Ποιος του ΄πες πως είναι;
κανείς δε λέει· που έφτασε κι έκανε
άλλα δέκα χρόνια να επιστρέψει
θαλασσόδαρτος, μόνος
κι έρημος, σαλός με ένα μάτι, αγνώριστος
Κανένας είμαι φώναζε, κανένας, ξέχασε το όνομα του εκεί μέσα
κι όταν γύρισε πήγε
ίσια στον οίκο που νόμισε δικό του, πως στερήθηκε
Εκεί ήταν που τους έσφαξε
όλους, τους παραστεκάμενους.
Σώτος Δασκαλόπουλος
Dostál František.1985
No comments:
Post a Comment